Στην αυγή του 2020, η παγκόσμια οικονομία είχε μόλις ολοκληρώσει τη δέκατη συνεχή χρονιά αδιάκοπης ανάπτυξης, μια τάση που οι περισσότεροι οικονομολόγοι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε ρόλους που σχετίζονταν με την οικονομία πίστευαν ότι θα διαρκούσε για πολλά ακόμη χρόνια, αλλά...
Στην αυγή του 2020, η παγκόσμια οικονομία είχε μόλις ολοκληρώσει τη δέκατη συνεχή χρονιά αδιάκοπης ανάπτυξης, μια τάση που οι περισσότεροι οικονομολόγοι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε ρόλους που σχετίζονταν με την οικονομία πίστευαν ότι θα διαρκούσε για πολλά ακόμη χρόνια.
Όμως μέσα σε δύο μόλις μήνες, ένας μυστηριώδης νέος ιός που εντοπίστηκε στην Κίνα τον Δεκέμβριο του 2019 άρχισε να εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, θρυμματίζοντας αυτές τις προσδοκίες και προκαλώντας τη βαθύτερη παγκόσμια ύφεση εδώ και ολόκληρες γενιές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,4% στη χρονιά που πέρασε σε σύγκριση με τη συρρίκνωση του 2009, που είχε κινηθεί μόλις στο 0,1%, όταν ο πλανήτης βίωνε την πιο πρόσφατη οικονομική του κρίση.
Παγκόσμια ύφεση και ανεργία
Μετά τις κυβερνητικές εντολές για κλείσιμο των επιχειρήσεων και διακοπή κάθε μη αναγκαίας δραστηριότητας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, ο παγκόσμιος πληθυσμός ήρθε αντιμέτωπος με ένα κύμα ανεργίας, εφάμιλλο του οποίου δεν είχε εμφανιστεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Παρόλα αυτά, τα ποσοστά ανεργίας διαφοροποιήθηκαν δραματικά στις διαφορετικές περιοχές του κόσμου.
Σε ορισμένες χώρες, όπως η Κίνα, η εξάπλωση του κοροναϊού αποτράπηκε επιτυχώς μέσα από αυστηρά αλλά σχετικά σύντομα lockdown, κρατώντας τους αριθμούς των ανέργων χαμηλά. Σε άλλες, όπως στη Γερμανία, τα κυβερνητικά προγράμματα για την αποτροπή των απολύσεων κράτησαν τους εργαζόμενους στα μισθολόγια των επιχειρήσεων παρά τη διακοπή της παραγωγής.
Αλλού, για παράδειγμα στη Βραζιλία και στις ΗΠΑ, η ανεξέλεγκτη εξάπλωση του ιού και η έλλειψη συνεκτικού κυβερνητικού σχεδίου για την υγεία και την οικονομία, οδήγησαν στην απώλεια αμέτρητων θέσεων εργασίας. Περίπου 22 εκατ. άνθρωποι υπολογίζεται ότι έχασαν τη δουλειά τους στις ΗΠΑ μόνο στη διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου, ενώ ο δείκτης ανεργίας σκαρφάλωσε σχεδόν στο 15%.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ένας χρόνος μέχρι η αγορά εργασίας να πλησιάσει έστω στην εικόνα που παρουσίαζε πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Το παγκόσμιο εμπόριο καταποντίζεται
Η πανδημία τίναξε στον αέρα το παγκόσμιο εμπόριο, με τον όγκο των εξαγωγών να κατακρημνίζεται ξαφνικά στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί εδώ και μια δεκαετία, στη διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου.
Όποια ανάκαμψη έχει σημειωθεί έκτοτε, οφείλεται κυρίως στην Κίνα, που είναι και η μοναδική από τις μεγάλες οικονομίες που είδε τις εξαγωγές της να αυξάνονται σε σχέση με πέρσι.
Άνευ προηγουμένου κρατική υποστήριξη
Πρωτόγνωρα επίπεδα κρατικής οικονομικής στήριξης προστάτευσαν τις οικονομίες από ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή, αύξησαν όμως και τον ήδη τεράστιο όγκο του παγκόσμιου κρατικού χρέους, εγείροντας ερωτήματα για το κατά πόσον η επόμενη κρίση που θα πρέπει να αντιμετωπίσει ο πλανήτης θα σχετίζεται με την οικονομική στενότητα.
Ωστόσο, τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια, που ορισμένες φορές κινούνται σε επίπεδα υπό του μηδενός, συνεπάγονται ότι τα κόστη εξυπηρέτησης των χρεών για τις οικονομίες των G7 είναι στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν κινηθεί μετά τη δεκαετία του 1970, όταν το βάρος του χρέους ήταν μόλις ένα θραύσμα του σημερινού του μεγέθους.
«Το σημερινό χρέος είναι βιώσιμο και θα παραμείνει βιώσιμο για αρκετά χρόνια, επειδή μέχρι η οικονομική δραστηριότητα και η απασχόληση να ξαναβρούν τους ρυθμούς τους, είναι απίθανο οι κεντρικές τράπεζες να πειράξουν τα επιτόκια. Αυτό επιτρέπει στις κυβερνήσεις να συνεχίσουν την οικονομική ενίσχυση με τη μορφή προγραμμάτων συγκράτησης της απασχόλησης και υποστήριξης των επιχειρήσεων», υποστηρίζει η Laurence Boone, επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΑΣΑ, μιλώντας στο Reuters.
Συγκράτηση των καταναλωτικών δαπανών
Μια επίπτωση αυτής της γενναιοδωρίας ήταν και η διατήρηση των καταναλωτικών δαπανών σε καλύτερα επίπεδα από τα γενικώς αναμενόμενα. Αν και οι δαπάνες για υπηρεσίες καταποντίστηκαν και παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ιδιαιτέρως εκείνες που αφορούσαν τα εστιατόρια, τα ταξίδια και τη διασκέδαση, οι καταναλωτές ξόδεψαν για αγαθά, ιδιαιτέρως για ακριβά αντικείμενα όπως αυτοκίνητα και ανακαινίσεις κατοικιών, τα οποία αποδείχθηκαν συμφέροντα λόγω της μείωσης των επιτοκίων.
Ως αποτέλεσμα, οι πωλήσεις λιανικής σε πολλές οικονομίες έχουν αυξηθεί σε σχέση με πέρσι.
Αύξηση των αποταμιεύσεων
Άλλο ένα άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών των κρατικών δαπανών ήταν η αύξηση των αποταμιεύσεων των καταναλωτών σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Η κρατική υποστήριξη με τη μορφή επιδομάτων στις ανεπτυγμένες χώρες ενίσχυσε τους τραπεζικούς λογαριασμούς των νοικοκυριών και, από τη στιγμή που αρκετοί καταναλωτές έκαναν οικονομίες, ειδικά στα πρώτα στάδια της πανδημίας, οι αποταμιεύσεις τους αυξήθηκαν σημαντικά.
Μέχρι το τέλος του 2020, επέστρεψαν σε φυσιολογικά επίπεδα, όμως παραμένουν σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με την περίοδο πριν την πανδημία. Ορισμένοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η ύπαρξή τους θα είναι το προσάναμμα που θα πυροδοτήσει την αναθέρμανση της οικονομίας στη διάρκεια του 2021 και έπειτα, όταν πλέον τα εμβόλια θα επιτρέψουν την ευρύτερη ανάκαμψη και οι καταναλωτές θα αρχίσουν να κινούνται –και να ξοδεύουν- πιο ελεύθερα.