Από τη γενίκευση της χρήσης της πανίσχυρης αττικής διαλέκτου γεννήθηκε η ελληνιστική κοινή, που έμελλε να μεταφερθεί με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη.
Βεβαίως, η πορεία που χρειάστηκε να διανύσει η ελληνική γλώσσα από τις απαρχές της έως την εμφάνιση της περίφημης ελληνιστικής κοινής υπήρξε μακρά.
Το σημείο αφετηρίας της πολυκύμαντης διαδρομής που κατέστησε δυνατή τη μετάβαση από ένα μωσαϊκό διαλέκτων –αυτό ήταν στην ουσία η ελληνική γλώσσα μέχρι τους Ελληνιστικούς Χρόνους– στην ελληνιστική κοινή πρέπει να αναζητηθεί στην Αρχαϊκή Περίοδο.
Και τούτο, διότι τα έθιμα, η θρησκεία αλλά και η γλώσσα είχαν διαμορφώσει ήδη από τους Αρχαϊκούς Χρόνους το υπόβαθρο που ήταν αναγκαίο, ώστε να υφίσταται η αίσθηση της πανελλήνιας ενότητας.
Την αίσθηση αυτήν ενίσχυσαν αποφασιστικά οι Περσικοί Πόλεμοι, στο μεταίχμιο Αρχαϊκής και Κλασικής Εποχής, καθώς δημιούργησαν το αντιθετικό δίπολο των Ελλήνων και των βαρβάρων.
Η διάλεκτος που κατάφερε σύντομα να ξεχωρίσει μέσα στο προαναφερθέν μωσαϊκό των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων ήταν η ιωνική, το γλωσσικό όργανο της Ιωνικής Συμπολιτείας.
Τη θέση της ιωνικής κατέλαβε ακολούθως η αττική διάλεκτος, η διάλεκτος της φημισμένης αθηναϊκής πόλης-κράτους και της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Η κυρίαρχη αυτή διάλεκτος των Κλασικών Χρόνων επισκίασε όλες τις άλλες και εξαπλώθηκε σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση, απείρως μεγαλύτερη των ορίων της Αττικής.
Από τη γενίκευση της χρήσης της πανίσχυρης αττικής διαλέκτου γεννήθηκε η ελληνιστική κοινή, που έμελλε να μεταφερθεί με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη.
Η κοινή, όπως την ονόμασαν οι ίδιοι οι αρχαίοι, όχι μόνο επέφερε σταδιακά την εξαφάνιση των αρχαίων διαλέκτων, αλλά και κατέστη το –αποκλειστικό ή και παράλληλο– γλωσσικό όργανο των εξελληνισμένων λαών της Ανατολής.
Εξάλλου, η αρχαία αυτή κοινή αποτέλεσε τη γέφυρα διαμέσου της οποίας η ελληνική γλώσσα ήλθε σε επαφή με το χριστιανισμό και συμπορεύτηκε με τη λατινική γλώσσα.