Πλήθος ευρωπαίων πολιτικών έσπευσαν να καταδικάσουν τα όσα έγιναν στην Ουάσιγκτον στις 6 Ιανουαρίου. Όμως, στην πραγματικότητα η απήχηση των απόψεων του Αμερικανού προέδρου είναι ανησυχητικά μεγαλύτερη
Φαινομενικά η καταδίκη των όσων έκαναν οι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον με τη βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο και την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, συνάντησε στην Ευρώπη μια ομόθυμη καταδίκη από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων.
Ακόμη και εκπρόσωποι ανοιχτά ακροδεξιών δυνάμεων όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έσπευσαν να μιλήσουν για απαράδεκτες ενέργειες, ενώ η Μαρίν Λε Πεν επέμεινε ότι πρέπει να καταδικαστεί η βία και να γίνει ομαλή και ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας στον Τζο Μπάιντεν.
Όμως, στην πραγματικότητα η απήχηση των απόψεων του Ντόναλντ Τραμπ στην Ευρώπη ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτό που δείχνει η τωρινή ομοβροντία καταδικών.
Το σημείο αναφοράς της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς σε όλες τις παραλλαγές της
Όταν εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ το 2016, ήταν με έναν τρόπο ο ήρωας της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Και ο λόγος ήταν ότι προσέφερε ένα επιχείρημα ότι είναι εφικτό η ατζέντα της ακροδεξιάς, από τον ρατσισμό και την αντιμεταναστευτική πολιτική μέχρι την επιφυλακτικότητα απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση», να γίνει σημαία μιας νικηφόρας εκλογικής καμπάνιας και μάλιστα μιας καμπάνιας διατυπωμένης με όρους μιας ρητορικής λαϊκιστικής που προσπαθούσε να δείξει ότι εκπροσωπούσε τους αποκλεισμένους από το επίσημο πολιτικό παιχνίδι.
Για φιγούρες όπως ο Ματέο Σαλβίνι ή η Μαρίν Λε Πεν αυτό έδειχνε να ανοίγει τον δρόμο και για τη δική τους διεκδίκηση της εξουσίας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τραμπ, παρά την ιδιαίτερη διαδρομή του, δεν έπαυε να είναι ο εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και ο πρόεδρος των ΗΠΑ άρα η ίδια η απόδειξη, στα μάτια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, ότι μπορούσε η πολιτική της ατζέντα να γίνει το πολιτικό mainstream.
Ταυτόχρονα, η ιδιαιτερότητα της καμπάνιας του Τραμπ, ο τρόπος που κινήθηκε ως outsider, η φαινομενική του άρνηση να συμβιβαστεί με τον μηχανισμό του ίδιου το κόμματός του διαβάστηκε ως η απόδειξη ότι μπορεί να υπάρξει μια καμπάνια της ακροδεξιάς που θα διεκδικήσει να έχει μια λαϊκιστική «αντισυστημική» ρητορική.
Άλλωστε, όλο το προηγούμενο διάστημα η ευρωπαϊκή ακροδεξιά είχε διεκδικήσει ότι μπορεί να είναι μια δύναμη διακυβέρνησης και ότι δεν της αναλογούσε ένας ρόλος περιθωριακός στο πολιτικό σύστημα, ιδίως από τη στιγμή που μπορούσε να δει μετατοπίσεις του συνολικού πολιτικού συστήματος στη δική της ατζέντα, όπως έδειχνε η εκ νέου απήχηση των ακροδεξιών απόψεων.
Κομβική πλευρά στην αρχή απήχηση του Τραμπ στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά και ο τρόπος που φαινόταν να δίνει μια ώθηση και σε απόψεις που αρνιούνταν μια την εκδοχή «παγκοσμιοποίησης». Ο τρόπος π.χ. που ο Nigel Farage αναγνώριζε στον Τραμπ ένα σημείο αναφοράς ήταν από αυτή την άποψη ενδεικτικός.
Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς στον Τραμπ πάντως θα παραμείνει αμείωτη σε όλη την περίοδο που θα ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι παραμονές των αμερικανικών εκλογών ο Ματέο Σαλβίνι θα εμφανιστεί με μάσκα της καμπάνιας για την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Άλλωστε, η Ιταλία ήταν η χώρα της Δυτικής Ευρώπης όπου καταγράφηκε σε έρευνα η μεγαλύτερη προτίμηση για τον Τραμπ (αν και ακόμη και εκεί πολύ μεγαλύτερο ποσοστό προτιμούσε τον Τζο Μπάιντεν). Καθόλου τυχαίο ότι η Τζιόρτζια Μελόνι, η ηγέτης των ακροδεξιών «Αδελφών της Ιταλίας» επίσης είναι θαυμάστρια του Τραμπ.
Ούτε βέβαια ήταν τυχαίο ότι κάποια στιγμή ο Στηβ Μπάνον, ο σύμβουλος του Τραμπ στην καμπάνια του και κατεξοχήν θιασώτης μιας ιδεολογικής στρατηγικής κοντά στην alt-right θα θεωρήσει ότι η Ευρώπη είναι το πεδίο όπου μια τέτοια κατεύθυνση θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερη απήχηση.
