Αν η εκτέλεσή της προχωρήσει, θα είναι η πρώτη γυναίκα που εκτελείται για ομοσπονδιακό έγκλημα εδώ και 70 χρόνια
Οι πρώτες εμπειρίες σεξουαλικής κακοποίησης της Λίζα Μοντγκόμερι ήταν έμμεσες και συνέβησαν όταν εκείνη ήταν μόλις τριών ετών. Τα βράδια κοιμόταν δίπλα στην αγαπημένη της ετεροθαλή αδερφή Νταϊάν, τόσο κοντά της ώστε να αγγίζονται. Η τότε 8χρονη Νταϊάν βιαζόταν από τον babysitter τους.
Όταν ήταν μόλις 11 ετών, η Μοντγκόμερι έμαθε ότι κινδυνεύει και η ίδια με βιασμό. Ο θετός της πατέρας, ο Τζακ, ένας «κακός αλκοολικός» που χτυπούσε συχνά την Λίζα και τη μητέρα της, άρχισε να την βιάζει μία ή δύο φορές την εβδομάδα.
Οι επιθέσεις έγιναν τόσο σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας του Τζακ στη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών, ώστε να μπει στη διαδικασία να χτίσει ξεχωριστό δωμάτιο για την Λίζα δίπλα στο τροχόσπιτό τους, βαθιά μέσα στα δάση της Οκλαχόμα. Το δωμάτιο είχε ξεχωριστή είσοδο, ώστε να μπορεί να πηγαινοέρχεται όποτε ήθελε, χωρίς κανείς να μάθει τι συνέβαινε και χωρίς να μπορεί να ακούσει τα ουρλιαχτά του μικρού κοριτσιού.
Τη βίαζε κολπικά και πρωκτικά, συχνά πιέζοντας ένα μαξιλάρι επάνω στο πρόσωπό της. Όταν του αντιστεκόταν, χτυπούσε το κεφάλι της στο τσιμεντένιο δάπεδο με τόση δύναμη, ώστε να της προκαλέσει σοβαρές εγκεφαλικές κακώσεις, όπως θα έδειχναν χρόνια αργότερα τα εγκεφαλογραφήματα.
Μια μέρα, η μητέρα της, η Τζούντι, έτυχε να μπει στο δωμάτιο την ώρα που το παιδί της βιαζόταν από τον σύζυγό της. Εξοργίστηκε. Έπιασε ένα όπλο και το κόλλησε στο κεφάλι της κόρης της, ουρλιάζοντας: «Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;»
Με την πάροδο του χρόνου, η κακοποίηση γινόταν όλο και χειρότερη. Ο θετός πατέρας της Μοντγκόμερι καλούσε φίλους του για να τη βιάσουν ομαδικά μέσα στο δωμάτιο, πολλές φορές επί ολόκληρες ώρες, με τους άνδρες να ουρούν επάνω της και να τη μεταχειρίζονται σαν σκουπίδι. Η μητέρα της άρχισε επίσης να λαμβάνει μέρος σε όλα αυτά, πουλώντας το κορμί της ίδιας της της κόρης στον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, με αντάλλαγμα επισκευές που χρειαζόταν το σπίτι τους.
Αυτή είναι η ιστορία της Λίζα Μοντγκόμερι.
Αυτές ήταν οι εμπειρίες που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της. Γιατροί, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί έχουν συμφωνήσει ότι υποβαλλόταν σε βασανιστήρια που διήρκεσαν ολόκληρα χρόνια. Αυτή είναι η σήμερα 52χρονη γυναίκα, την οποία σκοπεύει να εκτελέσει σε λίγες ημέρες η κυβέρνηση Τραμπ, βάσει της δικαστικής απόφασης που έκρινε ότι είναι μια στυγνή εγκληματίας, για την οποία ακόμη και η φυλάκιση για όλη την υπόλοιπη ζωή της δεν θα αποτελούσε επαρκή τιμωρία.
Την Παρασκευή, ένα αμερικανικό εφετείο έκρινε ότι η εκτέλεσή της μπορεί να πραγματοποιηθεί κανονικά. Η απόφαση χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από το αμερικανικό υπουργείο δικαιοσύνης, το οποίο έχει επιχειρηματολογήσει στο διάστημα της κυβέρνησης Τραμπ ότι η Μοντγκόμερι είναι ένοχη ενός «εξαιρετικά ειδεχθούς εγκλήματος». Όμως εκείνοι που έχουν μελετήσει διεξοδικά την μαρτυρική ζωή που κρύβεται πίσω από το φρικτό της έγκλημα, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά.
