Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ποτέ δεν ήταν εύκολες, παρά τη μακρόχρονη συνύπαρξη και συνεργασία των δύο θεσμών
Η ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους στη νεώτερη Ελλάδα πάντα είναι πιο περίπλοκη από όσο κάποιες φορές και οι δύο πλευρές δείχνουν να υποστηρίζουν. Και ο λόγος είναι ότι στην πραγματικότητα εντάσεις υπήρξαν σε όλη τη διάρκεια του νεοελληνικού κράτους.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η ίδια διαδικασία με την οποία η Εκκλησία της Ελλάδας διαμορφώθηκε ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία, σε διοικητική (και όχι δογματική) ανεξαρτησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, ήταν ταυτόχρονα και μια διαδικασία που κατοχύρωνε ένα διευρυμένο περιθώριο παρεμβάσεων του κράτους στα εκκλησιαστικά ζητήματα.
Θεσμός βαθιά συνδεδεμένος με την ελληνική κοινωνία, η Εκκλησία δεν έμεινε αλώβητη από όλα τα ιστορικά τραύματα της νεοελληνικής ιστορίας. Ο διαχωρισμός των Μητροπολιτών σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού και η ύπαρξη ταυτόχρονα βενιζελικής Συνέλευσης Ιεραρχών φιλοβασιλική Ιερά Σύνοδο στην Αθήνα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ούτε, άλλωστε, ήταν απούσα η Εκκλησία από τις μεγάλες μάχες που θα δώσει η ελληνική κοινωνία, με πιο χαρακτηριστική ίσως τη συμμετοχή κληρικών στην Εθνική Αντίσταση.
Βέβαια, σε άλλες περιπτώσεις τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα. Μια από τις πιο τραυματικές σελίδες της Εκκλησίας της Ελλάδας, που ο απόηχος της είναι ενεργός ακόμη στα εκκλησιαστικά πράγματα, έγινε στην περίοδο της δικτατορίας 1967-1974.
Ακόμη και τότε η απαλλαγή από τις επιπτώσεις της θητείας του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, που συγκεφαλαίωσε μια συστράτευση της Εκκλησίας σε μια ορισμένη εκδοχή του μετεμφυλιακού κράτους, χρειάστηκε επίσης μια κρατική παρέμβαση, που έγινε μάλιστα εν μέσω δικτατορίας Ιωαννίδη και θα ανοίξει το δρόμο για τη εκλογή του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και μια αργή και επώδυνη επιστροφή της Εκκλησίας σε μια ορισμένη ομαλότητα, που συνέπεσε με τη Μεταπολίτευση που ήρθε λίγο μετά. Να σημειώσουμε ότι οι θεσμικές αναταράξεις από την αποπομπή των λεγόμενων «Ιερωνυμικών» Μητροπολιτών θα συνεχιστούν μέχρι και τη δεκαετία του 1990.
Το διαρκές θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας
Από τα πλέον ακανθώδη θέματα, γιατί άπτεται όχι μόνο της οικονομικής κατάστασης της Εκκλησίας αλλά των ερωτημάτων που αφορούν τη μισθοδοσία των κληρικών. Το ερώτημα ήταν πάντα δύσκολο, γιατί την ίδια στιγμή που οι Μητροπόλεις, οι Μονές και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα έχουν μια εντυπωσιακή περιουσία, την ίδια στιγμή που ουκ ολίγες φορές το κράτος χρησιμοποίησε εκκλησιαστική περιουσία για την ικανοποίηση έκτακτων αναγκών, όπως ήταν η αποκατάσταση των προσφύγων.
Η πιο μεγάλη πρόσφατη σύγκρουση για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας θα είναι το 1987-1988. Τότε, με νόμο που θα εισηγηθεί ο Αντώνης Τρίτσης το τμήμα της εκκλησιαστικής περιουσίας για το οποίο δεν υπήρχαν τίτλοι θα περάσει στον κρατικό έλεγχο κάτι που θα προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις από τη μεριά της Εκκλησίας, που με τη σειρά τους θα αναγκάσουν την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου σε μερική υποχώρηση και στη συμφωνία ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ που θα οδηγήσει σε αποφόρτιση του ζητήματος.
Μερικά χρόνια αργότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα κρίνει ότι πλευρές του «νόμου Τρίτση» ήταν αντίθετες με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η μάχη των ταυτοτήτων
Μια από τις πιο μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στην Πολιτεία κι την Εκκλησία θα είναι το 2000. Μετά από γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων (15.5.2000) οι υπουργοί Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης Γιώργος Δρυς και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εκδίδουν απόφαση που εξαιρεί το θρήσκευμα από τα αναγραφόμενα στοιχεία των αστυνομικών ταυτοτήτων.
Η Εκκλησία της Ελλάδας αποφασίζει να αντιδράσει με μαζικό τρόπο στην κίνησή αυτή. Στις 21 Ιουνίου 2000 πραγματοποιείται μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος στο οποίο απευθύνει λόγο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος.
Τελικά, η κυβέρνηση δεν υποχωρεί και η απόφαση για μη αναγραφή του θρησκεύματος παραμένει σε ισχύ.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν ότι σε εκείνη τη μάχη αυτό που θα κριθεί δεν θα είναι μόνο το τυπικό θέμα των ταυτοτήτων αλλά και το συνολικότερο θέμα των ορίων ως προς τη δυνατότητα της Εκκλησίας να «πολιτεύεται», ερώτημα που κατεξοχήν συνδέθηκε με την παρουσία και τον λόγο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου.
