Με την έξοδο του ωκεανογραφικού σκάφους Τσεσμέ στο Αιγαίο η Τουρκία προσπαθεί να δείξει ότι δεν υποστέλλει τις διεκδικήσεις της, όμως η βασική της έγνοια είναι τι θα κάνουν οι ΗΠΑ.
Στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση πολλές φορές τα ζητήματα δεν αφορούν μόνο την ουσία αλλά και τους συμβολισμούς και από τις δύο πλευρές. Με αυτό τον τρόπο εν αναμονή των νέων διερευνητικών συνομιλιών, η Τουρκία προσπαθεί να υπογραμμίσει προς την Ελλάδα ότι δεν παραιτείται των διεκδικήσεών της και στο Αιγαίο (και όχι μόνο στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο), αλλά με τρόπο που να μην ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των Ευρωπαίων που δεν επιθυμούν μία κλιμάκωση ανάλογη με αυτή του καλοκαιριού του 2020.
Για το σκοπό αυτό και οι Τούρκοι επέλεξαν να στείλουν ερευνητικό σκάφος που μπορεί να κάνει υδρογραφικές και ωκεανογραφικές έρευνες αλλά όχι σεισμικές έρευνες. Αντίθετα, το καλοκαίρι έστελνε πλοία ικανά να κάνουν σεισμικές έρευνες. Παραδοσιακά, η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι η πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών (που είναι η πρώτη φάση των ερευνών για υδρογονάνθρακες) παραβιάζει κυριαρχικό δικαίωμα γιατί αφορά την υφαλοκρηπίδα, με την ελληνική διπλωματία να επιμένει ότι η υφαλοκρηπίδα ως κυριαρχικό δικαίωμα υπάρχει εξ υπαρχής και ανεξάρτητα από το εάν έχει ανακηρυχθεί, σε αντιδιαστολή με την ΑΟΖ.
Αντίθετα, οι απλές ωκεανογραφικές έρευνες σε περιοχές που αποτελούν διεθνή ύδατα επιτρέπονται και «τυπικά» δεν αποτελούν πρόκληση. Φυσικά, δεν έλλειψε και εδώ μια ορισμένη παρατυπία που αφορά το πώς η Τουρκία αμφισβητεί το πώς ορίζονται τα ζητήματα έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο, άρα και οι αναγγελίες δραστηριοτήτων. Σε όλα αυτά προστίθεται και ο συμβολισμός της ενδεχόμενης κίνησης στη ζωή ανάμεσα στα 6 και τα 12 ναυτικά μίλια, καθώς μπορεί η Ελλάδα μέχρι τώρα να διατηρεί τα χωρικά ύδατα στα 6 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, όμως επιμένει ότι διατηρεί το δικαίωμα να κάνει χρήση της επέκτασης στα 12 νμ, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
Οι ισορροπίες προς την Ευρώπη
Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα προς την Ελλάδα είναι ότι η διαπραγμάτευση θα γίνει αλλά χωρίς υπαναχώρηση από πάγιες διεκδικήσεις που αφορούν το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την ώρα που δύσκολα μπορούν ιδίως οι Ευρωπαίοι να θεωρήσουν ότι έχουμε να κάνουμε με «πρόκληση». Και αυτό γιατί η Τουρκία δεν επιθυμεί σε αυτή τη φάση μια ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν και ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογη κατεύθυνση (όπως η Γερμανία αλλά και η Ιταλία) επιδιώκει η συζήτηση στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου της ΕΕ όχι μόνο να μην οδηγήσει σε κυρώσεις αλλά και να ξεμπλοκάρει ζητήματα των ευρωτουρκικών σχέσεων όπως αυτό για τις βίζες, για τη χρηματοδότηση για τους πρόσφυγες αλλά και για την επανέναρξη των ενταξιακών σχέσεων έστω και στον ορίζοντα μια αναβαθμισμένης τελωνειακής ένωσης.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Τουρκία έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει ότι το ερευνητικό της σκάφος «παρενοχλήθηκε» από υπερπτήσεις ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών.
Ο αντιπερισπασμός απέναντι στην αντιπολίτευση
Σε όλα αυτά προστίθεται και μια παράμετρος ακόμη: στην Τουρκία είναι έντονος ακόμη ο απόηχος από την αποτυχία της πρόσφατης στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον βάσεων του PKK στο Βόρειο Ιράκ που κατέληξαν στον θάνατο 13 Τούρκων κρατουμένων της κουρδικής οργάνωσης, μέσα σε συνθήκες που δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί και με την τουρκική αντιπολίτευση να έχει ασκήσει δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν και στον υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ. Σε αυτό το φόντο μπορεί να θεωρηθεί και ένα είδος αντιπερισπασμού η προσπάθεια να δοθεί ένας συμβολισμός ότι η Τουρκία επιμένει στις αξιώσεις και δεν προσέρχεται στις διερευνητικές με διάθεση «υποχώρησης».
