Ποια θα είναι τα μεγάλα ερωτήματα της επόμενης χρονιάς στο διεθνές τοπίο;
Το 2020 τελειώνει με την πανδημία σε πλήρη εξέλιξη, την οικονομική κρίση ενεργή και το διεθνές τοπίο πιο ασταθές. Ποια θα είναι τα μεγάλα ερωτήματα της επόμενης χρονιάς στο διεθνές τοπίο;
Πώς θα εξελιχθεί η μάχη της πανδημίας και της δημόσιας υγείας;
Το τέλος του 2020 δεν σημαίνει το τέλος της πανδημίας. Για αρκετούς μήνες ο ιός θα βρίσκεται ανάμεσά μας. Άλλωστε, η παραδοχή, ρητή ή άρρητη μικρή σημασία έχει, ότι η πανδημία θα ανακοπεί από την ύπαρξη ενός επιπέδου ανοσίας στον πληθυσμό που δεν θα έρθει μόνο από το εμβόλιο – στα καλύτερα σενάρια προβλέπονται αρκετοί μήνες για τον εμβολιασμό των ευάλωτων ομάδων και των υγειονομικών και άλλων ουσιωδών εργαζομένων – αλλά και από την έκθεση στον ιό μεγάλου μέρους των πληθυσμών, παραπέμπει σε μια πανδημία που θα διαρκέσει για μήνες ακόμη.
Το πόσο γρήγορα θα μπορέσει να γίνει αυτό και άρα θα υπάρξει και περιορισμός της επιπλέον θνητότητας αλλά και απαλλαγή από τα περιοριστικά μέτρα είναι κάτι που θα κριθεί το επόμενο διάστημα και θα είναι από τις μεγάλες μάχες των κυβερνήσεων και των συστημάτων υγείας.
Την ίδια στιγμή, η υποχώρηση της πανδημίας θα φέρει τα περισσότερα κράτη αντιμέτωπα με το παράπλευρο κόστος της πανδημίας, δηλαδή τα προβλήματα υγείας που παραμελήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας και τώρα θα επανέλθουν στο προσκήνιο.
Άλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν την ανάγκη να δούμε την πανδημία ως έναν καταλύτη για μια συνολική αναδιοργάνωση των συστημάτων υγείας, με έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα και την καθολική δημόσια κάλυψη, κάτι που εκτός όλων των άλλων σημαίνει και την αντιμετώπιση των τεράστιων ανισοτήτων στην πρόσβαση στα συστήματα υγείας, τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και ανάμεσα στα κράτη.
Και φυσικά θα παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν θα αντιμετωπιστούν οι μηχανισμοί κοινωνικής παραγωγής της ευαλωτότητας, δηλαδή η κοινωνική ανισότητα, η ανασφάλεια, το κοινωνικοικονομικό στρες.
Θα υπάρξει βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη;
Σε επιφανειακή ανάγνωση εδώ τα πράγματα είναι κάπως προδιαγραμμένα. Η υποχώρηση της πανδημίας και η άρση των περιοριστικών μέτρων θα σημάνει ανάκαμψη στην οικονομία.
Όμως, εάν φύγουμε από την επιφάνεια το μεγάλο ερώτημα θα αφορά για το είδος της μεταπανδημικής ανάκαμψης, τη δυναμική και το βάθος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην απλή αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και τη διαμόρφωση μιας νέας αναπτυξιακής δυναμικής.
Και εδώ το ανοιχτό ερώτημα είναι εάν η τρέχουσα οικονομική κρίση ήταν απλώς το αποτέλεσμα της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων ή αντανακλούσε και πιο δομικές αντιφάσεις της παγκόσμιας οικονομίας, ιδίως αυτών που αφορούν το εάν και κατά πόσο οι τομές στην παραγωγικότητα είναι τέτοιες που μπορούν να μεταφράζονται και σε τομές στην κερδοφορία αλλά και αυτές που αφορούν τη σχέση ανάμεσα σε χρηματοπιστωτική σφαίρα και αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε, πιθανώς και παραπλανητικά, «πραγματική οικονομία».
