Όλα όσα καταγγέλλουν τρεις ηθοποιοί κατά πασίγνωστου σκηνοθέτη – Ανατριχιάζουν οι λεπτομέρειες

Όλα όσα καταγγέλλουν τρεις ηθοποιοί κατά πασίγνωστου σκηνοθέτη – Ανατριχιάζουν οι λεπτομέρειες

Σε ένα κείμενο δέκα σελίδων, που κατέθεσαν ενώπιον του Πειθαρχικού του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών περιγράφουν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά

Σοκ προκαλούν οι περιγραφές των τριών ηθοποιών, της Άννας – Μαρία Παπαχαραλάμπους, της Λένας Δροσάκη και της Πηνελόπης Αναστασοπούλου, που κατήγγειλαν γνωστό ηθοποιό – σκηνοθέτη για σεξουαλική παρενόχληση.

Σε ένα κείμενο δέκα σελίδων, που κατέθεσαν ενώπιον του Πειθαρχικού του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών περιγράφουν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά, καταγγέλλοντας των πασίγνωστο ηθοποιό για εργασιακό εκφοβισμό,  αντισυναδελφική και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά και προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς τους.

Ζητούν δε την οριστική διαγραφή του από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών.

Παπαχαραλάμπους : Ερχόταν στο καμαρίνι μου και με ταπείνωνε

Ειδικότερα, η Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους, αναφέρει:

«Το έτος 2000, σε ηλικία 24 ετών, συνεργάστηκα με τον καταγγελλόμενο στο πλαίσιο της παράστασης “Οι Ηλίθιοι” του συγγραφέως Neil Simon, που ανέβηκε στο Θέατρο Βρετάνια, σε παραγωγή του κ. Κάρολου Παυλάκη. Στην παράσταση συμμετείχαν, πλην εμού και του καταγγελλομένου, οι συνάδελφοι Νίκη Παλληκαράκη, Βίλμα Τσακίρη, Γιώργος Γαλίτης, Βασίλης Ρίσβας, Δημήτρης Καραμπέτσης, Αντώνης Κρόμπας, Ντίνος Καρύδης και άλλοι. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας, ο καταγγελλόμενος σταδιακά με απομόνωσε, με διάφορα τεχνάσματα και δικαιολογίες, από τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου και φρόντισε, εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες γυναίκες συναδέλφους που συμμετείχαν στην παράσταση, να έχω δικό μου προσωπικό καμαρίνι, με την πρόφαση (όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων) ότι θα ερμήνευα τον βασικό γυναικείο ρόλο του έργου. Το καμαρίνι αυτό βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο δικό του.

Μέσα στον χώρο του καμαρινιού μου, του οποίου κλειδιά διατηρούσε ο ίδιος στην κατοχή του καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας μας, μπαινοβγαίνοντας στο καμαρίνι μου χωρίς να χτυπά την πόρτα μου και ορισμένες φορές κλειδώνοντας την πόρτα πίσω όπως έμπαινε, ο καταγγελλόμενος προέβη επανειλημμένα σε σοβαρές πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς μου και όχι μόνο, εκμεταλλευόμενος το νεαρό της ηλικίας μου, την ανάγκη μου να εργαστώ και τον φόβο που μου είχε εμφυσήσει. Πέραν των εν λόγω πράξεων, με τις οποίες προσέβαλε κατ’ εξακολούθηση τη γενετήσια αξιοπρέπειά μου και μέσα στο πλαίσιο της νοσηρής επιθυμίας του να με μειώνει και να με ταπεινώνει συστηματικά με διάφορους τρόπους, αρκετές φορές εισερχόταν στο καμαρίνι μου, ενώ βρισκόμουν μέσα σε αυτό με κλειστή την πόρτα, κατέβαζε το παντελόνι του και ουρούσε επιδεικτικά στον νιπτήρα του καμαρινιού μου, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς πίσω από εκεί που καθόμουν (σημειώνω δε ότι ο ίδιος είχε τουαλέτα στο δικό του καμαρίνι).

