Την περίοδο εκείνη ο Κολοκοτρώνης ήταν 63 ετών. Συνεπώς εννοούσε πως βρισκόταν σε πολεμική εγρήγορση από 14 ετών όταν και αναδείχθηκε αρχηγός των κλεφτών της περιφέρειάς του Λεονταρίου. Πολύ γρήγορα τέθηκε στην υπηρεσία του φημισμένου αρματολού Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.
Τον Μάιο του 1834 διεξήχθη στο Ναύπλιο η δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του θρόνου. Η εμφάνιση στο εδώλιο του Κολοκοτρώνη συγκλόνισε το ακροατήριο. Στην ερώτηση του προέδρου Πολυζωίδη για το επάγγελμά του ο Γέρος απάντησε ότι είναι στρατιωτικός και ότι πολεμά για την πατρίδα 49 χρόνια.
Την περίοδο εκείνη ο Κολοκοτρώνης ήταν 63 ετών. Συνεπώς εννοούσε πως βρισκόταν σε πολεμική εγρήγορση από 14 ετών όταν και αναδείχθηκε αρχηγός των κλεφτών της περιφέρειάς του Λεονταρίου. Πολύ γρήγορα τέθηκε στην υπηρεσία του φημισμένου αρματολού Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.
Ουσιαστικά από το 1792 μέχρι το 1806 ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν διαρκώς σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Ιδιαίτερα την περίοδο 1804-1806 υπέστη τρομερή καταδίωξη. Στο αποκορύφωμα αυτής συνεπλάκη με τους διώκτες του επί 20 συνεχείς ημέρες. Αυτό του προσέδωσε την ικανότητα να λαμβάνει ταχύτατα αποφάσεις και να δρα υπό συνθήκες απίστευτης πίεσης. Η ικανότητα αυτή θα του χρησίμευε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα mixanitouxronou.gr, μετά τον απηνή διωγμό των κλεφτών του Μοριά το 1806, ένα νέο σφριγηλό κέντρο άρχισε να ανατέλλει στον εθνικό ορίζοντα. Ήταν η Ζάκυνθος (και γενικότερα όλα τα Επτάνησα) αυτή που δέχθηκε και περιέθαλψε τα υπολείμματα της κλεφτουριάς. Η ελεύθερη, τουλάχιστον από τους Τούρκους, περιοχή αυτή της Ελλάδας μετετράπη γρήγορα σε ένα πολύτιμο σχολείο, στρατιωτικό και πολιτικό, και ήταν τύχη αγαθή που ο Κολοκοτρώνης μαθήτευσε σ’ αυτό.
Στα κακοτράχαλα βουνά της Πελοποννήσου κατανόησε πλήρως τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, έμαθε να επιβιώνει κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και γνώρισε άριστα την τοπογραφία της περιοχής. Όλα αυτά ήταν απαραίτητα προσόντα για έναν ικανό πολεμιστή. Στη Ζάκυνθο όμως ο Κολοκοτρώνης ήλθε σε επαφή και με τις μορφές της τακτικής μάχης και με τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της στρατηγικής.
Η θητεία στον Αγγλικό Στρατό προσέφερε στον Γέρο το απαραίτητο συμπλήρωμα στρατιωτικών γνώσεων που χρειαζόταν, κυρίως σε συνθήκες τακτικού πολέμου, και επιβεβαίωσε τις αρχικές του σκέψεις για το ότι οι ευρωπαϊκές Αυλές χρησιμοποιούσαν τους Έλληνες μόνο για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Στη διήγησή του ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είδα τότε, πως ότι κάμαμε θα το κάμαμε μονάχοι και δεν έχομε ελπίδα καμιά από τους ξένους».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ένα περιστατικό δείχνει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο πως ένας ντόπιος ηγέτης, ακόμη και αν βρίσκεται στην υπηρεσία μιας αποικιοκρατικής δύναμης, μπορεί να διαφυλάξει, στο μέτρο του δυνατού, τα δικά του συμφέροντα.