Θα μείνει μια κληρονομιά αυταρχισμού;
Η πανδημία αντιμετωπίστηκε από αρκετές χώρες όχι απλώς μια υγειονομική κρίση αλλά ως μια πραγματική «κατάσταση εξαίρεσης». Το μέγεθος της απειλής θεωρήθηκε ότι δικαιολογούσε την επιβολή απαγορεύσεων και περιορισμών που άλλες εποχές θα θεωρούνταν αδιανόητες. Αρκεί να σκεφτούμε την απαγόρευση στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης ή στις απαγορεύσεις στις δημόσιες και ιδιωτικές συναθροίσεις. Σε άλλες χώρες θα έχουμε και την εκτεταμένη χρήση ειδικών λογισμικών ως προς την επιτήρηση της συνολικής κινητικότητας των πολιτών.
Η δικαιολογία της έκτακτης ανάγκης εμπεριέχει και την έννοια του προσωρινού και άρα της άρσης τέτοιων μέτρων. Δεν είναι, όμως, λίγοι αυτοί που ανησυχούν ότι τέτοια «έκτακτα» μέτρα πάντα γεννούν τον πειρασμό να παγιωθούν και μετά. Άλλωστε, η συζήτηση για τα ζητήματα κρατικού αυταρχισμού, με διάφορες αφορμές από την αστυνομική βία στις ΗΠΑ μέχρι την βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ ήταν ενεργή, όπως και κατά πόσο επεκτείνεται ένα καθεστώς γενικευμένης επιτήρησης και καταγραφής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, που διευκολύνεται και από την τεράστια εξέλιξη των σχετικών τεχνολογιών.
Ποια μορφή θα πάρει η νέα κούρσα των εξοπλισμών;
Ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» μπορεί να θεωρείται δεδομένο ότι θα αποτελέσει φόντο των διεθνών εξελίξεων και την επόμενη χρονιά. Άλλωστε, το επιτελείο που θα διαχειριστεί την εξωτερική πολιτική του νέου αμερικανού προέδρου, έχει δείξει από το παρελθόν ότι προκρίνει μια πιο επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρωσία.
Μόνο που και αυτός ο Ψυχρός Πόλεμος συνδυάζεται και με μια κούρσα εξοπλισμών. Με αφετηρία την επιλογή των ΗΠΑ να αποχωρήσουν εδώ και χρόνια από τη συμφωνία για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να αποκτήσουν στρατηγικό πυρηνικό πλεονέκτημα. Αυτό φάνηκε και στην πρόσφατη ετήσια συνέντευξη του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη νέα γενιά υπερηχητικών πυραύλων που έχει η Ρωσία. Ακόμη και εάν τελικά η κυβέρνηση Μπάιντεν επιλέξει την παράταση ισχύος της συμφωνίας New START, ο νέος ανταγωνισμός των εξοπλισμών θα είναι ένα από τα στοιχεία που θα σφραγίσουν το επόμενο διάστημα.
Πάμε για νέο τοπίο στη Μέση Ανατολή;
Ένα από τα ανοιχτά ερωτήματα είναι αυτό που αφορά την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια να διαμορφωθεί μια εικόνα ότι τα πράγματα οδεύουν προς μια νέα συνθήκη όπου η αποκατάσταση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τις συντηρητικές Μοναρχίες του Κόλπου, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θα διαμόρφωνε έναν ευρύτερο φιλοδυτικό και αντι-ιρανικό άξονα, αποτυπώνει περισσότερο πρόθεση παρά πραγματικότητα. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι διακηρυκτικά τουλάχιστον η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα ήθελε να ενεργοποιηθεί ξανά η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, όσο και με την επίγνωση ότι ακόμη και υπό το βάρος κυρώσεων το Ιράν παραμένει αρκετά ισχυρό ώστε να μην είναι εύκολη η αντιπαράθεση μαζί του. Άλλωστε, ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη έχει δείξει ότι το Ιράν παραμένει ικανό να βοηθά κινήματα ώστε να μπορούν αυτά να καταφέρουν σημαντικά πλήγματα.