Επίσης, ο καταγγελλόμενος με παρενοχλούσε εκτός θεάτρου με διάφορους τρόπους, όπως παρακολουθώντας με και προκαλώντας μου έτσι μια συνεχή ανησυχία, που έφτανε μερικές φορές στα όρια του τρόμου, αφού ειλικρινά δεν ήξερα ποια θα ήταν η επόμενή του κίνηση και φοβόμουν ότι είναι ικανός για τα πάντα, όπως μου είχε αποδείξει με τις πράξεις του. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της παράστασης μου δημιουργούσε έναν διαρκή φόβο ώστε να πρέπει πάντοτε να τρέχω για να βγω στη σκηνή, διότι εάν αργούσα έστω και ένα δευτερόλεπτο, εκμεταλλευόμενος τη σκηνοθετική του ιδιότητα, μου επετίθετο λεκτικά και με μείωνε. Ακόμα, κατά τη διάρκεια των στιγμών που υπήρχε μεταξύ του χαρακτήρα που υποδυόμουν και του δικού του κάποιο φιλί, εκείνος με φιλούσε με βία, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του, μπροστά σε ένα έκπληκτο κοινό, το οποίο συνήθως αντιδρούσε με ένα επιφώνημα απέχθειας.

Το συγκεκριμένο έργο μάλιστα δεν δικαιολογεί ούτως ή άλλως μια τέτοια σκηνική συμπεριφορά, αφού πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία. Οταν του ζητούσα με ευγενικό τρόπο μήπως μπορούν τα φιλιά αυτά να γίνονται με άλλον, πιο θεατρικό τρόπο, εκείνος μου απαντούσε: “Εγώ είμαι σκηνοθέτης, εγώ αποφασίζω!”. Ιδίως όταν έρχονταν συγγενείς και φίλοι μου να με δούνε στην παράσταση, πριν βγούμε στη σκηνή, του ζητούσα θερμή παράκληση να σταματήσει να το κάνει, όμως αυτός με αγνοούσε επιδεικτικά. Την ίδια μάλιστα συμπεριφορά αλλά και χειρότερη επεδείκνυε όταν ερχόταν ο τότε σύντροφός μου (τον οποίο και είχε γνωρίσει) να δει την παράσταση, πιάνοντάς με διαρκώς σε διάφορα σημεία του σώματός μου και δίνοντάς μου με ακόμη μεγαλύτερο πάθος αυτά τα πιεστικά και ανάρμοστα φιλιά ενώπιόν του. Προφανώς όλο αυτό του δημιουργούσε ένα νοσηρό αίσθημα υπεροχής. Το γεγονός αυτό με είχε αναγκάσει να ζητάω σε δικούς μου ανθρώπους να μην έρχονται στην παράσταση (μήπως και η συμπεριφορά του μετριαστεί), τους ζητούσα όμως κάθε φορά να με περιμένουν έξω από το θέατρο το βράδυ, ώστε να μπορώ να φύγω χωρίς να με παρενοχλήσει ο καταγγελλόμενος.

Υπό αυτό το καθεστώς τρόμου και βίας έζησα καθ’ όλη τη διάρκεια της θεατρικής σεζόν, δηλαδή για περίπου επτά μήνες, φοβούμενη να μιλήσω στους δικούς μου αλλά και στους φίλους μου, στους οποίους έλεγα μόνο κάποια πράγματα για τις δυσκολίες της συνεργασίας μας με τον καταγγελλόμενο, τα προβλήματα του χαρακτήρα του και την εμμονή του με το πρόσωπό μου, δίχως όμως να μπαίνω σε λεπτομέρειες. Μόνο σε ελάχιστους φίλους μου είχα εκμυστηρευτεί κάποια από τα πιο σοβαρά και τραυματικά περιστατικά. Ξεκίνησα να κάνω συστηματική χρήση αλκοόλ προκειμένου να αντεπεξέλθω σε όσα τραυματικά βίωνα. Ξεκινούσα να πίνω, καθημερινά, λίγες ώρες προτού πάω στο θέατρο, ώστε να μπορώ, όπως εσφαλμένα τότε νόμιζα, να διαχειριστώ με λιγότερο πόνο την κατάσταση που βίωνα.
Κάποια στιγμή βρήκα το θάρρος να απευθυνθώ στον παραγωγό της παράστασης, κ. Παυλάκη, στον οποίο ζήτησα, ευρισκόμενη σε ιδιαίτερα φορτισμένη ψυχική κατάσταση, να αποχωρήσω από την παράσταση, γιατί δεν άντεχα άλλο. Αυτός δεν φάνηκε να εκπλήσσεται, με άκουσε με προσοχή και μου είπε ότι θα ήταν πολύ δύσκολη μια αντικατάσταση σε εκείνο το χρονικό σημείο και θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα στην παράσταση. Και τούτο διότι δεν μπορούσα φυσικά να βγω να πω δημοσίως τον λόγο που θα αποχωρούσα και φοβόμουν ότι θα μου χρεωνόταν, στα μάτια των τρίτων και του κόσμου, το κατέβασμα μιας πετυχημένης παράστασης. Αλλά πάνω απ’ όλα φοβόμουν και πιθανά άλλα αντίποινα που ίσως να είχα εκ μέρους του καταγγελλομένου, τον οποίο κυριολεκτικά έτρεμα. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν είπα τίποτα, πράγμα που μετανιώνω, με βάση την εμπειρία ζωής που έχω σήμερα, σε μια άλλη ηλικία και με πολύ περισσότερες προσλαμβάνουσες παραστάσεις.

