Ο κ. Σκέρτος, επέκρινε τα φαινόμενα πολυφωνίας μεταξύ των ειδικών με τη διευκρίνιση ότι δεν υπάρχει δυσφορία στην κυβέρνηση για την επιτροπή. Επιπλέον, ζήτησε να δίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο δείκτη θετικότητας και όχι στον απόλυτο αριθμό κρουσμάτων.
Την εκτίμηση ότι ο στόχος της ανοσίας έρχεται όλο και πιο κοντά μας, εξέφρασε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Άκης Σκέρτσος, σημειώνοντας ότι αυτός είναι ένας «βασικός παράγοντας που θα αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας σε σχέση με τη λειτουργία της οικονομίας, της κοινωνίας, της εκπαίδευσης».
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «από τα μέσα Μαΐου μπορούμε να συζητήσουμε για μια οριστική άρση των περιορισμών», ξεκαθαρίζοντας ότι η κυβέρνηση επιθυμεί ένα ελεγχόμενο και ασφαλές άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας με όλα τα «εργαλεία» που δίνει αυτή τη στιγμή η επιστήμη και απευθύνοντας έκκληση στους πολίτες για υψηλότερη συμμόρφωση στα μέτρα.
Παράλληλα, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Θέμα 104,6 FM», ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επέκρινε τα φαινόμενα πολυφωνίας μεταξύ των ειδικών με τη διευκρίνιση ότι δεν υπάρχει δυσφορία στην κυβέρνηση για την επιτροπή. Επιπλέον, ζήτησε να δίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο δείκτη θετικότητας και όχι στον απόλυτο αριθμό κρουσμάτων, ενώ επεσήμανε το χθεσινό ρεκόρ εμβολίων, κοντά στις 60.000, όπως και ότι «ο στόχος ανοσίας έρχεται όλο και πιο κοντά μας».
«Η πολυφωνία προκαλεί σύγχυση»
Εισαγωγικά και ερωτηθείς για τα φαινόμενα πολυφωνίας και πώς αυτά μπορεί να προκαλούν σύγχυση στους πολίτες, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ ξεκαθάρισε ότι «η «γραμμή» ανακοινώνεται κάθε Παρασκευή από τον κ. Χαρδαλιά μετά την αξιολόγηση των επιδημιολογικών δεδομένων», βάσει και των στοιχείων που τίθενται στην επιτροπή του Υπουργείου Υγείας και τις εισηγήσεις που εκείνη κάνει προς την κυβέρνηση.
«Η σύγχυση προκαλείται, ισχύει σε ένα βαθμό, κυρίως από την πολυφωνία. Έχουμε πει πολλές φορές, έχουν ένα μέρος ευθύνης και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι και οι ειδικοί επιστήμονες που βγαίνουν και καταθέτουν πολλές απόψεις. Το έχω πει και εγώ προσωπικά παλαιότερα, όλο αυτό προκαλεί σύγχυση και εκνευρισμό στον κόσμο. Αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν ένα χρόνο μέσα σε μια κατάσταση περιοριστικών μέτρων όπου η ψυχολογία και οι αντοχές όλων είναι στα όριά τους, τόνισε ο Α. Σκέρτσος.
«’Αρα, χρειάζεται αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία στο μήνυμα, που είναι: Εμείς επιθυμούμε ως κυβέρνηση ένα ελεγχόμενο και ασφαλές άνοιγμα της οικονομίας με όλα τα «εργαλεία» που μας δίνει αυτή τη στιγμή η επιστήμη, με τα self tests τα οποία από αυτήν την εβδομάδα βρίσκονται στη διάθεση των πολιτών, των φαρμακείων. Από αύριο οι πολίτες μπορούν να προσέρχονται στα φαρμακεία και να τα προμηθεύονται για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς σε πρώτη φάση, και από την επόμενη εβδομάδα και για ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού».