Το ζήτημα του μαθήματος των θρησκευτικών
Ο συνδυασμός ανάμεσα στην έννοια της «επικρατούσας θρησκείας» και την υποχρέωση του κράτους, με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος να προάγει και τη «θρησκευτική συνείδηση», θεωρήθηκε για αρκετά χρόνια ότι ισοδυναμούσε με μια υποχρέωση παροχής ορθόδοξης χριστιανικής διαπαιδαγώγησης από την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Σταδιακά, όμως, τέθηκε το ερώτημα πόσο μπορεί αυτό να αντιστοιχεί σε μια εκπαίδευση που πρέπει να προάγει και την ανεκτικότητα, σε μια χώρα που η σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού δεν είχε πια έναν παλαιότερο χαρακτήρα κοινής «ελληνορθόδοξης» ταυτότητας.
Αυτό σχηματοποιήθηκε στο αίτημα το μάθημα των θρησκευτικών να αποκτήσει έναν μη ομολογιακό χαρακτήρα. Αυτό θα προσπαθήσει να προωθήσει ο Νίκος Φίλης ως υπουργός Παιδείας και τον Σεπτέμβριο του 2016 δημοσιεύτηκαν οι υπουργικές αποφάσεις για το μάθημα. Ωστόσο, η Εκκλησία θα αντιδράσει έντονα. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιλέγει να μην προχωρήσει σε ρήξη με την Εκκλησία, αποπέμπει στον επόμενο ανασχηματισμό τον Νίκο Φίλη και συμφωνεί σε διάλογο για το ζήτημα των θρησκευτικών.
Ο μετέωρος χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους του 2018
Τον Νοέμβριο του 2018 ανακοινώνεται πρόθεση συμφωνίας ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδας για τα ζητήματα που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία και την μισθοδοσία των κληρικών.
Ουσιαστικά με τη συμφωνία αυτή πλέον οι κληρικοί δεν θα αντιμετωπίζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, τη μισθοδοσία θα αναλάμβανε η Εκκλησία και το Ελληνικό Δημόσιο δεσμευόταν να προσφέρει ως ετήσια επιδότηση της μισθοδοσία σε αντάλλαγμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που απέκτησε, ενώ θα διατηρούνταν οι σημερινές οργανικές θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδας.
Παρότι η συμφωνία έδινε μια λύση ως προς την κατοχύρωση ταυτόχρονα της μισθοδοσίας των κληρικών (που ξεκίνησε μόλις το 1945 στις δύσκολες μετακατοχικές συνθήκες) και την επίλυση του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσία, θα υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, τόσο ως προς ένα γενικό στίγμα «χωρισμού Εκκλησίας Κράτους» όσο και ως προς την ανασφάλεια για τους όρους διατήρησης της μισθοδοσίας των κληρικών. Έτσι παρά την αρχική συναίνεση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, η Ιεραρχία θα απορρίψει τη σχετική συμφωνία και αυτή δεν θα προωθηθεί.
Η δύσκολη συνθήκη της πανδημίας
Η πανδημία θα είναι παγκοσμίως μια δοκιμασία για όλες τις θρησκείες. Τα μέτρα περιορισμού της διασποράς του ιού θα σημαίνουν και την ακύρωση της δυνατότητας για θρησκευτικές τελετές.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και στην Ελλάδα η Εκκλησία θα προσαρμοστεί σε αυτή τη συνθήκη και θα αποδεχτεί τα περιοριστικά μέτρα. Θα υπάρξουν αντιδράσεις, θα υπάρξουν πολεμικές, αλλά σε γενικές γραμμές θα αποφύγει να ταυτιστεί με τους «αρνητές του ιού».
Μάλιστα, θα έχουμε και το παράδοξο να είναι η κυβέρνηση ενός κόμματος που παραδοσιακά διεκδίκησε την αναφορά στην Εκκλησία, αυτή που θα μπορέσει να επιβάλει το κλείσιμο των εκκλησιών εντός των περιοριστικών μέτρων. Ίσως, αυτό να συνέβαλε και σε μια αίσθηση «εγγυήσεων» ότι δεν σηματοδοτούν τα μέτρα κάποιου είδους «αντικληρικαλιστική» στροφή. Επιπλέον, η προσεκτική αντιμετώπιση (ακόμη και από τους «ειδικούς») θεμάτων όπως της Θείας Κοινωνίας βοήθησε να μην προστεθούν εντάσεις.
Γύρω από τα Θεοφάνια φάνηκε προς στιγμή ότι η Εκκλησία έφτασε σε ένα όριο, που ίσως και να αντανακλούσε και μια κούραση στην κοινωνία από τα περιοριστικά μέτρα. Όμως, τελικά επιλέχτηκε και πάλι τελικά μια πιο συμβιβαστική λύση. Πιθανώς και επειδή, η Εκκλησία, θεσμός με σημαντική μνήμη, κυρίως ήθελε να υπογραμμίσει τη θέση της, παρά να φανεί ότι υπονομεύει την προσπάθεια σε σχέση με την πανδημία.