Οι πρόεδροι Γαλλίας και Τουρκίας έχουν πολλούς λόγους τόσο για να διασταυρώνουν τα ξίφη τους όσο και για να συνομιλούν. Το τι αποκτά κάθε φορά το πάνω χέρι εξαρτάται από τη συγκυρία και τις εξελίξεις.
Επίθεση φιλίας στον Εμανουέλ Μακρόν εξαπέλυσε το απόγευμα της Τρίτης ο Ταγίπ Ερντογάν. Του πρότεινε, πρακτικά, Τουρκία και Γαλλία να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να τα βρουν, μοιράζοντας την «πίτα» στην περιοχή η οποία ενδιαφέρει άμεσα και τις δύο χώρες: Τη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη ζώνη του Μαγκρέμπ στη βόρεια Αφρική.
Ο Ερντογάν επικαλέστηκε, μάλιστα, ένα ιστορικό γεγονός προκειμένου να ενισχύσει το επιχείρημά του, ότι Παρίσι και Άγκυρα είναι προτιμότερο να συνεργάζονται παρά να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση: Τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την υπογραφή της Συνθήκης της Άγκυρας, στις 20 Οκτωβρίου του 1921, με την οποία ουσιαστικά η Γαλλία αναγνώριζε την εξουσία των Νεότουρκων αντί του σουλτάνου, έκανε ειρήνη μαζί τους στη Μέση Ανατολή και τους έδινε τη δυνατότητα να μεταφέρουν ισχυρές στρατιωτικές μονάδες στο δυτικό μέτωπο – κάτι που επιτάχυνε και την ήττα του ελληνικού στρατού.
«Αγαπητέ Ταγίπ»
Η εξέλιξη δεν ήρθε, βεβαίως, ως κεραυνός εν αιθρία. Αποτέλεσε τη φυσιολογική συνέχεια των επιστολών που αντήλλαξαν οι δύο πρόεδρος τον Ιανουάριο – «αγαπητέ Ταγίπ» είχε γράψει τότε ο Μακρόν – δεσμευόμενοι να αναθερμάνουν τον διμερή διάλογο και να επιχειρήσουν την επαναπροσέγγιση.
Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, όμως, ότι οι σχέσεις των δύο ανταγωνιστών θα ομαλοποιηθούν ή, πολύ περισσότερο, ότι θα φτάσουν να δώσουν τα χέρια και να συνεργαστούν σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα στα οποία μέχρι σήμερα συγκρούονται – τη Συρία, τη Λιβύη, την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της Μεσογείου και πολλά ακόμη.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν οφείλεται, βεβαίως, στον χαρακτήρα και τις ιδιοτροπίες των δύο ηγετών, όπως λένε και γράφουν κάποιοι, ισχυριζόμενοι ότι ο άμετρος εγωισμός θολώνει το μυαλό τους και δεν τους αφήνει να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την κατάσταση. Ούτε ισχύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συνεννοηθούν μετά τις βαριές κατηγορίες που έχουν ανταλλάξει – όπως, για παράδειγμα, η περυσινή δήλωση του Ερντογάν περί… διανοητικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Μακρόν!
Η αντιπαράθεσή τους είναι, αντιθέτως, αποτέλεσμα ψυχρών υπολογισμών, που έχουν να κάνουν τόσο με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών όσο και με τις εσωτερικές πολιτικές προτεραιότητες των προέδρων τους. «Μακρόν vs Ερντογάν, μια μάχη που επιδιώκουν και οι δύο ηγέτες», έγραφε χαρακτηριστικά στις 27 Οκτωβρίου η Washington Post, αποδεικνύοντας του λόγου το αληθές. «Μακρόν και Ερντογάν ενδέχεται να είναι οι ιδανικοί αντίπαλοι», σημείωνε από την πλευρά του το France 24 στις 6 Δεκεμβρίου.
Ιδανικοί αντίπαλοι
Το σκεπτικό των αναλύσεων αυτών είναι σαφές: Οι δύο πρόεδροι επιλέγουν συνειδητά να διασταυρώσουν τα ξίφη τους, γνωρίζοντας ότι το διακύβευμα είναι πολύ σοβαρό και μεγάλο. Στο ΝΑΤΟ, για παράδειγμα (όπου, για να μην ξεχνιόμαστε, ξεκίνησε το 2019 η σύγκρουσή τους), η σταδιακή υποχώρηση των ΗΠΑ από τη θέση του απόλυτου ηγεμόνα αφήνει κενά και προαναγγέλλει νέες ισορροπίες, με τη Γαλλία και την Τουρκία να είναι λογικό να φιλοδοξούν να ενισχύσουν τη θέση τους.
Στη διακεκαυμένη ζώνη της περιοχής μας, επίσης, η προφανής αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας και η φιλοδοξία της Γαλλίας να επιστρέψει σε πρωταγωνιστικό ρόλο φέρνει αντικειμενικά τους προέδρους τους σε απέναντι στρατόπεδα, με την αντιπαράθεση να αφορά την ενέργεια, το εμπόριο, τις κατασκευές, τις πωλήσεις όπλων και πολλά ακόμη.
Εντός συνόρων, από την άλλη, εξαιτίας και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αμφότεροι, τους είναι απολύτως αναγκαίο να στρέψουν την προσοχή αλλού. Ο μεν Ερντογάν να εμφανίζεται ως ο προστάτης του Ισλάμ και των μουσουλμάνων στην Ευρώπη και τη Γαλλία, κάτι που έκανε εμφατικά με αφορμή τον τελευταίο νόμο. Ο δε Μακρόν να πείθει πως είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά της πολιτισμικής άλωσης της Ευρώπης, της ισλαμικής τρομοκρατίας και της υπονόμευσης του λαϊκού κράτους – ειδικά ενόψει των εκλογών του 2022, όπου θα βρει ξανά απέναντί του την Μαρίν Λεπέν.
Διαρκής εναλλαγή
Δεν χωράει αμφιβολία, λοιπόν, ότι όλα αυτά δεν μπορούν και δεν πρόκειται να λυθούν με μια τηλεδιάσκεψη, ούτε καν με μία συνάντηση, εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί στο άμεσο μέλλον. Άλλωστε, οι λογαριασμοί που έχουν να λύσουν Τουρκία και Γαλλία είναι πολύ μεγάλοι και η απόσταση ανάμεσα στις αβροφροσύνες και τις ύβρεις πολύ μικρή.
Αντιπαράθεση και διάλογος θα συνεχίσουν να εναλλάσσονται στις σχέσεις των δύο, όμως μια συμφωνία για όλα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.