«Αυτή είναι μια ιστορία μιας γυναίκας που υποφέρει από βαρύτατες ψυχικές ασθένειες, ως αποτέλεσμα μιας ολόκληρης ζωής βασανιστηρίων και σεξουαλικής κακοποίησης», εξηγεί στον Guardian η Σάντρα Μπάμπκοκ, διευθύντρια του τμήματος για τη Θανατική Ποινή σε Όλο τον Κόσμο στο Κέντρο Κορνέλ και σύμβουλος της νομικής ομάδας της Μοντγκόμερι. «Η Λίζα δεν είναι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο. Είναι η πιο τσακισμένη ανάμεσα στους τσακισμένους».
Αν η εκτέλεση της Μοντγκόμερι με θανατηφόρα ένεση προχωρήσει κανονικά στον εκτελεστικό θάλαμο του Terre Haute της Ιντιάνα στις 12 Ιανουαρίου, θα είναι η πρώτη εκτέλεση γυναίκας που θα έχει πραγματοποιηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση στη διάρκεια των τελευταίων 70 ετών. Επιπλέον, θα είναι μία από τους πρώτους φυλακισμένους που θα εκτελεστούν από έναν πρόεδρο στις τελευταίες ημέρες της εξουσίας του, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει ό,τι μπορεί για να εκτελέσει τρεις κατάδικους μέσα σε μόλις τέσσερις μέρες, σε ένα είδος μακάβριας κλιμάκωσης των τελευταίων του στιγμών στο Λευκό Οίκο.
Κανείς δεν θα διαφωνούσε ότι το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε η Μοντγκόμερι ήταν φρικιαστικό. Οι λεπτομέρειές του δεν χωρούν στον ανθρώπινο νου.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 2004, η τότε 36χρονη Λίζα Μοντγκόμερι έφυγε από το σπίτι της στο Κάνσας για να επισκεφθεί τη μικροσκοπική πόλη Σκίντμορ στο Μιζούρι. Εκεί συνάντησε την Μπόμπι Τζο Στίνετ, μια γυναίκα με την οποία είχε γνωριστεί στο διαδίκτυο μέσω της κοινής τους αγάπης για τους σκύλους. Η Στίνετ, εκτροφέας σκύλων, ήταν οκτώ μηνών έγκυος στο πρώτο της παιδί. Η Μοντγκόμερι υποτίθεται ότι θα τη συναντούσε για να αγοράσει ένα κουτάβι, όμως όταν εκείνη της άνοιξε την πόρτα, επιτέθηκε στη Στίνετ και την στραγγάλισε μέχρι θανάτου με ένα σχοινί.
Στη συνέχεια άνοιξε την κοιλιά της με ένα κουζινομάχαιρο, έβγαλε έξω το έμβρυο και στις ώρες που ακολούθησαν υποστήριξε ότι το νεογέννητο ήταν δικό της. Την συνέλαβαν μια ημέρα αργότερα, αφού πρώτα ανακάλυψαν το πτώμα της Στίνετ. Το μωρό επιστράφηκε στην οικογένειά της. Το μεγάλωσε ο πατέρας της.
Για ορισμένους Αμερικανούς, συμπεριλαμβανομένου κατά τα φαινόμενα και του Τραμπ που έδωσε το πράσινο φως στις ομοσπονδιακές εκτελέσεις μετά από 17 χρόνια παύσης τους, η υπόθεση της Μοντγκόμερι αρχίζει και τελειώνει σε αυτά τα περιστατικά. Διενέργησε έναν ειδεχθή φόνο και πλέον είναι η ώρα να αντιμετωπίσει την μέγιστη των ποινών, όπως ακριβώς της αξίζει.
Όμως για τους δικηγόρους και τους ειδικούς που έχουν περάσει ολόκληρα χρόνια ερευνώντας το έγκλημα, την προσωπικότητα και τις εμπειρίες που διαμόρφωσαν τη Μοντγκόμερι, τα ανατριχιαστικά πρωτοσέλιδα για τη φρικτή της πράξη δεν είναι παρά η αρχή ενός ταξιδιού. Όχι προς την καταδίκη ή τη συγχώρεση, αλλά προς την κατανόηση.
«Πρέπει να αντιληφθούμε τι θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στο να είναι τόσο αποκομμένος από τις ίδιες τις πράξεις του, ώστε να είναι ικανός να κάνει κάτι που ένα κανονικό, υγιές άτομο θα έβρισε αδιανόητο», επισημαίνει η Κάθριν Πόρτερφιλντ, παιδοψυχολόγος με ειδίκευση στη θεραπεία επιζησάντων από βασανιστήρια. Η Πόρτερφιλντ πέρασε πολλές ώρες με τη Μοντγκόμερι, σε διάστημα 18 ημερών, ως μέρος της διαδικασίας έφεσης του 2016.