Η αγγλική διοίκηση της Ζακύνθου αποφάσισε να καταλάβει τη Λευκάδα. Το κάστρο της το κατείχαν ακόμη οι Γάλλοι. Τον Μάρτιο του 1811 η επιχείρηση ξεκίνησε. Μια κανονιοφόρος, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, επιθεώρησε την ακτογραμμή της Λευκάδας ώστε να εντοπίσει μέρος κατάλληλο για απόβαση. Τελικά αγκυροβόλησαν σε μια τοποθεσία κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού. Την ίδια νύκτα κατέφθασε στο ίδιο σημείο ολόκληρος ο αγγλικός στόλος της Ζακύνθου. Η συνολική δύναμη των αποβιβασθέντων ανερχόταν σε 3.000 άνδρες.
Ο Κολοκοτρώνης με 500 Έλληνες του συντάγματος έφθασε στο πρώτο γαλλικό οχύρωμα, το οποίο υπεράσπιζαν κυρίως Σουλιώτες. Ο Κολοκοτρώνης, φροντίζοντας πάντα να μη χυθεί αδελφικό αίμα, φώναξε προς τους συμπατριώτες τους να εγκαταλείψουν τους Γάλλους, εκείνοι όμως αρνήθηκαν. Πραγματοποιήθηκε σφοδρή έφοδος και, ύστερα από μια σύντομη μάχη σώμα με σώμα, το οχύρωμα καταλήφθηκε. Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα του νησιού ήταν ανοικτός. Οι Γάλλοι αποσύρθηκαν στο κυρίως κάστρο, αποφασισμένοι να «πουλήσουν» κάθε μέτρο γης με άφθονο αίμα. Καθώς οι πρώτοι Άγγλοι στρατιώτες ξεπρόβαλαν από τα στενά σοκάκια της πόλης, τους υποδέχθηκε μια βροχή από σφαίρες και οβίδες.
Κατά την προσφιλή συνήθεια των στρατευμάτων μιας αυτοκρατορίας, πρώτοι παρατάχθηκαν οι «πολίτες» των αποικιών (Έλληνες, Σικελοί και Κορσικανοί) ως «αναλώσιμο υλικό» και τελευταίοι οι Άγγλοι. Όταν πλησίασαν οι Έλληνες, δέχθηκαν τα φονικά πυρά των Γάλλων. Ο Κολοκοτρώνης, από φόβο μήπως η μεγαλύτερη φθορά πέσει στους συμπατριώτες του, τους διέταξε να πέσουν κάτω. Τα εχθρικά πυρά θέρισαν τους Άγγλους, οι οποίοι βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς την ανθρώπινη ασπίδα τους. Πριν προλάβουν οι Γάλλοι να ξαναγεμίσουν τα πυροβόλα τους, οι Έλληνες (χρησιμοποιώντας σιδερένια καρφιά) είχαν ήδη αναρριχηθεί στις επάλξεις.
Εξαιτίας των αγγλικών απωλειών, ο Κολοκοτρώνης πέρασε στρατοδικείο. Εκεί όμως έθεσε σε εφαρμογή όλη του την πανουργία. Είπε, δήθεν, ότι τέτοια ήταν πάντα η ελληνική τακτική. Κατά την έφοδο, δηλαδή, να πέφτουν κάτω ξαφνικά, ώστε να αποφεύγουν τα εχθρικά πυρά και αμέσως μετά να επιτίθενται. Οι στρατοδίκες, όχι μόνον τον αθώωσαν, αλλά επιπλέον τον επαίνεσαν!
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Από την ημέρα που είχε ενταχθεί στην υπηρεσία του Ζαχαριά είχαν περάσει 36 ολόκληρα χρόνια, 36 χρόνια γεμάτα με αγώνες και αίμα, με απίστευτες περιπέτειες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό μυθιστορήματος.
Όλα αυτά χαλύβδωσαν τον Κολοκοτρώνη και τον διαμόρφωσαν σε έναν ικανότατο στρατιωτικό αρχηγό ο οποίος είχε συμμετάσχει σε αμέτρητες συμπλοκές, μάχες, καταδιώξεις (και ως διώκτης και ως καταδιωκόμενος) πολιορκίες (και ως πολιορκημένος και ως πολιορκητής), είχε χρηματίσει κλέφτης, αρματολός, πειρατής και κουρσάρος, είχε διοικήσει άτακτο και τακτικό στρατό, είχε εκπονήσει εκατοντάδες σχέδια, είχε αποφύγει δεκάδες δολοφονικές απόπειρες εναντίον του και γενικότερα είχε περάσει από όλα τα στάδια εξέλιξης ενός στρατιωτικού ηγέτη.