ΗΠΑ και Ρωσία ουσιαστικά έχουν μπει σε μια νέα κούρσα των εξοπλισμών, την ώρα που και άλλες χώρες επιθυμούν να εισέλθουν στο «πυρηνικό κλαμπ»
Η ανακοίνωση της Ρωσίας ότι αποχωρεί από τη Συνθήκη για τους «Ανοιχτούς Ουρανούς», επικαλούμενη την αντίστοιχη αποχώρηση των ΗΠΑ, ήρθε να υπογραμμίσει ότι οι περισσότερες από τις συμφωνίες που συνάφθηκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων δεν είναι πλέον ισχύ και αντίθετα μπαίνουμε σε μια νέου κούρσα των εξοπλισμών.
Η συγκεκριμένη συνθήκη, που υπογράφηκε το 1992 και τέθηκε σε ισχύ το 2002, προβλέπει τη δυνατότητα να πραγματοποιούνται άοπλες πτήσης επιτήρησης και συγκέντρωσης πληροφοριών. Η λογική είναι ότι για να αποτρέπονται πολεμικές εντάσεις που θα στηρίζονταν σε κακή πληροφόρηση – π.χ. για το ότι ένα κράτος είναι σε φάση πολεμικής κινητοποίησης – είναι σημαντικό να μπορούν να επιτρέπονται τέτοιες πτήσης συγκέντρωσης πληροφοριών και να υπάρχει μηχανισμός για την ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών. Μάλιστα, η αρχική ιδέα για τη συνθήκη προέκυψε ήδη από τις πρώτες συζητήσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό στη δεκαετία του 1950.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από τη συνθήκη στις 22 Μαΐου 2020 και την αποχώρησή τους στις 22 Νοεμβρίου 2020. Η Ρωσία ανακοίνωσε στις 15 Ιανουαρίου 2021 ότι εξετάζει όχι απλώς την αναστολή συμμετοχής αλλά την πλήρη αποχώρησή της από τη συνθήκη. Ούτως ή άλλως ήδη από την επαύριον της αμερικανικής αποχώρησης η Ρωσία είχε κάνει σαφές ότι θεωρούσε ότι αυτό υπονόμευε συνολικά την συνθήκη.
Η κλιμάκωση των εξοπλισμών
Στη φετινή πολύωρη συνέντευξή του στο τέλος της χρονιάς ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στα νέα οπλικά συστήματα της Ρωσίας. Εκανε ειδική μνεία στο υπερηχητικό πυραυλικό σύστημα Avangard που μπορεί να κινηθεί με ταχύτητα εικοσαπλάσια αυτής του ήχου αλλά και τον υπερηχητικό πύραυλο cruise Tsirkon φτιαγμένο ειδικά να πλήττει πλοία και ο οποίος μπορεί έχει ταχύτητα οκταπλάσια του ήχου. Ουσιαστικά, εκτιμά ότι με τους υπερηχητικούς πυραύλους μπορεί να ξεπεράσει την τρέχουσα αμερικανική αντιπυραυλική άμυνα.
Η βασική δικαιολογία για την ανάπτυξη των νέων αυτών οπλικών συστημάτων είναι η αποχώρηση των ΗΠΑ, ήδη από το 2002 από την συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους. Η συνθήκη αυτή, που άντεξε 30 χρόνια, ήταν από τις πιο βασικές στις αρχικές προσπάθειες περιορισμού των πυρηνικών εξοπλισμών. Η λογική ήταν ότι μια χώρα που έχει αποτελεσματική αντιβαλλιστική άμυνα είναι πιο πιθανό να δοκιμάσει να προχωρήσει σε πυρηνικό «πρώτο χτύπημα», εφόσον θα μπορούσε να αποτρέψει το μεγαλύτερο μέρος από τα αντίποινα που θα δεχόταν. Αντίθετα, εάν ήταν ευάλωτη σε αντίποινα, θα ήταν πιθανό να απέφευγε και το «πρώτο χτύπημα.
Τώρα η Ρωσία δοκιμάζει να στείλει το μήνυμα ότι μπορεί να απαντήσει σε κάθε περίπτωση, την ώρα που ετοιμάζεται με τις συστοιχίες S-500 να αναβαθμίσει την άμυνά της και απέναντι στους όποιους σχεδιασμούς των ΗΠΑ.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν ενισχύσει τις φωνές στις ΗΠΑ που καλούν για μια εκ νέου αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ και δη της ανάπτυξης υπερηχητικών όπλων. Βέβαια την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στην ανάπτυξη των δικών τους αντιπυραυλικών συστημάτων και ιδίως των αντιβαλλιστικών συστοιχιών Aegis και Aegis Ashore, εγκαθιστώντας τις μάλιστα και σε περιοχές κοντά στην ίδια τη Ρωσία, όπως π.χ. στη Ρουμανία.