«Πράγματα που μας φαίνεται αδύνατο να κατανοήσουμε γίνονται κατανοητά όταν λάβουμε υπόψη μας τις ψυχικές ασθένειες, τα τεράστια παιδικά τραύματα και τις επιδράσεις τους στον ψυχισμό των παιδιών», εξηγεί στον Guardian.
Μέρος του ταξιδιού προς την κατανόηση, περιλάμβανε τον έλεγχο της ανεπαρκούς νομικής υποστήριξης που έλαβε η Μοντγκόμερι κατά την αρχική εκδίκαση της υπόθεσής της. Ήταν το 2007, όταν οι ένορκοι που την είχαν ήδη κρίνει ένοχη για απαγωγή και δολοφονία, κλήθηκαν να αποφασίσουν αν θα έπρεπε να εκτελεστεί ή όχι.
Στη δίκη του 2007, η Μοντγκόμερι εκπροσωπήθηκε από έναν δημόσιο συνήγορο που δεν είχε ξαναδικάσει υπόθεση θανατικής ποινής και από τον Φρεντ Ντουσάρντ, έναν δικηγόρο από το Κάνσας Σίτι που έχει γίνει διάσημος για κάτι… ενδιαφέρον: Το 2016, ο Guardian είχε αποκαλύψει ότι ο Ντουσάρντ έχει το ρεκόρ πελατών που καταδικάστηκαν σε θάνατο ανάμεσα σε όλους τους συνηγόρους υπεράσπισης των ΗΠΑ. Τέσσερις από τους επτά θανατοποινίτες του Μιζούρι είχαν την τύχη –ή την ατυχία- να τον έχουν ως συνήγορο υπεράσπισης.
Οι δικηγόροι της Μοντγκόμερι της πρόσφεραν τον ελάχιστο βαθμό υπεράσπισης στη διάρκεια της δίκης. Ο Ντουσάρντ πρόβαλε ένα παράξενο νομικό επιχείρημα: Ότι η πελάτισσά του έπασχε από μια σπάνια ψυχική ασθένεια που αποκαλείται ψευδοκύηση και η οποία της δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι το μωρό της Στίνετ ήταν δικό της.
Η θεωρία δεν ταίριαζε με τα γεγονότα και οι ένορκοι δεν πείστηκαν. Έχοντας κρίνει ένοχη την Μοντγκόμερι, δεν εντυπωσιάστηκαν από την έλλειψη ελαφρυντικών που τους παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της δίκης. Οι συνήγοροι υπεράσπισης αναφέρθηκαν σε ορισμένα στοιχεία σωματικής κακοποίησης, κάλεσαν μερικούς θλιβερά απροετοίμαστους μάρτυρες στο βήμα, και αυτό ήταν όλο. Οι κατήγοροι χαρακτήρισαν υποτιμητικά την ελάχιστη αυτή προσπάθεια αποτροπής της εκτέλεσής της «δικαιολογία κακοποίησης».
Και έτσι, η Μοντγκόμερι καταδικάστηκε σε θάνατο στις 26 Οκτωβρίου του 2007.
Θα περνούσαν αρκετά χρόνια μέχρι μια νέα ομάδα συνηγόρων να αναλάβει την υπεράσπιση της Μοντγκόμερι κατά την έφεση της υπόθεσής της, για να διαπιστώσει την απίστευτη κλίμακα της σεξουαλικής κακοποίησης και των βασανιστηρίων που είχε βιώσει ως παιδί. Ως μέρος των ερευνών της, η νομική ομάδα προσέλαβε αρκετούς πραγματογνώμονες για να εξετάσουν την κατάδικο και να συμπληρώσουν το παζλ της ιστορίας της.
Η Τζάνετ Φόγκελσανγκ, κλινική κοινωνική λειτουργός, πέρασε αρκετές ημέρες μιλώντας με την Μοντγκόμερι το 2016. Μετά από πολλές ώρες κατά τις οποίες προσπαθούσε να κερδίσει σταδιακά την εμπιστοσύνη της φυλακισμένης και να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για την παιδική της ηλικία, η Φόγκελσανγκ άρχισε να συνειδητοποιεί τις ομοιότητες των συζητήσεών τους με εκείνες που είχε στο παρελθόν με βετεράνους του στρατού που είχαν βιώσει σοβαρά τραύματα στον πόλεμο.