Να μας απασχολεί ο δείκτης θετικότητας και όχι ο απόλυτος αριθμός κρουσμάτων
Σύμφωνα με τον κ. Σκέρτσο, πρέπει «να μας απασχολεί ο δείκτης θετικότητας και όχι ο απόλυτος αριθμός των κρουσμάτων. Τρεις χιλιάδες κρούσματα είχαμε και τον Νοέμβριο με τα μισά τεστ, τρεις ή τέσσερις χιλιάδες κρούσματα έχουμε και τώρα με διπλάσια ή και υπερδιπλάσια τεστ», ενδεικτικά χθες είχαμε 75.000 τεστ και 4.309 κρούσματα, συμπλήρωσε.
Η συζήτηση περί απολύτων αριθμών κρουσμάτων είναι, όπως είπε «σε ένα βαθμό άτοπη, να μας απασχολεί και να αποτελεί το βασικό κριτήριο για τη διαμόρφωση τόσο της ειδησεογραφίας όσο και των αποφάσεων». Διερωτήθηκε δε, πώς μπορεί να συμβαίνει με τον ίδιο ή υψηλότερο δείκτη θετικότητας σε άλλες χώρες να υπάρχουν ανοιχτές περισσότερες δραστηριότητες από ό,τι στην Ελλάδα.
Για τα σχολεία
«Εμείς εισηγούμαστε και έχουμε θέσει σε λειτουργία αυτή τη στιγμή το λιανεμπόριο με τους περιοριστικούς όρους που έχει ζητήσει η επιτροπή. Με βάση τις εισηγήσεις της οποίας και με τη διαθεσιμότητα των self tests μπορεί να λειτουργήσει η εκπαίδευση, με υποχρεωτική χρήση του self test από τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς. ‘Αρα, πρέπει να κάνουμε αυτά τα βήματα διότι πλέον είμαστε σε μια κατάσταση όπου η κοινωνία σε ό,τι αφορά το ευάλωτο κομμάτι των ηλικιωμένων και των ευπαθών έχει αρχίσει να θωρακίζεται χάρη στο εμβόλιο», υπογράμμισε με την ταυτόχρονη παρατήρηση ότι οι καιρικές συνθήκες επιτρέπουν μια πιο απελευθερωμένη λειτουργία. «Από εκεί και πέρα όλοι με αίσθημα ατομικής και συλλογικής ευθύνης πρέπει να προχωρήσουμε για να μπορέσουμε να θέσουμε σε λειτουργία ξανά την οικονομία και την κοινωνική δραστηριότητα», ήταν το «δια ταύτα» του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ.
Σε ερώτηση εάν υπάρχει δυσφορία για την επιτροπή, απάντησε αρνητικά, άλλωστε «όλοι έχουμε κοινό στόχο που είναι η προστασία της δημόσιας υγείας», ζητώντας ταυτόχρονα να βλέπουμε τι γίνεται παρά έξω. Ενώ διαπίστωσε στη χώρα μας «δυσανάλογη σχέση μεταξύ της αυστηρότητας των μέτρων και του βαθμού συμμόρφωσης. Όσο πιο αυστηρά είναι τα περιοριστικά μέτρα, τόσο πλέον, μετά από ένα χρόνο επιβολής τους, μειώνεται η συμμόρφωση (…) αυτή είναι μια πραγματικότητα και πρέπει να δούμε με μικρές προσαρμογές και στόχο πάντα την υψηλότερη συμμόρφωση και την προστασία της δημόσιας υγείας, πώς θα έχουμε μια ελεγχόμενη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό είναι το μήνυμα».
«Από μέσα Μαΐου μπορούμε να συζητήσουμε για οριστική άρση των περιορισμών»
Για τα επόμενα βήματα, απάντησε ότι «όλα θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τον εμβολιασμό», εν προκειμένω «το επιχειρησιακό σχέδιο το οποίο προχωράει καλά. Χθες είχαμε ρεκόρ εμβολίων, κοντά στις 60.000, αυτά ως υπόμνηση προς όσους διαμαρτύρονταν ότι δεν θα ξεπεράσουμε ποτέ τις 15 – 20.000 και αρνούνταν να ακούσουν ότι σταδιακά και όσο έχουμε περισσότερα εμβόλια, θα κάνουμε και περισσότερους εμβολιασμούς», σημείωσε με έμφαση υποσχόμενος ότι «θα φθάσουμε και τα 80.000, τα 90.000 και τα 100.000 εμβόλια την ημέρα. Θα έχουμε πολύ περισσότερα εμβόλια στη διάθεσή μας τον Μάιο και τον Ιούνιο ώστε να μπορέσουμε να έχουμε εμβολιασμένο το 50 -55% του πληθυσμού.
