Οι τελευταίες τρεις μετρήσεις από δειγματοληψίες της 6ης, 8ης και 11ης Ιανουαρίου δείχνουν ότι τα επίπεδα της συγκέντρωσης του γονιδιώματος του SARS-CoV-2 στα αστικά υγρά απόβλητα παρέμειναν στα ίδια επίπεδα
Σταθερά σε «πράσινο» επίπεδο παραμένει το ιικό φορτίο των λυμάτων του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης στην έρευνα που διεξάγει διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ.
Οι τελευταίες τρεις μετρήσεις από δειγματοληψίες της 6ης, 8ης και 11ης Ιανουαρίου, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες της 30ης Δεκεμβρίου, 1ης και 4ης Ιανουαρίου, μετά τη διαδικασία του περιβαλλοντικού εξορθολογισμού, που ολοκληρώθηκε σήμερα, δείχνουν ότι τα επίπεδα της συγκέντρωσης του γονιδιώματος του SARS-CoV-2 στα αστικά υγρά απόβλητα παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.
«Από την ανάγνωση των επιστημονικών μας δεδομένων βλέπουμε μία αχτίδα φωτός στην προοπτική ανακούφισης της κοινωνίας και της οικονομίας. Υπήρχε η ανησυχία μας για την κινητικότητα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι πολίτες συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες των ειδικών κι έτσι το μερικό άνοιγμα της αγοράς -click away, βιβλιοπωλεία, κομμωτήρια κλπ- και οι οικογενειακές συναθροίσεις, δεν επιβάρυναν την επιδημιολογική εικόνα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου καθ. Νικος Παπαϊωάννου.
Εξήγησε, δε, πως «εν αναμονή και των επόμενων μετρήσεων που με βεβαιότητα θα δείξουν και την όποια επίπτωση είχαν κάποια φαινόμενα συνωστισμού στον εορτασμό των Θεοφανίων, φαίνεται πως κερδήθηκε ένα μεγάλο στοίχημα για την πόλης μας, η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο της πανδημίας κατά το δεύτερο κύμα της».
«Προσοχή, ελλοχεύουν κίνδυνοι»
Ερωτηθείς αν οι μετρήσεις της ομάδας του ΑΠΘ μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, ο κ. Παπαϊωάννου απάντησε: «Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ερευνητική μας ομάδα αναλύει και θέτει στη διάθεση της Πολιτείας μετρήσιμα επιστημονικά δεδομένα, που προέρχονται από «in situ» αναλύσεις σε πραγματικό χρόνο. Δεν εφαρμόζουμε προγνωστικά υπολογιστικά ή όποια άλλα μοντέλα, μιλάμε με πραγματικά δεδομένα. Από εκεί και πέρα τα αποτελέσματα κάθε μέτρησης, τα οποία συζητάμε σε αγαστή συνεργασία και διαρκή επικοινωνία με τον ΕΟΔΥ, σαφώς αποτελούν σημαντική πληροφορία, όταν η Πολιτεία συνεκτιμά κάθε παράμετρο για να λάβει τις αποφάσεις».
Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες που θα κρίνουν την πορεία της πανδημίας στην πόλη το επόμενο διάστημα, ο πρύτανης του ΑΠΘ διευκρίνισε: «Αυτό που προκύπτει από τις τελευταίες μετρήσεις είναι πως παρότι οι γιορτές έκρυβαν έναν κίνδυνο, τα μέτρα απέδωσαν. Ένα ακόμη δεδομένο είναι πως εξακολουθεί να υπάρχει ένα επίπεδο διασποράς, η οποία είναι μεν διαχειρίσιμη, καθώς υπάρχει και η ανάλογη αποφόρτιση των νοσοκομείων, δεν επιτρέπει εφησυχασμό δε, λαμβάνοντας υπόψη τις καιρικές συνθήκες που ευνοούν τη μετάδοση του ιού, αλλά και τις διάφορες μεταλλάξεις του, που δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα επηρεάσουν τη μεταδοτικότητά του και αν ενδεχομένως θα φέρουν πιο κοντά ένα τρίτο κύμα επιδημιολογικής έξαρσης. Η εικόνα είναι καλή, αλλά στις συνθήκες ελλοχεύουν κίνδυνοι. Για να το πω πιο σχηματικά δεν είμαστε στο μηδέν, άρα ούτε κατά διάνοια δεν επιτρέπεται να χαλαρώσουμε όπως τον Οκτώβρη. Σίγουρα όμως μέτρα ανακούφισης που δοκιμάστηκαν το προηγούμενο διάστημα και πέτυχαν μπορούν να εξεταστούν».
Σχετικά με την παρακολούθηση της τάσης αποκλιμάκωσης από τότε που ξεκίνησε, ο καθ. Χημείας του ΑΠΘ Θοδωρής Καραπάντσιος σημείωσε: «Η σταθερότητα που παρατηρείται στις πρόσφατες μετρήσεις μας βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της επιστημονικά αποδεκτής αβεβαιότητας του πειραματικού προσδιορισμού του ιικού φορτίου αλλά είναι επίμονη. Στο σημείο που βρισκόμαστε, για να δούμε περαιτέρω πτώση ίσως θα πρέπει να βελτιωθεί συνολικά η επιδημιολογική εικόνα της χώρας, καθώς η κινητικότητα που υπάρχει μεταξύ νομών για λόγους εργασίας, δύναται να δημιουργεί νέες μικρές εστίες διασποράς στην πόλη, από άτομα που εκτέθηκαν στον ιό ταξιδεύοντας σε επιβαρυμένες περιοχές».
Η μεθοδολογία αποτίμησης του κορονοϊού στα αστικά απόβλητα, που ανέπτυξε η ομάδα του ΑΠΘ, εξορθολογίζει τις μετρήσεις συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού με βάση 24 περιβαλλοντικούς παράγοντες, που δύνανται να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