Ακόμα όμως και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μίλησα εγκαίρως, λέγοντας όλη την αλήθεια, στους δικούς μου ανθρώπους που θα μπορούσα να με έχουν προστατεύσει. Αν μπορώ έστω και τώρα να δώσω μια εξήγηση, πάνω απ’ όλα στον εαυτό μου, είναι ότι η ντροπή, η ενοχή και ο φόβος που ένιωθα κυριολεκτικά με είχαν παραλύσει».

Δροσάκη: Με ρωτούσε «πότε θα του κάτσω»

Η ηθοποιός Λένα Δροσάκη καταγγέλλει :

«Το 2007, σε ηλικία 24 ετών, ήμουν φοιτήτρια στο προκαταρκτικό έτος της δραματικής σχολής “Ν.Ε. Θέατρο Γ. Αρμένη”, στην οποία είχα εγγραφεί και φοιτούσα προκειμένου στο τέλος του έτους να δώσω επιτυχώς τις εξετάσεις του υπουργείου και να εγγραφώ στο πρώτο έτος της σχολής μου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, γνώρισα τον καταγγελλόμενο στο πλαίσιο των επισκέψεων που διοργάνωσε η σχολή μου στο σετ των γυρισμάτων της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς “Λάκης ο Γλυκούλης”. Ο καταγγελλόμενος, ο οποίος πρωταγωνιστούσε στην εν λόγω σειρά, έδειξε από την πρώτη στιγμή ενδιαφέρον για το πρόσωπό μου και με προσέγγισε με έναν τρόπο που αρχικά μου φάνηκε εντελώς φιλικός και καλοπροαίρετος. Πολύ σύντομα όμως ο καταγγελλόμενος άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά και να με παρενοχλεί σεξουαλικά, στην αρχή πιο διακριτικά και στη συνέχεια με ολοένα και πιο ανάρμοστο τρόπο. Εφτασε στο σημείο να με παίρνει τηλέφωνο και να αυτοϊκανοποιείται ενώ ταυτόχρονα μου απηύθυνε χυδαίες εκφράσεις και με ρωτούσε πιεστικά “πότε θα του κάτσω”. Εγώ σε όλα αυτά αντιδρούσα και προσπαθούσα να ανακόψω αυτή τη χυδαία συμπεριφορά του, αλλά με ευγένεια, χωρίς να τον προσβάλω, διότι η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που εξαγριώσω έναν τέτοιον άνθρωπο, ο οποίος δεν φαινόταν να έχει κανενός είδους ηθικούς φραγμούς.

Κάποια στιγμή άρχισε να με απειλεί ανοιχτά ότι αν δεν του κάτσω θα φροντίσει ώστε να μην περάσω ως φοιτήτρια τις εξετάσεις του υπουργείου. Εγώ είχα τρομοκρατηθεί διότι δεν ήξερα κατά πόσο είναι πράγματι σε θέση να πραγματοποιήσει την απειλή του. Την ημέρα των εξετάσεών μου, που θα διεξάγονταν στο Θέατρο Τέχνης στην οδό Φρυνίχου, και ενώ περίμενα έξω από το θέατρο τη σειρά μου να εξεταστώ, εμφανίστηκε μπροστά μου ο καταγγελλόμενος και με ρώτησε για πολλοστή φορά “αν θα του κάτσω”! Εγώ τρομοκρατήθηκα, έχασα τα λόγια μου και πάγωσα επιτόπου στη θέση μου. Ειλικρινά δεν περίμενα ότι θα φτάσει στο σημείο να έρθει επί τούτου στο θέατρο την ημέρα των εξετάσεών μου για να με απειλήσει και να με τρομοκρατήσει για άλλη μία φορά!