«Η συζήτηση με την Λίζα ήταν όπως οι συζητήσεις με βετεράνους των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ που είχαν κρατηθεί σε τρύπες στο έδαφος και σε κελιά από μπαμπού στις χειρότερες πιθανές συνθήκες», δήλωσε η Φόγκελσανγκ στον Guardian.
Στο τέλος των ερευνών της, η Φόγκελσανγκ συνέταξε μια κοινωνική ιστορία-μαμούθ για τη ζωή της Μοντγκόμερι, που εκτείνεται σε 184 σελίδες. Τα περισσότερα από τα γεγονότα που αναφέρονται εκεί, δεν είχαν εκτεθεί ποτέ ενώπιον του δικαστηρίου.
Περιλαμβάνονται οι σεξουαλικές επιθέσεις και οι ομαδικοί βιασμοί, η σεξουαλική σκλαβιά και η βία που υπέστη. Όμως όλα αυτά δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Στα βιώματα της Μοντγκόμερι συμπεριλαμβάνονταν η διαρκής υποτίμηση και ο εξευτελισμός.
Από νεαρή ηλικία, η μητέρα της έκλεινε το στόμα της με μονωτική ταινία, προκειμένου να μην μπορεί να μιλήσει. Την ανάγκαζαν να βγάλει τα ρούχα της και να σταθεί στην αυλή μπροστά σε μεθυσμένους καλεσμένους και στη συνέχεια την απειλούσαν ότι θα την έδιωχναν από το σπίτι αν τολμούσε να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.
Οι γονείς της την ανάγκαζαν να χτυπά τη μικρότερη αδερφή της με μια σανίδα, μέχρι να την κάνει να ματώσει. Και, φυσικά, υπήρχε το δωμάτιο δίπλα από το τροχόσπιτο όπου την κακοποιούσε ο πατριός της, όχι μόνο σεξουαλικά, αλλά μέχρι τα βάθη της ψυχής της.
«Είχε ανοίξει μια τρύπα στην ντουλάπα, από όπου μπορούσε να παρακολουθεί τι γινόταν στο δωμάτιό της όταν εκείνη επέστρεφε από το σχολείο», θυμάται η Φόγκελσανγκ. «Ο πατριός της καθόταν στη ντουλάπα για να την παρακολουθεί. Για αυτό και εκείνη βρήκε ένα μικροσκοπικό σημείο στο δωμάτιό της, στο οποίο μπορούσε να στέκεται χωρίς να τη βλέπει. Κυριολεκτικά κουλουριαζόταν σε εκείνη τη γωνιά για ολόκληρες ώρες, απλώς για να μην βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο».
Η έκθεση της Φόγκελσανγκ καταλήγει ότι τα βιώματα της Μοντγκόμερι σε αυτό το δωμάτιο ήταν αντίστοιχα με τα βασανιστήρια που συνήθως βιώνουν οι ανήλικοι στρατιώτες και οι αιχμάλωτοι πολέμου. «Ήταν απομονωμένη και υποβαλλόταν σε πλύση εγκεφάλου, εξευτελισμό και υποτίμηση, δεν της επέτρεπαν να μιλά και τη χτυπούσαν κατά το δοκούν».
Η Πόρτερφιλντ δήλωσε στον Guardian ότι στις συνομιλίες της με την κρατούμενη, αναγνώρισε σχεδόν από την πρώτη στιγμή συμπτώματα τραύματος και ψυχικής ασθένειας. «Όταν τη συναντούσα ξαφνικά χανόταν», θυμάται.
«Δεν ήταν σε θέση να κρατήσει τον ειρμό της και περιέγραφε παράξενους τρόπους σκέψης όταν προσπαθούσε να παρουσιάσει τη δική της πραγματικότητα. Ζει σε μια κατάσταση αποσύνδεσης, από την οποία μπαινοβγαίνει διαρκώς. Όταν τη ρωτούσα για τα παιδικά της χρόνια, έδειχνε ανίκανη να συνδεθεί με τα συναισθήματά της. Η έκφρασή της ήταν κενή, το ίδιο και η φωνή της, μιλούσε για τον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο».
Η Πόρτερφιλντ και η Φόγκελσανγκ συμφωνούν στη διάγνωσή τους για τη Μοντγκόμερι. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», δήλωσε η Πόρτερφιλντ στον Guardian. «Η κυρία Μοντγκόμερι υποφέρει από βαρύτατες ψυχικές ασθένειες. Αντιμετωπίζει πολλαπλά προβλήματα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό».