Η απήχηση στις χώρες της «διεύρυνσης»
Ακόμη πιο μεγάλη ήταν η απήχηση του Τραμπ στις χώρες της «διεύρυνσης» και δη στο κύμα αυταρχικών, συντηρητικών και λαϊκιστικών κομμάτων που βρέθηκαν να ασκούν την εξουσία σε χώρες που ανήκαν στο παρελθόν στο σοβιετικό μπλοκ.
Εδώ η απήχηση διευκολύνθηκε σε ορισμένες παραμέτρους και από έναν ορισμένο φιλοαμερικανισμό που έχει κάνει ορισμένες από αυτές τις χώρες να έχουν υιοθετήσει κατεξοχήν ευρωατλαντικές απόψεις.
Κυρίως, όμως, είναι η νομιμοποίηση που φαινόταν να δίνει ο Τραμπ στο συνδυασμό ανάμεσα στον αυταρχισμό και τον κοινωνικό συντηρητισμό. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την απήχηση του Τραμπ στο συντηρητικό κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης της Πολωνίας ή στο Fidesz, το κόμμα του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία. Μάλιστα, ο Τζο Μπάιντεν είχε χρησιμοποιήσει το παράδειγμα αυτών των χωρών για να δείξει πόσο προβληματικές είναι οι περιπτώσεις των ηγετών που αντλούν την έμπνευσή τους από τον Τραμπ.
Ταυτόχρονα, ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τη δημοσιότητα ο Τραμπ, η εθνικιστική ρητορική του “America First”, η διαρκής συκοφάντηση των επικριτικών ΜΜΕ ως φορέων διασποράς “fake news”, όλα αυτά θεωρήθηκε ότι είναι παραδείγματα που μπορούν να αντιγραφούν και στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Η συνολικότερη απήχηση
Όμως το πρόβλημα με την «ατζέντα» που εκπροσώπησε ο Τραμπ – στον βαθμό που μπορούμε να μιλάμε για συνεκτική ατζέντα σε σχέση με έναν πολιτικό με μια σχεδόν χαοτική διαδρομή – δεν περιορίζεται στο ότι έγινε ίνδαλμα της ακροδεξιάς. Το πρόβλημα ήταν η επικοινωνία του με αναζητήσεις των δυνάμεων του πολιτικού Κέντρου στην Ευρώπη.
Για να γίνει κατανοητό αυτό, ας αναλογιστούμε τις μετατοπίσεις που μπορούμε να δούμε στο πολιτικό τοπίο της Ευρώπης και τον ιδεολογικό «μέσο όρο» σε ορισμένα ζητήματα.
Στο μεταναστευτικό και το προσφυγικό απέχουμε πολύ από την εποχή που η Άνγκελα Μέρκελ θεωρούσε αυτονόητη υποχρέωση της Ευρώπης να υποδεχτεί σημαντικό αριθμό προσφύγων από τη Συρία. Σήμερα, ο τόνος ως προς αυτά τα ζητήματα δίνεται κυρίως από πολιτικές που υποστηρίζουν ολοένα και πιο σκληρές πολιτικές απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες και θεωρούν εύλογες πρακτικές όπως αυτές της θωράκισης των συνόρων, κατά τρόπο ανάλογο της προσπάθειας του Τραμπ να σφραγίσει τα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό για να περιορίσει τη μετανάστευση.
Μάλιστα, ένας εκ των επίδοξων διαδόχων της Μέρκελ, ο Φρίντριχ Μερτς, δεν είχε πρόβλημα να υποστηρίξει πρόσφατα σε τηλεοπτική εκπομπή ότι εάν δεν είχε υπάρξει μια μαζική είσοδος μεταναστών στη Γερμανία θα υπήρχε ένα εκατομμύριο λιγότεροι άνεργοι στη Γερμανία.
Αλλά και σε ζητήματα «ταυτότητας», μπορεί στις ΗΠΑ να ασκείται έντονη κριτική στον Τραμπ για τον τρόπο που σε ζητήματα ταυτότητας σιγόνταρε έμμεσα τις απόψεις «λευκής ανωτερότητας» και δεν αντιπάλεψε τον ρατσισμό, όμως στην Ευρώπη βλέπει κανείς πρωτοβουλίες όπως αυτές του Προέδρου Μακρόν που στο όνομα της καταπολέμησης του «σεπαρατισμού» ζητά από τους μετανάστες και τους μεταναστευτικής καταγωγής πολίτες να υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη εκδοχή γαλλικής ταυτότητας.
Και βέβαια το στοιχείο της συντηρητικής και αυταρχικής ρητορικής ή στοχοποίησης των κινημάτων και του «ριζοσπαστισμού» που ήταν πάγια πλευρά της ρητορικής του Τραμπ, επίσης είναι στοιχείο μιας γενικότερης δεξιάς στροφής των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων στην Ευρώπη.