Και όσο και εάν απέχουμε από το 1986 όταν υπήρχαν 64.449 πυρηνικές κεφαλές, καθώς τα τελευταία χρόνια ο αριθμός τους έχει μειωθεί, εντούτοις ακόμη και αυτές που υπάρχουν είναι αρκετές για να εξασφαλίσουν την καταστροφή του πλανήτη ξανά και ξανά.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία αυτή τη στιγμή υπάρχουν συνολικά περίπου 13.400 πυρηνικά όπλα, εκ των τα 3720 βρίσκονται αναπτυγμένα σε επιχειρησιακές δυνάμεις. Όλα αυτά περιλαμβάνουν τόσο στρατηγικά πυρηνικά όπλα, σε διηπειρωτικούς πυραύλους, στρατηγικά βομβαρδιστικά και πυρηνικά υποβρύχια, αλλά και τακτικά πυρηνικά όπλα.
Η σταδιακή αποχώρηση από τις συνθήκες για τον περιορισμό των εξοπλισμών
Ενδεικτική της τάσης για κλιμάκωση των εξοπλισμών και η σταδιακά αποχώρηση κυρίως των ΗΠΑ από διάφορες συνθήκες για τον περιορισμό των εξοπλισμών.
Το 2019 έπαψε να ισχύει, ύστερα από την αμερικανική αποχώρηση η συνθήκη INF (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty). Η συνθήκη αυτή, που είχε συναφθεί ανάμεσα στον Ρόναλντ Ρήγκαν και τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ αποσκοπούσε στον περιορισμό των πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς, δηλαδή αυτών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε πολέμους περιορισμένου θεάτρου, για παράδειγμα στην Ευρώπη, που στη δεκαετία του 1970 κινδύνευε να είναι το έδαφος ενός «περιορισμένου» πυρηνικού πολέμου με τεράστιες φυσικά απώλειες.
Από την άλλη, η συνθήκη για τη συνολική απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών, που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1996, ποτέ δεν τέθηκε σε ισχύ γιατί αρκετές χώρες, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, δεν έχουν προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες ώστε αυτή να τεθεί σε ισχύ.
Από μεριά της η Ρωσία το 2007 αποχώρησε από τη συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη. Η συνθήκη αυτή, που υπογράφηκε το 1990 (και το 1992 η συμφωνία για τους όρους εφαρμογής τους) αποσκοπούσε στο να θέσει αμοιβαίους περιορισμούς στις συμβατικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε ότι στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ένας από τους λόγους για την κλιμάκωση των πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς ήταν και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί η σαφής υπεροπλία του Συμφώνου της Βαρσοβίας ως προς τις συμβατικές δυνάμεις.
Τα υπόλοιπα μέλη του «πυρηνικού κλαμπ»
Επισήμως με βάση τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων πυρηνικά όπλα μπορούσαν να έχουν μόνο οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ (και στη συνέχεια η Ρωσία), η Γαλλία, η Κίνα και η Μεγάλη Βρετανία.
Σε αυτές προστέθηκαν άλλες τρεις χώρες που έχουν κάνει πυρηνικές δοκιμές και επισήμως έχουν πυρηνικά όπλα: η Ινδία, το Πακιστάν και η Βόρειος Κορέα. Άλλη μία χώρα, το Ισραήλ, έχει πυρηνικά όπλα, αλλά αρνείται να δώσει επίσημα στοιχεία για αυτά. Στο παρελθόν εξελιγμένο πυρηνικό πρόγραμμα είχε και η Νότια Αφρική (στην περίοδο του απαρτχάιντ), όπως αργότερα το σταμάτησε και κατέστρεψε η ίδια τα δικά της πυρηνικά όπλα.
Οι χώρες που θα ήθελαν να γίνουν μέλη του πυρηνικού κλαμπ
Τον Ιανουάριο του 2003 η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας διακίνησε μια έκθεση που υποστήριζε ότι το Ιράκ ήταν σε θέση να εξελίξει και να χρησιμοποιήσει όπλα μαζικής καταστροφής, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών. Αντίστοιχη θέση είχαν και οι ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο οδηγηθήκαμε στον πόλεμο κατά του Ιράκ του 2003, παρότι οι ιρακινές αρχές επέμεναν ότι δεν είχαν τέτοια όπλα.
Αποδείχτηκε ότι οι ιρακινές αρχές έλεγαν την αλήθεια. Το παλαιότερο πυρηνικό τους πρόγραμμα είχε διαλυθεί μετά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991. Ο ίδιος ο πόλεμος του 2003 θα οδηγήσει σε μια μακρόχρονη πολεμική εμπλοκή για τις ΗΠΑ, θα πυροδοτήσει έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και θα ευθύνεται μεσοπρόθεσμα και για την αναζωπύρωση μορφών τρομοκρατίας όπως αυτή του Ισλαμικού Κράτους.
Το Ιράν από τη μεριά του κατάφερε να αποφύγει μια ανάλογη πολεμική απάντηση. Άλλωστε, δέχτηκε να μπει σε διαπραγματεύσεις για αυτό, έτσι ώστε να αρθούν οι κυρώσεις σε βάρος του με αποκορύφωμα την συμφωνία του 2015. Κομβική πλευρά της συμφωνίας η δέσμευση του Ιράν να περιορίσει το ποσοστό στο οποίο εμπλουτίζει ουράνιο, καθώς όσο πιο χαμηλό αυτό, τόσο μεγαλύτερος ο χρόνος μέχρις ότου αποκτήσει αρκετό ουράνιο, εμπλουτισμένο σε τέτοιο ποσοστό ώστε να μπορεί να ξεκινήσει τη διαδικασία παραγωγής ενός πυρηνικού όπλου.
Ωστόσο, για την κυβέρνηση Τραμπ, αλλά και μια σειρά από σύμμαχες χώρες τους όπως η Σαουδική Αραβία αλλά και το Ισραήλ, το Ιράν παρέμενε μια κατεξοχήν εχθρική δύναμη. Αυτό οδήγησε στη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και στην επαναφορά κυρώσεων. Σε απάντηση πρόσφατα το Ιράν, που επίσης είδε στα τέλη Νοεμβρίου άλλη μια δολοφονία κορυφαίου πυρηνικού επιστήμονά του πιθανώς με ισραηλινή συμμετοχή, ανακοίνωσε ότι προχωρά στην αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού στο 20%.
Ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν έχει υποστηρίξει ότι θέλει την επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, αν και δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία. Το ίδιο το Ιράν, που γνωρίζει ότι τα σχέδια για μεγάλης κλίμακας πολεμική επιχείρηση εναντίον του έχουν θεωρηθεί ανεφάρμοστα, δείχνει να επιμένει σε μια τακτική που ταυτόχρονα αναβαθμίζει τη διαπραγματευτική του δύναμη σε σχέση με τις κυρώσεις και του επιτρέπει να έχει ανοιχτό το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικού όπλου.
Ο λόγος που διάφορες χώρες εξέτασαν το ενδεχόμενο να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα είναι προφανής: εκτιμούν ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούν να αποκτήσουν μια αποτρεπτική δύναμη που δεν μπορούν να αποκτήσουν με συμβατικά μέσα. Το παράδειγμα της Βόρειας Κορέας και του τρόπου που έχει αξιοποιήσει την κατοχή πυρηνικών όπλων είναι χαρακτηριστικό.
Θέλει η Τουρκία να μπει στο «πυρηνικό κλαμπ»
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε το 2019 πως το γεγονός ότι ο οι χώρες με πυρηνικά όπλα απαγορεύουν στην Τουρκία να έχει και αυτή πυρηνικά όπλα είναι απαράδεκτο. Για τον Τούρκο πρόεδρο τα πυρηνικά όπλα προσφέρουν μια προστασία που άλλα όπλα δεν προσφέρουν: «έχουμε το Ισραήλ εδώ κοντά, σχεδόν σαν γείτονες. Φοβίζουν (τα άλλα κράτη) με το να τα έχουν. Κανείς δεν μπορεί να τους αγγίξει».
Βέβαια ούτε και τότε δήλωσε εάν όντως αυτό είναι κάτι που θέλει να επιδιώξει η Τουρκία, η οποία είναι από τις χώρες που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων.
Όμως, την ίδια στιγμή η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις με το Πακιστάν, που έχει πυρηνικά όπλα, ενώ παράλληλα ούτως ή άλλως επενδύσει στο ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμά της, με την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου (με ρωσική τεχνολογία) και τον σημαντικό αριθμό πυρηνικών επιστημόνων στο ρωσικό Εθνικό Ερευνητικό Πυρηνικό Πανεπιστήμιο.
Από την «αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή» στον «πυρηνικό ρεαλισμό»
Στη δεκαετία του 1970 η κούρσα των εξοπλισμών κατέληξε στην εξασφάλιση της «αμοιβαία εγγυημένης καταστροφής» (Mutually Assured Destruction – MAD), καθώς ήταν δεδομένο ότι εάν ξεκινούσε κάποια από τις υπερδυνάμεις πυρηνική επίθεση, υπήρχαν οι όροι για τέτοια αντίποινα που ουσιαστικά θα κατέστρεφαν ολοκληρωτικά και τις δύο χώρες. Αυτό, άλλωστε, ήταν και ένα από τα κίνητρα για τις συμφωνίες αφοπλισμού.
Τώρα, όμως, φαίνεται ότι έχουμε μπει σε μια φάση ενός ιδιότυπου ρεαλισμού. Τα πυρηνικά όπλα, είτε σε περιφερειακό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, επανέρχονται στο προσκήνιο, σε πιο εξελιγμένες αλλά όχι λιγότερο καταστροφικές μορφές, σε μια εποχή μεγαλύτερων ρηγμάτων στο διεθνές τοπίο και μεγαλύτερης ανάγκης και περιφερειακών δυνάμεων να αποκτήσουν όχι μόνο την αποτρεπτική ισχύ αλλά και το «γεωπολιτικό κύρος» που προσφέρουν τα πυρηνικά.