Από όταν η Μοντγκόμερι άρχισε να λαμβάνει εντατική ψυχιατρική φροντίδα και ψυχανάλυση εντός της φυλακής, έχει λάβει πολλαπλές διαγνώσεις με διπολική διαταραχή, μετατραυματικό στρες, άγχος και κατάθλιψη, ψύχωση, κυκλοθυμία, αποσύνδεση και απώλεια μνήμης. Εκτενείς μελέτες της παιδικής της ηλικίας και των πρώτων ενήλικων χρόνων της ζωής της δείχνουν ότι έχει αντιμετωπίσει πολλά από αυτά τα προβλήματα και στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένου και του διαστήματος που ολοκληρώθηκε με την τέλεση του φρικτού της εγκλήματος.
Στους μήνες που προηγήθηκαν της δολοφονίας, είχε πολλαπλά επεισόδια στη διάρκεια των οποίων έλεγε στους γύρω της ότι ήταν έγκυος, ένας ισχυρισμός που όλοι γνώριζαν ότι ήταν ψευδής, αφού είχε επιλέξει να στειρωθεί μετά τη γέννηση του τέταρτου παιδιού της. Επιπλέον, παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα της ψυχικής της ασθένειας, ανάμεσα στα οποία και η απώλεια μνήμης, η αποσύνδεση από τα συναισθήματά της και η κλινική κατάθλιψη.
Κι όμως κανείς δεν την βοήθησε, κανείς δεν της προσέφερε οποιαδήποτε προστασία ή υποστήριξη. Αυτό είναι το επαναλαμβανόμενο θέμα στην ιστορία της Μοντγκόμερι, που προκύπτει ξανά και ξανά στα δικαστικά έγγραφα, με την ίδια ένταση μ τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματός της. Η κοινωνία δεν κατάφερε να την προστατεύσει.
Μόνο μια φορά σε όλη τη διάρκεια της άθλιας παιδικής της ηλικίας η οικογένειά της δέχθηκε επίσκεψη από κοινωνικούς λειτουργούς. Ακόμη και εκείνοι, όμως, είχαν την… καλή διάθεση να πάρουν πρώτα τηλέφωνο τους γονείς της, οι οποίοι με τη σειρά τους την απείλησαν ότι αν έλεγε οτιδήποτε, θα τη σκότωναν.
Στη συνέχεια υπήρξε ένας γιατρός από την Οκλαχόμα που την εξέτασε όταν ακόμη ήταν παιδί, έμαθε για τους τακτικούς βιασμούς της… και δεν έκανε τίποτα για αυτό. Υπήρξε μια υπηρεσία πρόνοιας, η οποία ενημερώθηκε για την σεξουαλική κακοποίηση από τη μητέρα της, Τζούνι. Όμως επίσης δεν έκανε τίποτα. Και ο δικαστής οικογενειακού δικαίου που προέδρευσε του διαζυγίου των γονιών της και ο οποίος στην ουσία μάλωσε τη Τζούντι που δεν είχε καταγγείλει τον βιασμό του ίδιου της του παιδιού στην αστυνομία, χωρίς όμως να κάνει και ο ίδιος το οτιδήποτε για να βοηθήσει τη Λίζα.
Η κοινωνία απέτυχε να προστατεύσει τη Λίζα Μοντγκόμερι, όχι μία ή δύο φορές, αλλά επανειλημμένως. Τώρα η κοινωνία, με τη μορφή της κυβέρνησης Τραμπ, ετοιμάζεται να τη σκοτώσει, ως τιμωρία για το αποτέλεσμα της δικής της αδιαφορίας.
Η Σάντρα Μπάμπκοκ δήλωσε στον Guardian ότι στα 30 χρόνια της καριέρας της έχει υπερασπιστεί εκατοντάδες κρατούμενους σε όλο τον κόσμο που κινδυνεύουν με θανατική ποινή, «και ποτέ δεν έχω συναντήσει υπόθεση όπως αυτή. Δεν γνωρίζω για καμία εκτέλεση στις ΗΠΑ ή οπουδήποτε αλλού που να πραγματοποιήθηκε εις βάρος κάποιου που έχει υποστεί τόσο ακραία σεξουαλικά βασανιστήρια και βία».
Η Μπάμπκοκ δηλώνει πεπεισμένη ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί θα ήθελαν την αποτροπή της εκτέλεσης αν ήταν ενήμεροι για όλα τα στοιχεία των πράξεων και των εμπειριών της Μοντγκόμερι. Οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν τα γνωρίζουν.
Ο χρόνος μετρά αντίστροφα: «Αν η εκτέλεση προχωρήσει κανονικά, όλοι μας θα έπρεπε να ντρεπόμαστε βαθύτατα», τονίζει.