Το βλέμμα στραμμένο στην Ουάσιγκτον
Ωστόσο, η βασική έγνοια του Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης παραμένει η στάση των ΗΠΑ. Ο Τούρκος πρόεδρος είχε πετύχει έναν βαθμό συνεννόησης με τον πρόεδρο Τραμπ όπως είχε φανεί στην ανοχή που έδειξαν οι ΗΠΑ στην τουρκική εισβολή στη Συρία για τη διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας» αλλά και στην καθυστέρηση της ενεργοποίησης των κυρώσεων για το ζήτημα των S-400.
Η εκλογή Μπάιντεν, που στο παρελθόν είχε επικρίνει τον αυταρχισμό του Ερντογάν και ο οποίος έφερε στο προσκήνιο διπλωμάτες που επιμένουν στη σημασία της διατήρησης των σχέσεων με τους Κούρδους της Συρίας, αναζωπύρωσε την ανησυχία στην Άγκυρα ότι θα ενισχυθεί η θέση των κουρδικών πολιτοφυλακών στη Βορειοανατολική Συρία και ότι με την αμερικανική υποστήριξη μπορεί και να επανέλθει το ζήτημα της δημιουργίας μιας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας πολύ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.
Η αμερικανική προσπάθεια να δοθούν διαβεβαιώσεις προς την Τουρκία ότι δεν έχει αλλάξει η επίσημη θέση των ΗΠΑ ότι το PKK είναι μια τρομοκρατική οργάνωση δεν έχουν καταφέρει να κατευνάσουν τις τουρκικές ανησυχίες, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ επιμένουν ότι οι κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία, παρότι πολιτικά καθοδηγούνται από το PKK δεν αποτελούν τρομοκρατική οργάνωση.
Αυτό με τη σειρά του οδηγεί την Τουρκία σε μια μεγάλη προσπάθεια να αναζητήσει διαύλους επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης της τάσης αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των μοναρχιών του Κόλπου, παρότι υπάρχει μια επίγνωση ότι η αμερικανική πολιτική σε αυτή τη φάση θα είναι αρκετά μεταβατική και όπως φάνηκε και από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση και τη Σαουδική Αραβία δεν επιλέγει να πάει με τη λογική των «προνομιακών συμμάχων».
Η διαμάχη για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας
Όλα αυτά φέρνουν στο προσκήνιο και μια όχι και τόσο υφέρπουσα διαμάχη στο εσωτερικό του ίδιου του ρεύματος του Ερντογάν ως προς την εξωτερική πολιτική. Η διαμάχη αφορά αυτούς που θεωρούν ότι η Τουρκία πρέπει με έναν ρεαλιστικό τρόπο να αποκαταστήσει σχέσεις με τη Δύση και τους λεγόμενους «ευρασιανιστές» που επιμένουν στην μερική αποσύνδεση με τη Δύση και την αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Η μία πλευρά επιμένει εδώ και καιρό ότι η Τουρκία πρέπει να αποκαταστήσει σχέσεις με τις ΗΠΑ και να βρει και με την Ευρώπη και αυτό θα της επιτρέψει να κατοχυρώσει καλύτερα τα οφέλη που έχει από την τρέχουσα αναβάθμισή της. Η άλλη πλευρά επιμένει να βλέπει με καχυποψία τις ΗΠΑ. Μάλιστα, σε αυτό το σημείο οι «ευρασιανιστές» έρχονται να συναντήσουν τον εθνικισμό του κυβερνητικού εταίρου MHP που επίσης δεν καλοβλέπει μια ανοιχτά δυτική στροφή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, ένας πολιτικός πιο κοντά στο MHP που πρόσφατα επανέφερε στο προσκήνιο την άποψη ότι οι ΗΠΑ ήταν υπεύθυνες για το πραξικόπημα του 2016.
Ο ίδιος ο Ερντογάν πάλι, παρότι γνωστός για τον πραγματισμό του ακόμη και για την ετοιμότητά του για «στροφές 1800» όταν οι συνθήκες το επιβάλλον, προς το παρόν δείχνει να αποτυπώνει αυτή την ταλάντευση, καθώς ενώ μίλησε πολύ έντονα για την αμερικανική αρχική αντίδραση στο θάνατο 13 Τούρκων κρατουμένων του PKK – το «εάν επιβεβαιωθεί» που περιλάμβανε η ανακοίνωση και που για τους Τούρκους αποτελούσε έμμεση αμφισβήτηση της τουρκικής θέσης – στη συνέχεια, μιλώντας στην τουρκική κοινότητα στις ΗΠΑ υπογράμμισε τη σημασία της «στρατηγικής συνεργασίας» ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ.