Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε πιο σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και της οικονομίας της. Όμως, προς το παρόν αυτές οι κυρώσεις δεν δείχνουν να πτοούν τη Μόσχα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και δεκαετίες θεωρούν τις κυρώσεις που επιβάλλουν, συχνά μονομερώς, σε διάφορες χώρες ως ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Βεβαίως, δεν είναι δεδομένο ότι έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι πιο αυστηρές κυρώσεις που έχουν επιβάλει πρόσφατα οι ΗΠΑ ήταν στο Ιράν. Κόστισαν, κατά δήλωση του Ιρανού Προέδρου συνολικά 150 δισεκατομμύρια δολάρια και δεν είχαν το αποτέλεσμα που περίμεναν οι ΗΠΑ, εάν κρίνουμε από γεγονός ότι το Ιράν όχι μόνο άντεξε αλλά και αυτή τη στιγμή θεωρεί ότι θα είναι αυτό που θα καθορίσει την πορεία του διαλόγου από εδώ και πέρα.
Σε σχέση με τη Ρωσία υπάρχουν διάφορα κύματα κυρώσεων των ΗΠΑ, ξεκινώντας από τις κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Ομπάμα με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία και την Κριμαία το 2014, συνεχίζοντας με τις κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ με αφορμή τις καταγγελλόμενες απόπειρες ρωσικής ανάμειξης στις εκλογές και καταλήγοντας τώρα στις κυρώσεις με αφορμή τις κατηγορίες των ΗΠΑ για ρωσική ανάμειξη στις κυβερνοεπιθέσεις που αξιοποίησαν το λογισμικό της εταιρείας Solarwinds.
Οι κυρώσεις αυτές είναι διαφόρων ειδών. Ορισμένες εντάσσονται στην κλασική λογική της επιβολή κυρώσεων κατά προσώπων και οργανισμών, κυρώσεις που συχνά έχουν και έναν περισσότερο συμβολικό παρά άμεσο υλικό χαρακτήρα και αντίκτυπο. Όμως, υπάρχουν και οικονομικές κυρώσεις και φαίνεται ότι σταδιακά οι ΗΠΑ θέλουν να κλιμακώσουν και την οικονομική πίεση προς τη Ρωσία στο πλαίσιο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου».
Κυρώσεις σε σχέση με το χρέος της Ρωσίας
Ήδη από το 2019 οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει κυρώσεις που επεδίωκαν να περιορίσουν τη δυνατότητα της Ρωσίας να χρηματοδοτεί το δημόσιο χρέος της. Τότε είχε απαγορευτεί στις αμερικανικές τράπεζες να δανείσουν το ρωσικό κράτος σε ξένο συνάλλαγμα και να συμμετέχουν στην πρωτογενή αγορά για ομόλογα του ρωσικού δημοσίου σε ξένο συνάλλαγμα, χωρίς να επεκτείνουν την απαγόρευση στις ρωσικές κρατικές επιχειρήσεις.
Τώρα το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε οδηγία που απαγορεύει σε αμερικανικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα να συμμετέχουν στην πρωτογενή αγορά για Ρωσικά ομόλογα είτε σε ξένο συνάλλαγμα είτε σε ρούβλια και τα οποία εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το Ταμείο Εθνικού Πλούτου της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσικής ομοσπονδίας, ενώ παράλληλα απαγορεύει στα αμερικανικά ιδρύματα να δανείζουν, σε ρούβλια ή άλλο νόμισμα, αυτές τις τρεις θεσμικές οντότητες.
Είναι σαφές ότι με αυτόν τον τρόπο θέλουν να ασκήσουν πίεση στη Ρωσία στερώντας της την πρόσβαση σε κρίσιμες χρηματοδοτικές πηγές που αφορούν τα δημόσια οικονομικά της.
Σε ποιο βαθμό πιέζουν πραγματικά οι ΗΠΑ;
Βεβαίως μια ματιά στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα δίνει μια άλλη εικόνα. Καταρχάς το δημόσιο χρέος της Ρωσίας παραμένει αρκετά χαμηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ακόμη και το 2020, μια χρονιά που οι περισσότερες χώρες του πλανήτη αύξησαν το δανεισμό τους, παρέμεινε κάτω από 19% του ΑΕΠ, κάτι που το καθιστά ιδιαίτερα φερέγγυο. Αυτό σε συνδυασμό με τις υψηλές αποδόσεις που δίνουν τα ρωσικά ομόλογα σημαίνει ότι εύκολα βρίσκουν αγοραστές, παρότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν τους δίνουν ιδιαίτερα θετική αποτίμηση. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία δεν αντιμετωπίζει στον βραχύ χρόνο μια ανεπίλυτη χρηματοδοτική ανάγκη.
Έπειτα έχει σημασία ότι όπως και το 2019, η αμερικανική απαγόρευση δεν αφορά τη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν καταρχάς να τα αποκτήσουν ρωσικά τραπεζικά ιδρύματα και στη συνέχεια να τα πουλήσουν στον οποιοδήποτε άλλο στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να υπόκεινται σε περιορισμούς.
Μάλιστα, για τη Ρωσική κυβέρνηση είναι και επίδειξη δύναμης να δείχνουν ότι ούτως ή άλλως οι κρατικές τράπεζες μπορούν να υποκαταστήσουν τις όποιες απώλειες ως προς τη ζήτηση από το εξωτερικό.
Πάντως η όλη ένταση στις ρωσοαμερικανικές σχέσεις έχει επηρεάσει την ισοτιμία του ρουβλιού, που έχει υποχωρήσει, κάτι που με τη σειρά του επηρεάζει και την πραγματική συνολική απόδοση των ρωσικών τίτλων σε ρούβλια. Αυτό εξηγεί και γιατί το ποσοστό κατοχής τίτλων του ρωσικού υπουργείου Οικονομικών από αλλοδαπούς υποχώρησε στο 20,2% τον Μάρτιο, ενώ πριν από έναν χρόνο ήταν στο 30%. Αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 5 ετών και αποτυπώνει τις επιπτώσεις των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων. Όμως, ακόμη και αυτές οι δυναμικές απέχουν από το να «γονατίζουν» τη ρωσική οικονομία.
Ο μεγάλος κίνδυνος θα ήταν μια αμερικανική απαγόρευση της αγοράς ρωσικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, μια που αυτό θα διεύρυνε κατά πολύ το εύρος των επενδυτών που δεν θα μπορέσουν να έχουν στην κατοχή τους ρωσικό χρέος.
Το ερώτημα μιας αποπομπής από το SWIFT
Πιο κρίσιμα θα ήταν μια προσπάθεια των ΗΠΑ να μπλοκάρουν τη χρήση του συστήματος SWIFT από τη Ρωσία. Το συγκεκριμένο σύστημα επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ανάμεσα σε τραπεζικά ιδρύματα σε παγκόσμια κλίμακα και περίπου οι μισές τραπεζικές συναλλαγές γίνονται μέσα από αυτό.
Στο βαθμό που είναι ένα σύστημα που βασίζεται στο δολάριο ως νόμισμα αναφοράς, οι ΗΠΑ κατά καιρούς έχουν φλερτάρει με την ιδέα να το χρησιμοποιήσουν ως όπλο κυρώσεων. Για παράδειγμα σε σχέση με τις αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν, το SWIFT απέκλεισε ένα σημαντικό αριθμό ιρανικών τραπεζικών ιδρυμάτων το 2018, μετά τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ, με απόφαση του προέδρου Τραμπ, από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ούτως ή άλλως ο ιδιαίτερος έλεγχος που ασκούν οι ΗΠΑ στο σύστημα SWIFT, που είναι ένας πολύ κρίσιμος κόμβος στο να διατηρείται η ηγεμονία του δολαρίου ως παγκοσμίου νομίσματος αναφοράς, έχει κάνει αρκετές χώρες να αναζητούν την δυνατότητα να υπάρξει ένα εναλλακτικό σύστημα πληρωμών που να μην υπόκειται σε τέτοιο βαθμό στην επιρροή (και τις κατά καιρούς κυρώσεις των ΗΠΑ).
Μάλιστα, ήταν οι μονομερείς κυρώσεις των ΗΠΑ στο Ιράν, με τις οποίες διαφώνησαν οι ευρωπαίοι που ήθελαν να συνεχίσουν να συναλλάσσονται με την Ισλαμική Δημοκρατία, που επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα ενός εναλλακτικού συστήματος πληρωμών, παρά τις δυσκολίες που αυτό έχει.
Από τη μεριά της η Ρωσία δείχνει να θέλει να εξετάσει τις προϋποθέσεις να μπορεί να κάνει συναλλαγές με όρους ανεξάρτητους από το SWIFT, εξετάζοντας μάλιστα τη δυνατότητα να συνεργαστεί με την Κίνα σε αυτή την πορεία «αποδολαριοποίησης» των συναλλαγών της, ιδίως από τη στιγμή που και η Κίνα θέλει να διεθνοποιήσει το γιουάν. Καθόλου τυχαία, το ζήτημα της παράκαμψης των δυτικών χρηματοοικονομικών συστημάτων ήταν πλευρά των συνομιλιών που είχε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κίνα.
Θα έλεγε κανείς ότι η πορεία των αμερικανικών κυρώσεων στη Ρωσία μπορεί να μη γονατίσει απαραίτητα τη ρωσική οικονομία, όμως έχει τη δυνατότητα να επιταχύνει τον κατακερματισμό του διεθνούς οικονομικού συστήματος.