Με την εξαίρεση της Βρετανίας στην εποχή Θατσερ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουμε νεκρό απεργό πείνας. Παρότι έχει κατηγορηθεί ως εκβιασμός, η απεργία πείνας έχει αποτελέσει ιστορικά μορφή διεκδίκησης δικαιωμάτων
Η πολυήμερη απεργίας πείνας – προσφάτως, και δίψας- του καταδικασμένου μέλους της 17 Νοέμβρη, Δημήτρη Κουφοντίνα, με ορατό πλέον τον κίνδυνο να χάσει τη ζωή του, δεν θα είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία υπόθεση που θα διχάσει την ελληνική κοινωνία και, φυσικά, την πολιτική σκηνή.
Η μόνη διαφορά, στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πως αν πεθάνει ο Κουφοντίνας, η Ελλάδα θα γίνει η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα όπου πεθαίνει ένας κρατούμενος – απεργός πείνας, ίσως τα τελευταία 40 χρόνια!
Ήταν πριν από 40 χρόνια, το 1981, όταν πέθανε σε φυλακή της Βόρειας Ιρλανδίας, μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας, ο 27χρονος μαχητής του IRA (που στη διάρκεια της απεργίας πείνας εξελέγη και βουλευτής της Βουλής των Κοινοτήτων) και κρατούμενος, Μπόμπι Σαντς, ο πρώτος από τους 10 απεργούς πείνας – μέλη του IRA και του INLA, που διεκδίκησαν να αντιμετωπιστούν ως πολιτικοί κρατούμενοι, με κόστος τη ζωή τους.
Στον απόηχο του θανάτου του Σαντς και υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής, στις 6 Οκτωβρίου του 1981 η βρετανική κυβέρνηση της «σιδηράς κυρίας» Μάργκαρετ Θάτσερ αναγκάστηκε να υποχωρήσει με τον υπουργό Βόρειας Ιρλανδίας Τζέιμς Πράιορ να ανακοινώνει αλλαγές στο καθεστώς των φυλακισμένων που ικανοποιούσαν αρκετά από τα αιτήματα των απεργών πείνας.
Απεργοί πείνας υπήρξαν και θα υπάρξουν πολλοί. Στις φυλακές του Γκουαντάναμο, για παράδειγμα, το 2013, υπήρξε μαζική απεργία πείνας από περισσότερους από 100 κρατούμενους.
Το αίτημα όσων υποστηρίζουν ότι πρέπει να μείνει στη ζωή ο Κουφοντίνας και, άρα, να υποχωρήσει η κυβέρνηση, σημαίνει υποστήριξη στην τρομοκρατία ή στους φόνους; Σε καμία περίπτωση – τουλάχιστον όχι για τους πολλούς… Σημαίνει, απλώς, πως όσοι υποστηρίζουν τη ρήση «η Δικαιοσύνη δεν εκδικείται», καλούνται να το κάνουν και στην πράξη.
Η περίπτωση Κουφοντίνα
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Αφορμή στάθηκε μια διάταξη που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο και οι αποφάσεις που ακολούθησαν. Η διάταξη αυτή απαγόρευε, ουσιαστικά, την παραμονή όσων έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατία σε αγροτική φυλακή. Ο Κουφοντίνας πίστεψε ότι τον στοχοποιούν, αφού αυτός βρισκόταν σε αγροτική φυλακή, στον Βόλο, από τον Αύγουστο του 2018, με απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μια φυλακή, στην οποία απολάμβανε προνομιακή μεταχείριση, σε σχέση με τα επισκεπτήρια και τη διάρκειά τους, ενώ και οι συνθήκες κράτησης ήταν πολύ καλές.
Μέσα σε λίγες μέρες, λοιπόν, βγήκε η απόφαση για τη μεταφορά του. Θεωρητικά και βάσει κανονισμού, θα έπρεπε να επιστρέψει στη φυλακή στην οποία εξέτιε την ποινή του πριν από τον Βόλο, δηλαδή στον Κορυδαλλό.
Η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, όμως, αποφάσισε να τον μεταφέρει στον Δομοκό. Ο κύριος λόγος, όπως υποστηρίχθηκε, ήταν η διασπορά του κοροναϊού στη Δυτική Αττική, αλλά και το γεγονός ότι ο Κορυδαλλός είναι φυλακή υποδίκων και όχι καταδικασθέντων. Βέβαια, είναι γεγονός ότι στον Κορυδαλλό συνεχίζουν να εκτίουν την ποινή τους τα υπόλοιπα μέλη της «17 Νοέμβρη» που δεν έχουν αποφυλακιστεί (Γιωτόπουλος, Τζωρτζάτος, Κωστάρης, Σάββας και Χριστόδουλος Ξηρός).
Ωστόσο, βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μήνες η μεταγωγή όλων των βαρυποινιτών από τον Κορυδαλλό. Πάνω από 1.000 έχουν φύγει, και έπεται συνέχεια, πράγμα που σημαίνει ότι θα φύγουν και οι καταδικασμένοι για τρομοκρατία.
