Κομμάτια και θρύψαλα το κύρος της πάλαι ποτέ «σιδηράς καγκελαρίου» εξαιτίας της διαχείρισης της πανδημίας. Σε δύσκολη θέση και ο Μακρόν, που δεν μπόρεσε να αποφύγει το νέο lockdown. Γρίφος οι επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε Γερμανία και Γαλλία.
«Η Άνγκελα Μέρκελ έχασε την ισχύ της στη διάρκεια της πανδημίας», έγραφε πρόσφατα η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal. Η καγκελάριος είναι ανίκανη πλέον να διαχειριστεί την κρίση και κάνει κακό στη χώρα και την κυβέρνηση, λένε οι εταίροι της Σοσιαλδημοκράτες.
Αλλά και οι πρωθυπουργοί πολλών κρατιδίων, ακόμη και οι προσκείμενοι στους Χριστιανοδημοκράτες, δυσφορούν ολοένα πιο έντονα και φανερά με την πάλαι ποτέ «σιδηρά κυρία» της Γερμανίας – ειδικά από τη στιγμή που αναγκάστηκε να ζητήσει συγνώμη για το φιάσκο του lockdown το Πάσχα.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα, η ίδια φάνηκε να χάνει την παροιμιώδη ψυχραιμία της και αντεπιτέθηκε. Κατηγόρησε τους επικεφαλής των 16 κρατιδίων, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, ότι την ώρα που ήταν σαφές πως τα κρούσματα αυξάνονταν εκ νέου όχι απλώς δεν κινητοποιήθηκαν εγκαίρως, αλλά προχώρησαν και σε χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.
Από τις επικρίσεις της δεν ξέφυγε ούτε ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ, που είναι ο νέος πρόεδρος της CDU και επίδοξος διάδοχός της στην καγκελαρία. «Δεν μπορώ να μένω ακίνητη επί δύο εβδομάδες την ώρα που δεν γίνεται οτιδήποτε που να μας υπόσχεται την αντιστροφή αυτής της ανοδικής τάσης», είπε σε τηλεοπτική της συνέντευξη.
Οι Γερμανοί αισθάνονται προδομένοι
Οι Γερμανοί, όμως, δεν ενδιαφέρονται αυτή τη στιγμή για τις εσωκομματικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Θέλουν αποτελέσματα στη μάχη κατά του κοροναϊού και εξοργίζονται με τις επιδόσεις των κυβερνώντων. Επιδόσεις οι οποίες, εκτός των άλλων, εκθέτουν τη Γερμανία και στο εξωτερικό, τσαλακώνοντας το προφίλ της χώρας με την καλύτερη οργάνωση, που είναι άτρωτη και ικανή να αντιμετωπίζει και τις πιο δύσκολες καταστάσεις καλύτερα από τον καθένα.
«Είμαστε ο περίγελος του κόσμου. Η Γερμανία υποτίθεται πως έπρεπε να είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής στην οργάνωση των πραγμάτων και δείτε πώς έχουμε καταντήσει», δήλωσε στους Financial Times ο Στέφεν Μπόκχαν, στέλεχος της κυβέρνησης του βορειοανατολικού λιμανιού του Ροστόκ – όπου, εκτός των άλλων, το κέντρο εμβολιασμών που έχει στηθεί λειτουργεί με ρυθμό χαμηλότερο του μισού των 2.100 εμβολιασμών που θεωρητικά μπορεί να διενεργεί ημερησίως.
Όλα τα παραπάνω έρχονται να ενταθούν και η εικόνα να επιδεινωθεί από τα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται κατά ριπάς: Πότε με τις μάσκες και τις μίζες κυβερνητικών βουλευτών και συνεργατών υπουργών, πότε με τη «μαύρη τρύπα» στην πολυδιαφημισμένη εταιρεία Wirecard που μοιάζει να «αγγίζει» τόσο την Μέρκελ όσο και τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς, πότε με την (παλαιότερη) υπόθεση του «Diesel-gate» – όλα όσα συνθέτουν «ένα μάλλον απωθητικό μωσαϊκό», όπως έγραψε η εφημερίδα Handelsblatt.
Δημοσκοπήσεις-σοκ για την κυβέρνηση
Η κατάσταση αποτυπώνεται καθαρά και στις δημοσκοπήσεις. Έξι μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές, που ανοίγουν και τυπικά την μετά-Μέρκελ εποχή, τα ποσοστά της Ένωσης CDU-CSU (Χριστιανοδημοκράτες και Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές) έχουν υποχωρήσει αρκετά κάτω από το 30%, όταν στις εκλογές του 2017 πήρε 33%.
Όχι, βεβαίως, ότι το SPD τα πηγαίνει καλύτερα. Για του λόγου το αληθές, από το 20,5% του 2017 (ιστορικό αρνητικό ρεκόρ τότε), σήμερα η δημοσκοπική του επίδοση κινείται λίγο πάνω από το 15-16%.
Τούτων δεδομένων, λοιπόν, μπορεί πλέον να θεωρείται από τώρα σχεδόν βέβαιο ότι οι νυν κυβερνώντες, ακόμη και αν το ήθελαν, δεν θα διαθέτουν πλειοψηφία για να ανανεώσουν τον «μεγάλο συνασπισμό» τους από το ερχόμενο φθινόπωρο.
Την ίδια στιγμή, παρά τη διαφαινόμενη ενίσχυση των Πρασίνων (που μοιάζουν να έχουν καπαρώσει τη δεύτερη θέση, ενώ ίσως διεκδικήσουν και την πρώτη), κανένα σχήμα δεν έχει καθαρό προβάδισμα. Ούτε ο «σηματοδότης» (SPD, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) ούτε και η «Τζαμάικα» (CDU-CSU, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι).
Όλα αυτά, με τη σειρά τους, σημαίνουν ότι ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης θα μοιάζει με γρίφο, αυξάνοντας την πιθανότητα η Γερμανία να εισέλθει σε μια μακρά περίοδο πολιτικής κρίσης. Κάτι που θα έχει ως συνέπεια, ανάμεσα στα άλλα, να «παγώσουν» και οι εξελίξεις στην Ευρώπη.
Ο Μακρόν και οι λαϊκιστές
Τα πράγματα δε γίνονται ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που ούτε ο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση λόγω και του ειδικού βάρους της Γαλλίας, δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλά. Άλλωστε, η χθεσινή του απόφαση να οδηγήσει τη χώρα σε μηνιαίο σκληρό lockdown αποτελεί πρακτικά μια ομολογία αποτυχίας στη διαχείριση της κρίσης της πανδημίας.
Καθώς δε και ο ίδιος οδεύει ολοταχώς προς την εκλογική αναμέτρηση της άνοιξης του 2022, όπου πρακτικά όλα είναι ανοιχτά, το σκηνικό περιπλέκεται περαιτέρω – και επικίνδυνα. Σε αυτό δε το φόντο, οι κινήσεις των εθνικιστών και αντιδραστικών λαϊκιστών της Ευρώπης – που σηματοδοτείται με τη σημερινή συνάντηση της Βουδαπέστης ανάμεσα σε Όρμπαν, Σαλβίνι και Μοραβιέτσκι – αποκτούν μεγαλύτερη αξία.
Όσο για το πολιτικέ μέλλον της Ευρώπης, για την ώρα είναι άδηλο…