Παρά το μεγάλο συμβολισμό της επιλογής του Τζο Μπάιντεν να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι σηματοδοτεί μια συνολική ρήξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία.
Ήταν σίγουρα μια κίνηση με σημαντικό συμβολισμό. Και μάλιστα ένα είδος συμβολισμού στον οποίο έχει επενδύσει η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, αφού υπογραμμίζει την έμφαση που δίνει σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για μια κυβέρνηση που θέλει να δώσει τον τόνο ότι επιλέγει μια γραμμή «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» με κριτήριο τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα ήταν δύσκολο, σε σχέση με το ίδιο της το αφήγημα, να μην προχωρήσει σε αυτή την κίνηση.
Βέβαια, έχει ενδιαφέρον ο προσεκτικός τρόπος που έγινε. Ναι μεν έκανε τη δήλωση ο αμερικανός Πρόεδρος αλλά αυτό δεν συνδυάστηκε με κάποια άλλη επίσημη χειρονομία (π.χ. την ανακήρυξη κάποιας ημέρας μνήμης). Η ίδια η δήλωση είναι πολύ προσεκτικά γραμμένη. Δεν αναφέρεται στην Τουρκία ή στους Τούρκους, αλλά στις Οθωμανικές αρχές. Ακόμη και η επιλογή αναφοράς στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Ισταμπούλ, δηλαδή στην επίσημη ονομασία στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι αυτή που καθιέρωσε ως επίσημη ο Κεμάλ (και από το 1930 ζήτησε να χρησιμοποιούν οι ξένες χώρες) ήταν ενδεικτική από αυτή την άποψη.
Ωστόσο, δεν παύει να είναι πλήγμα για τον Τούρκο πρόεδρο, δεδομένης και της προσπάθειας εδώ και χρόνια να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Πώς η αναγνώριση χτυπάει το «αφήγημα» του Ερντογάν
Για να καταλάβουμε τη σημασία που είχε, σε συμβολικό επίπεδο, η αναγνώριση, πρέπει να αναλογιστούμε την τραυματική θέση που κατέχει η Γενοκτονία των Αρμενίων στο τουρκικό «εθνικό αφήγημα».
Παρότι η γενοκτονία έλαβε χώρα στην εποχή που ακόμη υπήρχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, εντούτοις η ίδια η έννοια της βίαιης εκκαθάρισης αλλοεθνών πληθυσμών ανήκει πολύ περισσότερο στη διαδικασία συγκρότησης του τουρκικού εθνικισμού.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κατά βάση μια πολυεθνική αυτοκρατορία και ήταν κυρίως η ανάδυση του τουρκικού εθνικισμού, με πυρήνα και το κίνημα των Νεότουρκων (με ηγετική φυσιογνωμία τον Κεμάλ Ατατούρκ), στην τελευταία φάση της αυτοκρατορίας, που συνέπεσε αρχικά με τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έθεσε το θέμα της απομάκρυνσης των αλλοεθνών πληθυσμών και της διαμόρφωσης συνθήκης εθνικής ομογενοποίησης, κατά τρόπο ανάλογο με άλλες διαδικασίες εθνογένεσης στην περιοχή. Στο αναδυόμενο τουρκικό εθνικό σχέδιο εκείνης της εποχής έπρεπε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των εθνικών μειονοτήτων, ιδίως όταν κάποιες από αυτές έλεγχαν κρίσιμες οικονομικές δραστηριότητες και συνδέονταν με ανταγωνιστικά εθνικά κινήματα.
Αυτό εξηγεί και γιατί παρότι ήταν οθωμανικό έργο, θα είναι η σύγχρονη Τουρκία αυτή που κατεξοχήν που θα αρνηθεί την παραδοχή της κλίμακας της βίας που υπέστησαν οι Αρμένιοι. Να το πούμε απλά: όσο λυτρωτική θα ήταν στην πραγματικότητα για την τουρκική κοινωνία η παραδοχή των όσων έγιναν τότε, άλλο τόσο δύσκολο είναι να συμβεί αφού θα υπονόμευε τον ίδιο τον καταστατικό «μύθο» της σύγχρονης Τουρκίας.
Για τον Ερντογάν η αναγνώριση υπονομεύει με ποικίλους τρόπους το αφήγημά του. Και αυτό γιατί χτυπάει ταυτόχρονα τόσο τη «νέο-οθωμανική» πλευρά του στην οποία επενδύει με ποικίλους τρόπους, όσο και την «εθνικιστική» την οποία διεκδικεί – και η οποία αποτελεί επίσης το βασικό στίγμα των βασικών συμμάχων του από το MHP. Ακόμη περισσότερο, έστω και μετωνυμικά υπογραμμίζει ότι η Τουρκία εξακολουθεί να έχει ανοιχτά θέμα στο εσωτερικό της σε σχέση με την ανοιχτή πληγή του κουρδικού.