Τότε ο Κουφοντίνας, με μοναδικό του αίτημα να επιστρέψει στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου και εξέτιε την ποινή του επί 16 χρόνια, ξεκίνησε απεργία πείνας.
Η Γενική Γραμματέας Αντιεγκληματικής Πολιτικής, Σοφία Νικολάου, που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, σχετικά με την υπόθεση Κουφοντίνα, αφού ξεκαθάρισε με δηλώσεις της τους λόγους της απόφασης να μην επιστρέψει στον Κορυδαλλό ο κρατούμενος, τελικά, αναρωτήθηκε «αν η απεργία πείνας μπορεί να γίνει επίσημο ένδικο μέσο κάθε φυλακισμένου (…) Ας αναρωτηθούν όλοι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορεί οποιοσδήποτε να κάνει απεργία πείνας και να εκβιάζει την Πολιτεία, τι θα συμβεί αν αύριο κάνουν απεργία πείνας τα καταδικασμένα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή; Τι θα συμβεί αν ένας δολοφόνος ή βιαστής αποφασίσει να κάνει απεργία πείνας, για να πάει στη φυλακή που ο ίδιος επιθυμεί;».
Λογικότατο ακούγεται το επιχείρημα της κυρίας Νικολάου, δεν είναι όμως απλή αριθμητική τέτοιες υποθέσεις.
Ωστόσο, σημειώνουμε, ότι η πρακτική της απεργίας πείνας φυλακισμένων, στην Ελλάδα είναι κυρίως συνδεδεμένη με κρατούμενους με πολιτική διάσταση στις πράξεις τους. Ωστόσο, και οι περιπτώσεις απεργιών πείνας ποινικών κρατουμένων είχαν πάντα ένα χαρακτήρα διεκδίκησης δικαιώματος και όχι «εκβιασμού», με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση του Χρήστου Ρούσσου.
Ελληνική και διεθνής υποστήριξη στον Κουφοντίνα
Το αίτημα Κουφοντίνα, να επιστρέψει στις φυλακές Κορυδαλλού, βρήκε πολλούς υποστηρικτές: τον Συνήγορο του Πολίτη, τη Διεθνή Αμνηστία, δεκάδες πανεπιστημιακούς, γιατρούς και δικηγόρους, κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης, όπως το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 – καθώς από τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο συγκεκριμένα στελέχη στήριξαν με κείμενό τους τον Κουφοντίνα – μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη και την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Στις επιθέσεις που δέχτηκαν προσωπικότητες και θεσμοί οι οποίοι υποστήριξαν το αίτημα Κουφοντίνα, η πιο χαρακτηριστική ήταν αυτή κατά της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Ωστόσο, και εδώ, η απάντηση, σε κάθε ευνομούμενο κράτος, είναι ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή – σε όποιον κι αν ανήκει – αλλά και στο κράτος δικαίου.
Απεργοί πείνας που τα κατάφεραν
Γιώργος Μπαλάφας: απεργός πείνας τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1994, για 65 μέρες, διαμαρτυρόμενος για μεθοδεύσεις σε σχέση με την εκδίκαση των σε βάρος του κατηγοριών. Ο Μπαλάφας κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην οργάνωση «Αντικρατική Πάλη», για απλή συνέργεια στη δολοφονία του εισαγγελέα Γ. Θεοφανόπουλου το 1985 στην Καλλιθέα, για άμεση συνέργεια στη ληστεία που είχε γίνει την ίδια χρονιά έξω από το σούπερ μάρκετ «Σκλαβενίτης» στο Γαλάτσι και τη δολοφονία δύο συνοδών της.
Να σημειωθεί ότι ο Γιώργος Μπαλάφας στήριξε με δήλωσή του τον Δημήτρη Κουφοντίνα, τον οποίο χαρακτήρισε «αιχμάλωτο ταξικού πολέμου», εξηγώντας πως «η απεργία πείνας ως καθολική παθητική διαμαρτυρία είναι μια ακραία καταφυγή, η ύστατη πράξη διεκδίκησης αναφαίρετων και στοιχειωδών δικαιωμάτων του αιχμάλωτου, του φυλακισμένου».
Νίκος Ρωμανός: ήταν 15 ετών το 2008 όταν δολοφονήθηκε, μπροστά στα μάτια του, ο φίλος του Αλέξης Γρηγορόπουλος, με τον οποίο ήταν συμμαθητές. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2013, ο Νίκος Ρωμανός συνελήφθη μαζί με ακόμα τρία άτομα για απόπειρα ένοπλης ληστείας στην Αγροτική Τράπεζα και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στο Βελβεντό Κοζάνης. Κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην οργάνωση «Πυρήνες της Φωτιάς», μια κατηγορία για την οποία αθωώθηκε στο μέλλον.