Οταν έφτασε η σειρά μου και ανέβηκα στη σκηνή για να εξεταστώ, είδα τον καταγγελλόμενο να εισέρχεται στην αίθουσα του θεάτρου και να κατευθύνεται προς το μέρος όπου καθόταν η εξεταστική επιτροπή, χαιρετώντας εγκάρδια και συνομιλώντας θερμά με τα μέλη αυτής. Οταν αυτά του γύρισαν την πλάτη και δεν τον είχαν πια στο οπτικό τους πεδίο, διότι κοιτούσαν πλέον εμένα που ετοιμαζόμουν να τους πω τα κομμάτια που είχα ετοιμάσει, ο καταγγελλόμενος έφερε τον δείκτη του στο πλάι του κεφαλιού του και έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση που σημαίνει “είδες που σ’ τα έλεγα;”. Περιττό να αναφέρω ότι δεν πέρασα στις εξετάσεις του υπουργείου, αν και, για να είμαι απολύτως σαφής, δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο αυτό οφείλεται πράγματι σε ενέργειες του καταγγελλομένου ή στο γεγονός ότι η απόδοσή μου δεν ήταν η επιθυμητή, κυρίως λόγω της ταραχής που μου είχε προκληθεί, η οποία κυριολεκτικά με είχε παγώσει. Υποθέτω ότι είναι κάτι που δεν θα το μάθω ποτέ.

Μετά από κάποια χρόνια, και συγκεκριμένα το έτος 2019, ενώ ήμουν πια ηθοποιός, έχοντας τιμηθεί και με το βραβείο “Μελίνα Μερκούρη”, η Κάτια Δανδουλάκη μου πρότεινε να συμμετάσχω στην παράσταση “Εγκλημα στο Οριεντ Εξπρές” που θα ανέβαζε στο θέατρο “Κάτια Δανδουλάκη”. Οταν πληροφορήθηκα ότι σκηνοθέτης της παράστασης θα είναι ο Πέτρος Φιλιππίδης, αρνήθηκα ευγενικά στην κυρία Δανδουλάκη, προφασιζόμενη γενικόλογα δυσκολίες που είχα να συμμετάσχω στην παράσταση. Οταν η ίδια επέμεινε και με κάλεσε στο σπίτι της προσωπικά για να το συζητήσουμε, τη ρώτησα αν ο καταγγελλόμενος θα είναι μόνο σκηνοθέτης ή θα παίζει και ως ηθοποιός στην παράσταση. Χωρίς να το εκφράσω ξεκάθαρα, υπαινίχθηκα με αυτό τον τρόπο ότι αυτός είναι η “δυσκολία” μου. Η κυρία Δανδουλάκη με διαβεβαίωσε ότι θα φροντίσει η ίδια να μην προκύψει κανένα πρόβλημα. Εξάλλου επρόκειτο για μεγάλη παραγωγή με πολυμελή θίασο και ο καταγγελλόμενος θα συμμετείχε μόνο στις πρόβες ως σκηνοθέτης και όχι στις παραστάσεις ως ηθοποιός. Εγώ, κατόπιν πολλής σκέψης και προβληματισμού, δέχτηκα τελικά να συμμετάσχω, διότι επρόκειτο για μια δουλειά που με ενδιέφερε πολύ καλλιτεχνικά και κυρίως γιατί είχα λάβει τις διαβεβαιώσεις της κυρίας Δανδουλάκη, προς την οποία έτρεφα -και τρέφω- αμέριστο σεβασμό και εκτίμηση.

Πράγματι αρχίσαμε τις πρόβες. Τις πρώτες ημέρες ο καταγγελλόμενος είχε κόσμια συμπεριφορά προς το πρόσωπό μου και σκέφτηκα ανακουφισμένη ότι μετά από τόσον καιρό ίσως να έχει μεταμεληθεί και να έχει αλλάξει. Πολύ σύντομα όμως οι ελπίδες μου διαψεύστηκαν. Δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, στην αρχή πιο ήπια και στη συνέχεια πιο έντονα και πιεστικά, παρενοχλήσεις, σκηνές ζηλοτυπίας, ξεσπάσματα οργής και ταπεινωτικές προσβολές προς το πρόσωπό μου, χωρίς να του έχω ποτέ δώσει το παραμικρό δικαίωμα! Αυτά τα περιστατικά συνέβαιναν άλλες φορές κατ’ ιδίαν και άλλες φορές ενώπιον όλου του θιάσου, τα μέλη του οποίου δεν γνώριζαν βέβαια την προϊστορία μου με τον καταγγελλόμενο. Κάποια στιγμή όλη αυτή η απαράδεκτη και προσβλητική συμπεριφορά του έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν μια ημέρα, χωρίς κανέναν λόγο, επιτέθηκε λεκτικά και με απίστευτη ένταση, ενώπιον όλου του θιάσου, σε εμένα και στον συνάδελφό μου Λευτέρη Ζαμπετάκη, προφανώς θεωρώντας ότι έχουμε μεταξύ μας κάποιου είδους ερωτική σχέση, πράγμα που δεν ίσχυε καν.

