Πρόκειται για 12 άντρες και μία γυναίκα που ζήτησαν πολιτικό άσυλο - Η συγκινητική ιστορία που περιέγραψε κάτοικος της περιοχής, ο οποίος άνοιξε το μαγαζί του στους 13 Τούρκους.
Στη Ρόδο αποβιβάστηκαν αργά το βράδυ της Τετάρτης 13 άτομα τουρκικής καταγωγής, οι οποίοι δήλωσαν κυνηγημένοι από το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ζητώντας ταυτόχρονα πολιτικό άσυλο στη χώρα μας.
Οι 13 Τούρκοι (12 άντρες και μία γυναίκα) ξεκίνησαν από τη Σμύρνη πριν από αρκετές εβδομάδες, και μετέβησαν στην πόλη Φετιγιέ, όπου από κει ήρθαν στο νησί της Ρόδου χθες αργά το βράδυ, ναυλώνοντας ταχύπλοο σκάφος το οποίο τους μετέφερε και τους αποβίβασε στην περιοχή Στεγνά Αρχαγγέλου.
Όπως δήλωσαν μιλώντας στη «Ροδιακή» οι κάτοικοι της περιοχής που τους είδαν, το σκάφος προσέγγισε την περιοχή έχοντας σβηστά τα φώτα ενώ στη συνέχεια τους αποβίβασε πολύ γρήγορα και έφυγε.
Ήταν ηλικίας από 30 έως και 50 ετών, ενώ κάποιοι από αυτούς υπηρετούσαν σε νευραλγικούς τομείς του τουρκικού κράτους, αλλά είχαν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης τους οποίους και είχαν χαρακτηριστεί ως «Γκιουλενιστές».
«Είδαμε το σκάφος να προσεγγίζει αθόρυβα και με σβηστά τα φώτα τα στεγνά. Καταλάβαμε ότι δεν ήταν ντόπιοι. Αμέσως ειδοποιήσαμε αστυνομία και λιμενικό. Οι άνθρωποι που κατέβηκαν ήταν βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ήταν όμως αξιοπρεπέστατοι και μας ζήτησαν να ειδοποιήσουμε τις αρχές», τόνισε κάτοικος της περιοχής.
Συγκινητική περιγραφή από τους κατοίκους
Οι ντόπιοι έσπευσαν πάντως να βοηθήσουν τους ταλαιπωρημένους Τούρκους, προσφέροντάς τους φαγητό, τσάι και καφέ.
«Το σκάφος τους άφησε κι έφυγε γρήγορα. Όμως εμείς, βάλαμε τους ανθρώπους να καθίσουν στο υπόστεγο του καταστήματος που έχουμε, τους δώσαμε τσάι και καφέ, τους ανάψαμε το τζάκι για έτρεμαν από το κρύο. Ήταν βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και φοβισμένο», συμπλήρωσε ένας καταστηματάρχης, ο οποίος είδε έναν από αυτούς να λυγίζει όταν επικοινώνησε με τη γυναίκα του μπροστά του.
«Ένας από αυτούς, μου ζήτησε να του δώσω τον κωδικό του wi-fi από το κατάστημα. Τους το άνοιξα και τότε επικοινώνησε μπροστά μου από το κινητό του με τη γυναίκα του. Έκλαιγε και ο ίδιος και η σύζυγός του. Με νοήματα και με τα λίγα αγγλικά που γνωρίζει και γνωρίζω, μου εξήγησε ότι είχε να τη δει και να επικοινωνήσει μαζί της πάνω από ένα μήνα. Κι αυτό γιατί τους καταδίωκαν και κανείς δεν έπρεπε να ξέρει ότι ετοιμάζονταν να φύγουν από τη χώρα», περιέγραψε.
Συγκίνηση προκαλεί επίσης το γεγονός ότι ένας από αυτούς έκανε κίνηση να πληρώσει.
«Ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι. Φαίνονταν καλλιεργημένοι. Όταν ήρθε η αστυνομία, του πήρε όλα τα κινητά και τα χαρτιά που είχαν μαζί τους και τους έκαναν έλεγχο. Όταν πήγαν να φύγουν, ένας από αυτούς έβγαλε να μας πληρώσει τα τσάγια και τους καφέδες. Μου έδινε 10 ή 20 δολάρια. Του έγνεψα διακριτικά να βάλει τα χρήματα στο πορτοφόλι του, του ευχήθηκα καλή τύχη και τους είπα να πάνε στο καλό και να γυρίσουν μια μέρα στη χώρα τους ελεύθεροι», κατέληξε.