Το Νοέμβριο του 2014, ο Ρωμανός προανήγγειλε από τις φυλακές του Κορυδαλλού μέσω επιστολής την απόφασή του να ξεκινήσει απεργία πείνας. Λόγος της διαμαρτυρίας ήταν το γεγονός ότι δεν ενέκριναν τις άδειες που απαιτούνταν, προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα στην πανεπιστημιακή σχολή όπου είχε περάσει δίνοντας πανελλήνιες εξετάσεις μέσα από τη φυλακή. Η απεργία πείνας – που κατέληξε και σε απεργία δίψας – διήρκησε 31 μέρες, κατά τις οποίες είχε στο πλευρό του χιλιάδες κόσμου (έγιναν υπέρ του πορείες και διαδηλώσεις ακόμα και στη Βαρκελώνη, στις Βρυξέλλες και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις).
Τελικά, έπειτα από 31 ημέρες, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση να του χορηγηθεί άδεια παρακολούθησης μαθημάτων, με ηλεκτρονική επιτήρηση (βραχιολάκι). Έχοντας εκτίσει την ποινή του και έξι χρόνια μετά τον εγκλεισμό του, ο Νίκος Ρωμανός αποφυλακίσθηκε στις 11 Ιουλίου του 2019.
Κώστας Σακκάς: συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2010 στη Νέα Σμύρνη, από ομάδα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ, τη στιγμή που εξέρχονταν από ενοικιαζόμενη αποθήκη, στην οποία βρέθηκε οπλισμός. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, η δικογραφία του συσχετίστηκε με αυτή της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς», της οποίας όμως αρνήθηκε ότι ήταν μέλος. Δύο μήνες πριν την συμπλήρωση του ορίου προφυλάκισης – 18 μήνες – ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη για συναφή αδικήματα, με αποτέλεσμα να του επεκταθεί εκ νέου η προφυλάκιση κατά 12 μήνες.
Με την πάροδο των 12 μηνών και παρά την συμπλήρωση του ανώτατου ορίου προφυλάκισης των 30 μηνών, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η δίκη για την πρώτη υπόθεση και χωρίς να έχει αρχίσει η δίκη για τη δεύτερη υπόθεση, το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε παράταση προφυλάκισης για ακόμα έξι μήνες.
Μετά την απόφαση του Συμβουλίου Εφετών, ο Σακκάς, στις 4 Ιουνίου του 2013, ξεκίνησε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την παράνομη παράταση της προφυλάκισής του. Μετά από 14 ημέρες απεργίας πείνας και ύστερα από προβλήματα υγείας που παρουσιάστηκαν, μεταφέρθηκε από τις φυλακές Κορυδαλλού στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας.
Η παραβίαση ως προς το ανώτατο όριο προφυλάκισης κατηγορουμένου χωρίς δίκη προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας πολιτικών, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και νομικών, ενώ δεκάδες συγκεντρώσεις συμπαράστασης πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Με την υπόθεση ασχολήθηκε και ο ξένος Τύπος. Ο δικηγορικός σύλλογος Θεσσαλονίκης κάλεσε τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές να εφαρμόσουν το Σύνταγμα και τους νόμους, καταδικάζοντας την παραβίαση των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης, ενώ η Διεθνής Αμνηστία εξέφρασε με ανακοίνωσή της την ανησυχία της σχετικά με την συνέχιση της προφυλάκισης. Με αντίστοιχες ανακοινώσεις τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και η νεολαία Συνασπισμού καταδίκασαν την παράνομη επέκταση της προφυλάκισης.
Στις 11 Ιουλίου, το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε την αποφυλάκιση του Σακκά, επιβάλλοντάς του αυστηρούς περιοριστικούς όρους.
Χριστόδουλος Ξηρός: το επίσης καταδικασμένο μέλος της 17 Νοέμβρη, είχε ξεκινήσει απεργία πείνας στις 23 Δεκεμβρίου του 2017, ζητώντας την απομάκρυνση αρχιφύλακα στις φυλακές Διαβατών όπου εξέτιε την ποινή του, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει «βασανιστή». Μετά τη δέσμευση των Αρχών ότι θα εξετάσουν το αίτημά του, αποφάσισε στις 21 Ιανουαρίου 2018 να σταματήσει την απεργία πείνας.
Κοινός παρονομαστής αυτών των απεργών πείνας δεν ήταν πάντοτε η άμεση και απόλυτη ικανοποίηση των αιτημάτων τους, αλλά το γεγονός ότι κατάφεραν να επιζήσουν, πετυχαίνοντας – αν μη τι άλλο – να αποφύγει η ελληνική Πολιτεία την κατηγορία ενός κράτους που εκδικείται, αλλά και μία ολόκληρη κοινωνία την ένταση και τον διχασμό.
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες των κρατουμένων αποτελούν έναν μηχανισμό που τελικά συμβάλλει στον εξανθρωπισμό των συνθηκών κράτησης και συνολικά σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ως προς τις σωφρονιστικές πρακτικές.