Επιπλέον, η παγίωση του συσχετισμού υπέρ της κυβέρνησης της Δαμασκού στη Συρία, παρά την καθυστέρηση που προκαλεί η κατάσταση στον θύλακα της Ιντλίμπ διαμορφώνει ένα τοπίο πιο σύνθετο.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και ένα βαθύτερο «υπαρξιακό» ερώτημα για τα καθεστώτα του Κόλπου, που είναι ακριβώς η προοπτική απεξάρτησης από τα υγρά καύσιμα. Η προσπάθεια να επενδύσουν τον μεγάλο συσσωρευμένο πλούτο σε άλλους τομείς ή η διεκδίκηση και ενός γεωπολιτικού ρόλου (ενδεικτική η επένδυση των ΗΑΕ στις ένοπλες δυνάμεις τους) δεν αναιρεί ότι μεσοπρόθεσμα θα έχουν χάσει το στρατηγικό και οικονομικό πλεονέκτημα που έδινε ο κομβικός ενεργειακός ρόλος τους.
Την ίδια ώρα δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τις εξελίξεις στο ίδιο το Ισραήλ. Οι νέες εκλογές θα κρίνουν εάν θα συνεχίσει ο Νετανιάχου να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, αν και αυτό θα γίνει μάλλον με μετατόπιση προς τα δεξιά. Ωστόσο, η αίσθηση ότι οι νέες σχέσεις με τις αραβικές μοναρχίες και η διαίρεση του Παλαιστινιακού κινήματος (όπως και η εμφανώς μεγαλύτερη ανοχή, ενίοτε και αφωνία, της «διεθνούς κοινότητας» απέναντι στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων), κατοχυρώνουν τη θέση του Ισραήλ (όπως φάνηκε και από τα σχέδια για προσάρτηση μέρους των Κατεχομένων) δεν αναιρεί ότι το πρόβλημα παραμένει ενεργό και με απήχηση αν όχι στις αραβικές κυβερνήσεις, σίγουρα στην αραβική (και όχι μόνο) κοινή γνώμη.
Τα αμερικανικά διλήμματα για την Κίνα: σύγκρουση ή διαπραγμάτευση;
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε σαφέστατα κλιμακώσει την αντιπαράθεση με την Κίνα και σε οικονομικό και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Αυτό φάνηκε στον εμπορικό πόλεμο αλλά και στη συστηματική προσπάθεια να αποκοπούν οι κινεζικές επιχειρήσεις από κρίσιμη και αναγκαία τεχνολογία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι επιθυμεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, αλλά δύσκολα θα μπορέσει να ξεφύγει από μια κατεύθυνση ανταγωνισμού. Άλλωστε και η κινεζική ηγεσία δείχνει ότι ήδη προετοιμάζεται για την επόμενη μέρα δίνοντας έμφαση σε στόχους επίτευξης τεχνολογικής αυτάρκειας, ώστε να μην έχουν αποτέλεσμα οι αμερικανικές άμεσες ή έμμεσες κυρώσεις, την ώρα όμως που κάνει σαφές και προς την ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού αλλά και προς την Ευρώπη ότι είναι έτοιμη να συζητήσει συμφωνίες εμπορίου και επενδύσεων.
Πάντως ακριβώς επειδή θεωρούνται ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη νομιμοποιητική βάση από τα αμιγώς ζητήματα ισχύος, μπορούμε να αναμένουμε ότι θα κλιμακωθεί η ανάδειξη των ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων με επίκεντρο τη μεταχείριση της μειονότητας των Ουιγούρων.
Ποιος δρόμος για την Κίνα;
Παρότι ενισχυμένη από την αντιμετώπιση της πανδημίας και την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη, η κινεζική ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου του και τυπικά πανίσχυρου Σι Τζινπίνγκ, καλείται να κάνει κρίσιμες αναπροσαρμογές.