Βεβαίως, από την άλλη μεριά ο Ερντογάν γνωρίζει ότι τέτοιες χειρονομίες είναι όντως περισσότερο συμβολικές και δεν συνεπάγονται υποχρεωτικά συνολικότερη ρήξη. Άλλωστε, η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από χώρες όπως π.χ. η Γερμανία ή η Ρωσία δεν σημαίνει απαραίτητα και κακές σχέσεις με την Τουρκία.
Το συνολικότερο φόντο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο επαναπροσδιορισμού των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Ούτως ή άλλως, παρά τη σχετικά καλή σχέση ανάμεσα στον Τραμπ και τον Ερντογάν, υπήρχαν διάφορα σημεία έντασης στις διμερείς σχέσεις. Το πραξικόπημα του 2016 άφησε ως κληρονομιά μια διάχυτη δυσπιστία έναντι των ΗΠΑ. Η επιλογή της Τουρκίας να προμηθευτεί τις συστοιχίες S-400 από τη Ρωσία πυροδότησε μια αλυσίδα προβλημάτων συμπεριλαμβανομένης και της διακοπής της τουρκικής συμμετοχής στο πρόγραμμα για τα μαχητικά F-35. Η συμμετοχή τουρκικών τραπεζών στο σπάσιμο των κυρώσεων κατά του Ιράν δημιουργεί επίσης προβλήματα. Η επιθετικότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο δημιουργεί εντάσεις και με συμμάχους των ΗΠΑ όπως η Ελλάδα ή η Αίγυπτος, το ίδιο και η προσπάθεια της Τουρκίας να διεκδικήσει ρόλο «περιφερειακής δύναμης».
Ωστόσο, την ίδια στιγμή η Τουρκία είναι εμφανές ότι δεν έχει πάρει μια συνολική επιλογή ρήξης με τη Δύση και τις ΗΠΑ. Μάλιστα, ο Ερντογάν έχει οδηγήσει σε δυσμένεια τους «ευρασιατιστές» που υποστήριζαν μια συνολικότερη στροφή της Τουρκίας προς τη Ρωσία και την Κίνα, τελευταίο παράδειγμα ο τρόπος που αντιμετώπισε τους απόστρατους ναυάρχους που διαμαρτυρήθηκαν για το ενδεχόμενο η Τουρκία να προχωρήσει σε έξοδο ή μονομερή τροποποίηση της Συνθήκης του Μοντρέ για το καθεστώς των Στενών.
Επιπλέον, η Τουρκία έχει αντίθετες θέσεις από τη Ρωσία σε κρίσιμα ζητήματα: συνεργάζεται με την Ουκρανία και σε ζητήματα που αφορούν εξοπλισμούς, υποστήριξε το Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουση με την Αρμενία, δηλαδή διεκδίκησε ρόλο και στον Καύκασο, στήριξε την κυβέρνηση της Τρίπολης στον εμφύλιο στη Λιβύη, και βέβαια τυχόν αλλαγή στο καθεστώς των Στενών κατεξοχήν την Ρωσία θα έπληττε.
Σε όλα αυτά προστίθεται η προσπάθεια της Τουρκίας να αποκαταστήσει σχέσεις και με συμμάχους των ΗΠΑ όπως είναι το Ισραήλ, αλλά και ο τρόπος που παρουσιάζει πλευρές της εξωτερικής πολιτικής της, όπως την παρουσία στον Καύκασο, ως κάτι που μπορεί να εξυπηρετήσει και τα «δυτικά συμφέροντα». Το ίδιο ισχύει και για την ιδιαίτερη επένδυση που έχει κάνει στο να αποκτήσει αναβαθμισμένο ρόλο στη πολιτική διαπραγμάτευση και διαχείριση της ειρηνευτικής διαδικασίας στο Αφγανιστάν.
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να διαλέξουν το δρόμο της ρήξης
Την ίδια ώρα κλιμακώνεται αυτό που εσχάτως περιγράφεται ως ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος», με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία να βρίσκονται σε συγκρουσιακή συνθήκη, την ώρα που κλιμακώνεται και ο αμερικανοκινεζικός ανταγωνισμός. Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν και κατά συνέπεια δεν θέλουν να χάσουν μια χώρα που για δεκαετίες υπήρξε στρατηγικός σύμμαχός τους. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν την Τουρκία με το να οδηγήσουν τα πράγματα σε μια συνολική ρήξη. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η επιλογή διαβημάτων με σημαντικό συμβολικό βάρος, όχι όμως απαραίτητα πραγματική επίπτωση, αποτελεί ακριβώς το είδος της πίεσης που ασκείται εντός μιας διαπραγμάτευσης όπου ο ορίζοντας δεν είναι η ρήξη.