Η πρόβα διακόπηκε και εγώ το ίδιο βράδυ απευθύνθηκα κατ’ ιδίαν στην κυρία Δανδουλάκη και της είπα, ευρισκόμενη σε κατάσταση μεγάλης ταραχής, ότι δεν αντέχω άλλο και δυστυχώς δεν μου μένει παρά να αποχωρήσω από την παράσταση. Το ίδιο έκαναν, όπως πληροφορήθηκα, και οι συνάδελφοί μου Λευτέρης Ζαμπετάκης και Αγγελος Μπούρας. Μετά από δύο ημέρες η κυρία Δανδουλάκη ανακοίνωσε στον Πέτρο Φιλιππίδη ότι δεν θα χρειαστεί άλλο τις υπηρεσίες του ως σκηνοθέτη. Είναι κάτι για το οποίο θα είμαι πάντοτε ευγνώμων στην κυρία Δανδουλάκη, διότι η αλήθεια είναι ότι δεν συνηθίζεται στον χώρο μας, και ίσως σε κανέναν επαγγελματικό χώρο, να αποχωρεί ο ισχυρός και να παραμένει ο αδύναμος».

Αναστασοπούλου: Εβαζε τα χέρια μέσα στο παντελόνι του και στη συνέχεια με ακουμπούσε στο πρόσωπο

Η Πηνελόπη Αναστασοπούλου αναφέρει:

Το έτος 2005, σε ηλικία 28 ετών, έχοντας μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης και κάνοντας σιγά-σιγά τα πρώτα μου βήματα στον χώρο της υποκριτικής, πληροφορήθηκα ότι είχε ζητήσει να με γνωρίσει ο Πέτρος Φιλιππίδης για πιθανή συνεργασία. Το γεγονός μού έκανε μεγάλη εντύπωση και με χαροποίησε πάρα πολύ, διότι ήμουν νέα ηθοποιός που έτρεφα μεγάλη καλλιτεχνική εκτίμηση για τον καταγγελλόμενο και σκεφτόμουν ότι μια πιθανή συνεργασία μαζί του θα ήταν κάτι πολύ καλό για την πορεία που είχα ξεκινήσει στον χώρο του θεάτρου. Ο καταγγελλόμενος ζήτησε να τον συναντήσω βράδυ στο Θέατρο Μουσούρη, στο οποίο ήταν θιασάρχης. Οταν έφτασα στο θέατρο, ο καταγγελλόμενος με υποδέχτηκε και μου είπε να περάσω στο καμαρίνι του. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, δεν υπήρχε κανείς άλλος στο κτίριο, πράγμα που μου έκανε εντύπωση.

Πράγματι μπήκαμε στο καμαρίνι του και εκείνος κλείδωσε την πόρτα, κάτι που με έκανε αμέσως να νιώσω πολύ άβολα. Ξεκίνησε να με ρωτάει διάφορα πράγματα για εμένα και μετά από λίγο, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι είχε ανοίξει διάπλατα τα πόδια του, είχε βάλει και τα δυο του χέρια μέσα στο παντελόνι του, ακριβώς στη γενετήσια περιοχή, και κάνοντας παλινδρομικές κινήσεις χάιδευε τα γεννητικά του όργανα. Ημουν εκεί για να συζητήσω το ενδεχόμενο μιας  συνεργασίας, όπως μου είχε εξηγήσει ο ίδιος σχετικά με τον λόγο του τηλεφωνήματός του λίγες ημέρες πριν, όμως η όλη ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε καθόλου επαγγελματική. Εκείνος προσπαθούσε συνεχώς να στρέψει την κουβέντα σε άσχετα θέματα και εγώ με τη σειρά μου προσπαθούσα να επαναφέρω τη συζήτηση στο θέμα που αφορούσε το ραντεβού μας, λέγοντάς του με έντονο ύφος πως έχω έρθει να μιλήσουμε για δουλειά.

