Συνεργασίες μεταξύ ελληνικών φαρμακευτικών μεταξύ τους, αλλά και με αλλοδαπούς οίκους, με ταυτόχρονη υποστήριξη από χρηματοδοτικά εργαλεία, μπορούν να οδηγήσουν σε τεχνολογικό άλμα και να κερδίσουμε τη δεκαετία που χάθηκε
Στο δύσκολο εγχείρημα της προσέλκυσης επενδύσεων βιοτεχνολογίας στη χώρα μας, φέρονται διατεθειμένες να μπουν ελληνικές φαρμακευτικές βιομηχανίες, υπό την προϋπόθεση ότι το αναπτυξιακό clawback θα συνεχιστεί, ενώ ταυτόχρονα θα μπορέσουν να ενταχθούν τέτοιου είδους επενδύσεις στη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, στη βάση της προσπάθειας ανάκτησης της παραγωγικής δυνατότητας της Ευρώπης.
Οι ελληνικές φαρμακευτικές στηρίζουν την προοπτική αυτή στην ήδη υπάρχουσα ισχυρή παραγωγική βάση με τις υφιστάμενες βιομηχανικές μονάδες, αλλά κυρίως στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας, που φεύγοντας στο εξωτερικό έχει αποκτήσει την κατάλληλη τεχνογνωσία.
Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, καθώς η χώρα μας έχει να ανταγωνιστεί διεθνώς την Κορέα, Ιρλανδία, Σουηδία, Γερμανία και τις ΗΠΑ, παρόλα αυτά, έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται η διάθεση αλλοδαπών εταιριών για συνεργασίες εφόσον πληρούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Παράγοντες της παραγωγής φαρμάκων στη χώρα επισημαίνουν ότι είναι δύο ξεχωριστοί τομείς η χημεία –μέσω της οποίας γίνεται η παραγωγή φαρμάκων στη χώρα μας σήμερα – έναντι της βιολογίας – η οποία εφαρμόζεται για την ανάπτυξη βιοτεχνολογικών φαρμάκων ή εμβολίων. Επισημαίνουν όμως ότι δεν είναι ανέφικτο, αν υπάρξουν οι κατάλληλες επενδύσεις – δηλαδή τα απαιτούμενα κονδύλια, και ο χρόνος που απαιτείται, που κυμαίνεται από 3-5 χρόνια από την έναρξη των επενδύσεων για την ανάπτυξη της απαραίτητης τεχνογνωσίας.
Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) Θεόδωρος Τρύφων, μιλώντας στο in.gr, επεσήμανε ότι «τα προηγούμενα χρόνια η πολύ μεγάλη επιβάρυνση από τις υποχρεωτικές επιστροφές όπως το clawback, που ήταν διπλάσιο από αυτό που επιβάλλεται στην Ε.Ε., στέρησε σημαντικά κεφάλαια για επενδύσεις, στερώντας ταυτόχρονα και από τους Έλληνες ασθενείς νέα φάρμακα, νέων τεχνολογιών, εγχωρίως παραγόμενα. Τώρα, στόχος των ελληνικών φαρμακευτικών – εφόσον υπάρξει σταθερό περιβάλλον δραστηριοποίησης για την επόμενη τετραετία – η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, ώστε το 70% των αναγκών των Ελλήνων ασθενών να καλύπτονται από εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα και να μειωθεί με τον τρόπο αυτό η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές.
Στο ενδιαφέρον των ελληνικών εταιρειών, εντάσσεται και η ανάπτυξη βιο-ομοειδών φαρμάκων και βιολογικών παραγόντων.
Οι επενδύσεις αυτές έχουν μεγάλο ρίσκο και για το σκοπό αυτό απαιτούνται συνεργασίες που θα μειώνουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο, αλλά ταυτόχρονα θα συμβάλλουν στη χρηματοδότηση, καθώς για κάθε νέο προϊόν χρειάζονται επενδύσεις από 40-100 εκ. ευρώ και επιπλέον ξεχωριστές παραγωγικές μονάδες για τις οποίες χρειάζονται πρόσθετες επενδύσεις της τάξης των 40 εκ. ευρώ επιπλέον.
Θέλει κεφάλαια – Τι λέει η αγορά
Παρόλα αυτά όμως, υπάρχει η τεχνογνωσία της παραγωγής, καθώς και το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό, οπότε είναι θέμα χρόνου και κεφαλαίων για την ανάπτυξη τέτοιων επενδυτικών σχεδίων».
Ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας Δημήτρης Δέμος, υπογράμμισε στο in.gr, ότι αν δεν είχε υπάρξει η αφαίμαξη του clawback των προηγούμενων ετών, η φαρμακοβιομηχανία θα είχε επενδύσει σημαντικά κεφάλαια και στις νέες τεχνολογίες, αποκομίζοντας την κατάλληλη τεχνογνωσία. Διευκρίνισε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς τομείς παραγωγής φαρμάκων η χημεία και η βιολογία, για να εξηγήσει ότι χρειάζονται διαφορετικοί χώροι και διαφορετικοί εξοπλισμοί για τις δύο διακριτές μεθόδους παραγωγής φαρμάκων. Όπως εξήγησε ο κ. Δέμος επιπλέον, «στα βιοτεχνολογικά προϊόντα, υπάρχει και η διάκριση στην παραγωγή εμβολίων ή φαρμάκων, καθώς υπάρχει διαφορά στην παραγωγή πρωτεϊνών ή μικροοργανισμών που χρειάζονται για την ανάπτυξη π.χ. των εμβολίων. Και για τις κατηγορίες αυτές, χρειάζονται όχι μόνο διαφορετικοί εξοπλισμοί, αλλά και διαφορετικοί χώροι για την ανάπτυξή τους.
Οι ελληνικές φαρμακευτικές βρίσκονται σε αναμονή για τη διερεύνηση χρηματοδοτικών προγραμμάτων από την Ε.Ε., καθώς θα χρειαστεί έρευνα τουλάχιστον 7-8 ετών για τη διενέργεια πωλήσεων σε ένα προϊόν που μπορεί να κοστίζει 70-80 εκ. ευρώ ανά μόριο και με το κάθε μόριο να απαιτεί μόνο για κλινικές μελέτες, χρηματοδότηση ύψους 45 εκ. ευρώ.
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία – υπογράμμισε – επιχειρεί αυτή τη στιγμή άλματα να ξεπεράσει την καθυστέρηση της προηγούμενης δεκαετίας για να πρωταγωνιστήσει μετά τα χημικά φάρμακα και τα βιολογικά.
Παράγοντες ελληνικών φαρμακευτικών που παράγουν στη χώρα μας φάρμακα πολυεθνικών, επεσήμαναν ότι δεν είναι εύκολο να εφαρμοστούν οι απαιτούμενες πλατφόρμες παραγωγής για βιοτεχνολογικά προϊόντα.
Όμως οι επενδύσεις που προωθούνται δείχνουν την εμπιστοσύνη των εταιριών των αλλοδαπών φαρμακευτικών, καθώς τηρούνται οι απαιτούμενες προδιαγραφές σε χαμηλό κόστος παραγωγής. Οι προσαρμογές που θα γίνουν μπορούν να αφορούν σε ειδικές παραγωγικές διαδικασίες, όπως οι προγεμισμένες σύριγγες και ειδικά φαρμακευτικά προϊόντα, τεχνολογίες που ενσωματώνονται εύκολα στην υπάρχουσα υποδομή παραγωγής.
Άλλος εκπρόσωπος της φαρμακοβιομηχανίας, υπογράμμισε ότι είναι απολύτως απαραίτητες οι επενδύσεις των φαρμακευτικών εταιριών σε εξοπλισμούς και τεχνογνωσία, αλλά και έρευνα και ανάπτυξη, προκειμένου να παραμένουν οι συνεργασίες με τους αλλοδαπούς οίκους, έστω και για τα χημικά φάρμακα. Εξήγησε όμως πως πριν από 4-5 χρόνια, δεν μπορεί να υπάρξει βιοτεχνολογική παραγωγή στη χώρα.
Ωρα για επενδύσεις
Άλλος εκπρόσωπος φαρμακευτικής, υπογράμμισε όμως ότι τώρα είναι η ώρα για τέτοιες επενδύσεις ώστε σταδιακά να δημιουργείται η σχετική κουλτούρα και η φήμη της χώρας, προκειμένου να αναπτυχθεί ο συγκεκριμένος τομέας στη χώρα.
Εξάλλου, όπως επισημαίνουν όλοι οι εκπρόσωποι ελληνικών εταιρειών όπως εξελίσσεται η παραγωγή φαρμάκων, οι βιολογικοί παράγοντες αποτελούν το μέλλον των φαρμακευτικών προϊόντων σε ορίζοντα 20ετίας. Στην κατεύθυνση αυτή, όσο δύσκολη κι αν είναι η προσέλκυση νέων συμβολαίων με αλλοδαπούς οίκους, υπάρχουν ήδη βιοτεχνολογικές φαρμακευτικές, που αναζητούν συνεργάτες και οι συνεργασίες βοηθούν τόσο στη μεταφορά τεχνογνωσίας, όσο και σε μείωση του επιχειρηματικού ρίσκου. Σημαντικό ρόλο βέβαια παίζει και η συμβολή των κρατών, όπως συνέβη με την Κορέα όπου εκεί εδρεύει μια από τις μεγαλύτερες βιοτεχνολογικές εταιρίες παραγωγής η οποία αναλαμβάνει την παραγωγή και για μεγάλους πολυεθνικούς οίκους. Στην περίπτωσή της, η Κορεατική κυβέρνηση συνέβαλε στην παροχή χώρου (χρειάζονται ξεχωριστές εγκαταστάσεις και περιβαλλοντικές προδιαγραφές) και υποστήριξη της επένδυσης, προκειμένου να αναπτυχθεί η παραγωγή βιοτεχνολογικών προϊόντων στη χώρα.