Το σχέδιο νόμου του υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές στους όρους δράσης των συνδικάτων.
Σημαντικές αλλαγές φέρνει στους όρους δράσης των εργατικών σωματείων το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλαγές που δυσχεραίνουν τη συνδικαλιστική δράση, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Αυτές οι αλλαγές αποπνέουν μια σαφή πολιτική βούληση να αλλάξει το πλαίσιο δράσης του συνδικαλισμού στη χώρα και απηχούν τις απόψεις και τις αντιλήψεις όσων θεωρούσαν τα συνδικάτα εμπόδιο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα οι πιο βασικές αλλαγές είναι οι ακόλουθες
Το ηλεκτρονικό μητρώο σωματείων
Η πρώτη μεγάλα αλλαγή αφορά το Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.) όπου πλέον τα συνδικάτα θα υποχρεώνονται να καταθέτουν ψηφιακά το καταστατικό, τα μέλη της διοίκησης, τους αριθμούς των συμμετεχόντων σε αρχαιρεσίες και τα οικονομικά τους. Αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει για τις εργοδοτικές οργανώσεις
Παρότι δεν προβλέπεται η κατάθεση του μητρώου των σωματείων – δηλαδή των μελών τους – εντούτοις ήδη υπάρχουν αντιρρήσεις από τη μεριά των σωματείων σε αυτό που συνδικαλιστές χαρακτήρισαν ως «φακέλωμα».
Σημειώνουμε ότι η εγγραφή και κατάθεση των σχετικών εγγράφων είναι υποχρεωτική για τη δυνατότητα των συνδικάτων να εκπροσωπούν τους εργαζομένους του κλάδους τους, να κρίνονται εάν είναι αντιπροσωπευτικά και να μπορούν να προκηρύσσουν απεργία.
Επίσης πλέον αρμόδιο όργανο για την κρίση των ερωτημάτων αντιπροσωπευτικότητας δεν θα είναι η Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών, αλλά το Πρωτοδικείο, ενώ η σχετική προσφυγή θα μπορεί να εφεσιβληθεί.
Αναμένεται αυτό να οδηγήσει σε διάφορες μορφές προσφυγών και από τη μεριά εργοδοτικών οργανώσεων στην προσπάθειά τους να αποφύγουν την ύπαρξη κλαδικών συμβάσεων .
Η ηλεκτρονική ψηφοφορία και η οι αυξημένες απαρτίες
Το νομοσχέδιο προϋποθέτει την ηλεκτρονική («εξ αποστάσεως») ψηφοφορία στις γενικές συνελεύσεις και προβλέπει την αυξημένη απαρτία (1/2 των οικονομικών τακτοποιημένων μελών), για την απόφαση για απεργία που είχε θεσμοθετηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2018.
Η έμφαση στην ηλεκτρονική ψηφοφορία, παρά την εξοικείωση που μπορεί να υπάρχει με τέτοια ζητήματα, εξαιτίας και των διαδικασιών της πανδημίας, εντούτοις εγείρει αντιρρήσεις ως προς την εξασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου, ενώ η αυξημένη απαρτία, ακόμη και εξ αποστάσεως δημιουργεί προβλήματα σε πρωτοβάθμια σωματεία, με μεγάλη συμμετοχή, άρα και μεγάλο αριθμό «ταμειακά τακτοποιημένων μελών», γιατί θα πρέπει να εξασφαλίσουν την υψηλή απαρτία για την κήρυξη απεργία.
Αντίστοιχα, μένει να δούμε ποιες αντιδράσεις θα προκαλέσει η πρόβλεψη της υποχρεωτικής παροχής δυνατότητας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, μια τομή που π.χ. δεν έχει προβλεφθεί για τις βουλευτικές ή αυτοδιοικητικές εκλογές. Σημειώνουμε ότι τέτοιες προτάσεις όταν πρωτοδιατυπώθηκαν είχαν λιγότερο να κάνουν με την είσοδο στην εποχή της πληροφορίας και περισσότερο με την προσπάθεια να ψηφίσουν οι «σιωπηλές πλειοψηφίες» που υποτίθενται ότι αποθαρρύνονταν να συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές διαδικασίες.
Περιορισμός της συνδικαλιστικής προστασίας
Το νομοσχέδιο εισάγει περιορισμούς στην προστασία της συνδικαλιστικής δράσης. Καταρχάς περιορίζει τον αριθμό των μελών της διοίκησης κάθε σωματείου που έχουν προστασία απέναντι στην απόλυση. Περιορίζει επίσης τον αριθμό των ιδρυτικών μελών συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχουν προστασία απέναντι στην απόλυση για ένα χρόνο. Και οι δύο ρυθμίσεις καθιστούν πιο εύκολη την απόλυση ενεργών συνδικαλιστών σε σωματεία. Επίσης επιτρέπει τη μετάθεση συνδικαλιστών εάν κρίνεται απολύτως απαραίτητο για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Επίσης αντί για την πολύ συγκεκριμένη καταγραφή των παραπτωμάτων που επιτρέπουν την απόλυση συνδικαλιστών, πλέον έχουμε μια γενική μη δυνατότητα απόλυσης που όμως μεταφέρει στα δικαστήρια την υποχρέωση να κρίνουν εάν όντως υπήρχε «σπουδαίος λόγος» εφόσον δεν υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής στην επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών. Και αυτή η ρύθμιση θα καταστήσει πιο εύκολη την απόλυση συνδικαλιστών.
Περιορίζεται επίσης η δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να μοιράζουν ανακοινώσεις και να ενημερώνουν τους εργαζομένους. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε «χωρικός» περιορισμός αλλά απλώς η πρόβλεψη να γίνεται εκτός χρόνου εργασίας. Πλέον μπαίνουν και περιορισμοί αφού θα μπορούν να γίνουν μόνο σε κοινόχρηστους ή υπαίθριους χώρους ή στους χώρους σίτισης όταν υπάρχουν.