Ενιωθα άβολα αλλά αυτό δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει, παρά συνέχισε να έχει τα χέρια του μέσα στο παντελόνι, κάνοντας κινήσεις και τρίβοντας την περιοχή. Τρομοκρατήθηκα και προσπαθούσα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω, εστιάζοντας το βλέμμα μου αλλού, με την ελπίδα ότι θα σταματούσε και ότι απλά έκανε μια συνηθισμένη αντρική κίνηση, αλλά δυστυχώς η διάρκεια που κράτησε αυτό που έκανε, καθώς και εκείνο το μειδίαμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, έδειχναν πως, ενώ καταλάβαινε ότι αισθάνομαι άβολα, μάλλον αυτό τον εξίταρε περισσότερο. Δεν ήξερα τι να κάνω και ειλικρινά δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ πόση ώρα κράτησε όλο αυτό, μια και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να βρω έναν τρόπο να φύγω στην περίπτωση που τα πράγματα χειροτέρευαν. Τελικά, κατάφερα και προφασίστηκα μια δικαιολογία ότι “το αγόρι μου είναι πάνω και με περιμένει” και ζήτησα να φύγω από το καμαρίνι του και από το θέατρο, ευτυχώς χωρίς αυτός να αντιδράσει. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερή, διότι έχοντας ακούσει τις ιστορίες που βίωσαν οι άλλες κοπέλες και συνάδελφοί μας νιώθω ότι εγώ ήμουν αυτή που υπέφερε τα λιγότερα. Αυτό όμως δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο το αίσθημα φόβου, ταραχής και ντροπής που ένιωσα από την εμπειρία μου αυτή με έναν άνθρωπο που τον είχα τόσο ψηλά στο μυαλό μου. 

Εκτοτε δεν είχα καμία άλλη επαφή μαζί του. Το 2010 τον συνάντησα τυχαία στη Θεσσαλονίκη, όπου βρισκόμουν σε περιοδεία εκείνη την εποχή, και μου τηλεφώνησε κάποιες φορές για να βρεθούμε από κοντά αλλά το απέφυγα. Αργότερα το ίδιο έτος, μου τηλεφώνησε για να συμμετάσχω στην παράσταση “Μαύρη Κωμωδία” την οποία θα σκηνοθετούσε στο Θέατρο Μουσούρη. Λόγω της πολύ σύντομης αλλά χαρακτηριστικής αυτής εμπειρίας που είχα μαζί του πέντε χρόνια πριν, εννοείται πως είχα μεγάλες επιφυλάξεις εάν πρέπει να δεχτώ την πρότασή του. Τηλεφώνησα τότε σε μια πολύ καλή μου φίλη και συνάδελφο, που γνώριζα πως έχει στενή οικογενειακή σχέση με τον καταγγελλόμενο, και της εξέφρασα τον προβληματισμό μου. Εκείνη με καθησύχασε πως όλα θα πάνε καλά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα, μια που ο καταγγελλόμενος γνώριζε τη στενή φιλική μας σχέση και θα είχε σίγουρα καλή συμπεριφορά απέναντί μου. Πήρα έτσι την απόφαση να συμμετάσχω στην παράσταση. Εξάλλου ήταν ένα έργο στο οποίο συμμετείχε πολυμελής θίασος και οι πρόβες θα ήταν ομαδικές.

Ενώ τα πράγματα στην αρχή κύλησαν πολύ ομαλά, σταδιακά άρχισα να βιώνω και εγώ παράξενες και οριακές συμπεριφορές εκ μέρους του καταγγελλομένου, όπως απότομα ξεσπάσματα οργής, λεκτικές προσβολές και άλλα, τα οποία δεν μπορούσα να εξηγήσω με κανέναν λογικό τρόπο, γιατί δεν του είχα δώσει κανένα απολύτως δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο καταγγελλόμενος επιδεικτικά έβαζε τα χέρια του μέσα στο παντελόνι του και στη συνέχεια ερχόταν και με ακουμπούσε στο πρόσωπο και στο σώμα μου, για να με τοποθετήσει σε ένα σημείο της σκηνής και να μου δώσει σκηνικές κατευθύνσεις, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά μου και προκαλώντας μου ανυπόφορη αηδία. Εγώ προσπαθούσα να το αποφύγω όλο αυτό όσο μπορούσα και πράγματι πολλές φορές τα κατάφερνα, περιμένοντας στωικά να ολοκληρωθούν επιτέλους οι πρόβες και να αρχίσουν οι παραστάσεις, οπότε και θα τελείωνε όλη αυτή η εξαιρετικά δυσάρεστη για εμένα κατάσταση».

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