‘Αρα, ο στόχος ανοσίας έρχεται όλο και πιο κοντά μας -κι αυτός είναι ένας βασικός παράγοντας που θα αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας σε σχέση με τη λειτουργία της οικονομίας, της κοινωνίας, της εκπαίδευσης», ανέφερε ακόμη.
Τούτων δοθέντων, «έως το Πάσχα θα έχουμε υπερβεί τα 3 εκατ. εμβολιασμούς (σ.σ. από την αρχή του εμβολιαστικού προγράμματος) και τον Μάιο και τον Ιούνιο θα έχουμε ακόμη περισσότερους εμβολιασμούς. Από τα μέσα Μαΐου μπορούμε να συζητήσουμε για μια οριστική άρση των περιορισμών».
Για τον εμβολιαστικό σχεδιασμό στην ΕΕ
Για το ευρωπαϊκό εμβολιαστικό σχεδιασμό εξήγησε ότι η συμφωνία έγινε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και όχι τις εθνικές κυβερνήσεις. «Η Ε.Ε. κινήθηκε πάρα πολύ γρήγορα και σωστά στο χειρισμό της προμήθειας των εμβολίων, καθυστέρησε – κι αυτό έχει ομολογηθεί πλέον – στη διαπραγμάτευση ώστε να μπορέσει να βάλει όσο περισσότερες εταιρείες χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν ποιες εταιρείες ήταν έτοιμες και σίγουρο ότι θα έδιναν τα εμβόλια στο σωστό χρόνο. Ναι, έχουμε πετύχει ως Ευρώπη ότι δεν μπήκαμε σε έναν εθνικό ανταγωνισμό για να πάρουμε εμβόλια μεμονωμένα ως χώρες αλλά έχουμε αποτύχει μερικώς στο να πάρουμε περισσότερα εμβόλια στο α’ τρίμηνο. Αυτό ωστόσο», αντέτεινε, «διορθώνεται στο β’ τρίμηνο, έχουμε πολύ περισσότερα εμβόλια και θα μπορούμε να μιλάμε για έναν εμβολιασμό του μισού πληθυσμού της χώρας, όσων επιθυμούν να εμβολιαστούν, στο τέλος Ιουνίου».
«Συμφωνώ με τον κ. Τσιόδρα ως προς το ότι θα ζούμε με τον ιό»
Κληθείς να σχολιάσει την επισήμανση του Σωτήρη Τσιόδρα ότι θα αργήσει η εικόνα εξομάλυνσης, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ απάντησε ότι συμφωνεί απόλυτα με τον καθηγητή «ως προς το ότι θα ζούμε με τον ιό, την πανδημία και με τα πολλά κρούσματα για πολύ καιρό ακόμη το 2021 σίγουρα», αναφέρει το ΑΠΕ. Αυτό σημαίνει, εξήγησε στη συνέχεια, ότι τα μέτρα αυτοπροστασίας αυτά θα συνεχίσουν να ισχύουν γιατί «θα έχουμε ένα κομμάτι του πληθυσμού που θα είναι ανεμβολίαστο μέχρι και το φθινόπωρο, αρχές του φθινοπώρου» ενώ οι μεταλλάξεις, μια αλλαγή, ενδεχομένως, συμπεριφοράς του ιού «θα πρέπει να μας κρατάει σε εγρήγορση».
Ωστόσο, «το μείζον είναι η προστασία των ευάλωτων, που βάσει της στρατηγικής μας επιτυγχάνεται από τον Μάιο και μετά. Από εκεί και πέρα και να νοσεί ένα νεότερος άνθρωπος – προφανώς θα πρέπει να προσέχει και να το αποφεύγει – αλλά δεν επιφέρει πλέον το μεγάλο βάρος στο σύστημα υγείας, το οποίο οδηγεί μετά σε περιοριστικά μέτρα την οικονομία και την κοινωνία», είπε ο κ. Σκέρτσος