Περιορισμοί στην απεργία
Σημαντικές αλλαγές επέρχονται και στη δυνατότητα των συνδικάτων να προκηρύσσουν απεργίας με ευρύτερο αντίκτυπο.
Το νομοσχέδιο διευρύνει τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που πλέον είναι οι ακόλουθες:
α) Παροχής υγειονομικών υπηρεσιών από νοσηλευτικά εν γένει ιδρύματα.
β) Διύλισης και διανομής ύδατος.
γ) Παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος ή καύσιμου αερίου.
δ) Παραγωγής ή διύλισης ακάθαρτου πετρελαίου.
ε) Μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα.
στ) Τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων.
ζ) Αποχέτευσης και απαγωγής ακάθαρτων υδάτων και λυμάτων και αποκομιδής και εναποθέσεως απορριμμάτων.
η) Φορτοεκφόρτωσης και αποθήκευσης εμπορευμάτων στα λιμάνια.
θ) Τραπέζης της Ελλάδος, Πολιτικής Αεροπορίας και κάθε είδους υπηρεσίες ή τμήματα υπηρεσιών που απασχολούνται με την εκκαθάριση και πληρωμή των μισθών του προσωπικού του κατά το άρθρο 14 του ν. 1470/2014 δημόσιου τομέα.
Πλέον σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις, όταν προκηρύσσεται η απεργία, θα πρέπει να προσφέρεται τουλάχιστον το ένα τρίτο της παρεχόμενης υπηρεσίας, κάτι που στην πράξη θα μεταφράζεται στο ένα τρίτο τουλάχιστον των εργαζομένων.
Αυτό αναμένεται να περιορίσει τη δυνατότητα των ισχυρών σωματείων του Δημοσίου και ιδίως των ΔΕΚΟ, να κάνουν απεργίες που «να κατεβάζουν το διακόπτη». Ερώτημα με ποιον τρόπο θα εφαρμοστεί σε χώρους όπως η ναυσιπλοΐα.
Η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά αφαιρεί ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί που είχαν αυτά τα συνδικάτα και δεν άσχετη και με την κυβερνητική επιθυμία να μην υπάρξουν μεγάλες κινητοποιήσεις σε αυτούς τους κλάδους.
Νέο στοιχείο αποτελεί και η προσθήκη στις υποχρεώσεις των συνδικάτων να προστατεύουν το δικαίωμα στην εργασία. Η ρύθμιση αυτή απαγορεύει τις απεργιακές περιφρουρήσεις που ήταν μια διαδεδομένη πρακτικών των συνδικάτων και αναμένεται να αξιοποιηθεί από την εργοδοτική πλευρά εκτεταμένα και για τον χαρακτηρισμό κινητοποιήσεων ως παράνομων.
Περιορισμό έμμεσο στο δικαίωμα στην απεργία περιλαμβάνει και η υποχρέωση των συνδικάτων του δημοσίου να καταθέτουν αίτημα δημόσιου διαλόγου ενώπιον του ΟΜΕΔ πριν την κήρυξη της απεργίας με το δικαίωμα στην απεργία να αναστέλλεται υποχρεωτικά όσο διαρκεί αυτός ο σύντομος διάλογος.
Αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις
Παρότι οι μεγάλες ανατροπές στη διαδικασία διαπραγμάτευσης συλλογικών συμβάσεων έχουν γίνει με προηγούμενους νόμου προστίθενται και επιπλέον αλλαγές.
Για παράδειγμα η δικαστική αμφισβήτηση των διαιτητικών αποφάσεων πλέον θα σημαίνει την αναστολή ισχύος των συλλογικών συμβάσεων.
Προβλήματα θα δημιουργήσουν και οι νέες δυνατότητες αμφισβήτησης της αντιπροσωπευτικότητας των σωματείων (άρα και της ικανότητας να κάνουν συλλογική διαπραγμάτευση.
Η πρόκληση για τα συνδικάτα
Τα συνδικάτα ούτως ή άλλως είχαν δεχτεί μεγάλα πλήγματα σε όλη τη δεκαετία του 2010 όταν κομβικές πλευρές ιδίως του 1876/90 αναιρέθηκαν. Η αύξηση της ανεργίας αύξησε την ανασφάλεια και έκανε τα πράγματα ιδιαίτερα δύσκολα ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, όπου μεγάλα κομμάτια εργαζομένων είναι χωρίς συνδικαλιστική κάλυψη και χωρίς κλαδικές συμβάσεις, αντιμετωπίζοντας συχνά συνθήκη υπερεκμετάλλευσης.
Σε όλα αυτά προστέθηκαν τα συσσωρευμένα προβλήματα που διαμόρφωσαν συνθήκη ανυποληψίας ειδικά για τμήματα των ηγεσιών σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Η εικόνα μιας αποκομμένης γραφειοκρατίας, που δεν γνώριζε την κατάσταση των εργαζομένων και δρούσε προς το συμφέρον τους είναι αρκετά διαδεδομένη, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα. Στο δημόσιο η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση σε κρίσιμες ομοσπονδίες έχει διατηρήσει ένα μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης.
Με αυτή την έννοια τα συνδικάτα έχουν μπροστά τους μια διπλή μάχη. Να μπορέσουν να αποτρέψουν ρυθμίσεις που θα κάνουν πιο δύσκολη τη ζωή τους αλλά και ταυτόχρονα να μπορέσουν να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη και τη συμμετοχή των εργαζομένων αποδεικνύοντας ότι παραμένουν όντως αναντικατάστατα μέσα πάλης.