Αυτό δεν αφορά μόνο την προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης, με την ταυτόχρονη προσπάθεια πολιτικού ελέγχου των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων (ενδεικτικά τα όσα έγιναν σε σχέση με την εταιρεία Ant και την αναβολή της δημόσιας εγγραφής της) όσο και με την ταυτόχρονη προσπάθεια να μπει τάξη στις ελλειμματικές κρατικές επιχειρήσεις. Αφορά και το μέλλον της στρατηγικής «Ένας δρόμος – μία ζώνη», όπου πέραν των εμποδίων που προσπαθούν να βάλουν δυτικές κυβερνήσεις, φαίνεται ότι και το Πεκίνο προσπαθεί να την αναδιοργανώσει σε ποιο στέρεες βάσεις, στο νέο τοπίο μετά την πανδημία.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η Κίνα θα διεκδικεί το επόμενο διάστημα και έναν αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο, ξεκινώντας από τις περιοχές που γι’ αυτήν ορίζουν «κόκκινες γραμμές», με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τρόπο που ορίζει και υπερασπίζεται αυτά που θεωρεί ως κεκτημένα κυριαρχικά δικαιώματά της στην Νότια Σινική Θάλασσα.
Και παρότι ένα σχήμα «ευρασιατικής ολοκλήρωσης» θα αποτελούσε μάλλον υπερβολική και αβάσιμη γενίκευση, σε τακτικό επίπεδο η Κίνα θα αναβαθμίσει τον πολιτικό και στρατιωτικό συντονισμό της και με τη Ρωσία. Αυτό έδειξε και ο συμβολισμός της κοινής περιπολίας ρωσικών και κινεζικών στρατηγικών βομβαρδιστικών στη Θάλασσα της Ιαπωνίας και την Ανατολική Σινική Θάλασσα.
Παράλληλα, θα πρέπει να αναμένουμε από την κινεζική πλευρά και κινήσεις προσέγγισης με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση αλλά και προσπάθεια για να αποφευχθεί η κλιμάκωση στις σχέσεις με την Ινδία (που η κυβέρνηση Τραμπ την είδε ως πιθανό αντίβαρο στην Κίνα) έχοντας να προτείνει και τη δυνατότητα αναβάθμισης των οικονομικών σχέσεων.
Πάντως θα πρέπει να περιμένουμε το επόμενο διάστημα και κλιμάκωση της οικονομικής διπλωματίας από το Πεκίνο. Η ολοκλήρωση μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με άλλες 14 χώρες στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, ουσιαστικά η μεγαλύτερη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο (σε εμφανή αντιδιαστολή με την έξοδο των ΗΠΑ τα προηγούμενα χρόνια από σχετικές διαπραγματεύσεις) και η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με την συμφωνία για τις επενδύσεις με την ΕΕ, θα αξιοποιηθούν ως ένδειξη ότι η Κίνα είναι πραγματικά διατεθειμένη να «κάνει δουλειές» με άλλες χώρες, με όρους αμοιβαία επωφελείς. Γύρω από αυτό θα προσπαθήσει να βελτιώσει τις σχέσεις με χώρες όπως η Ινδία, να διατηρήσει σημαντικό επίπεδο οικονομικών σχέσεων με την Ευρώπη αλλά και να μεταφέρει την πίεση στις ΗΠΑ, ιδίως από τη στιγμή που η αλληλεξάρτηση των οικονομιών σημαίνουν ότι τα μέτρα απομόνωσης της Κίνας έχουν κόστος και τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Θα ανακοπεί η αλαζονεία της τουρκικής ηγεσίας;
Το 2020 η Τουρκία δοκίμασε με σχεδόν αλαζονικό τρόπο να κατοχυρώσει ρόλο περιφερειακής δύναμης. Έχει στρατιωτική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία, προσπάθησε να τροποποιήσει το συσχετισμό στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, παρενέβη στη σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο Καραμπάχ, διεκδίκησε να επιβάλει τη δική της ανάγνωση για τα κυριαρχικά δικαιώματα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Την ίδια ώρα δοκίμασε τα όρια ανοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εμφανώς δεν είναι έτοιμη για ρήξη (με δεδομένη και τη βαρύτητα της συμφωνίας για το προσφυγικό), αλλά και των ΗΠΑ, με την επιμονή για τις αντιβαλλιστικές συστοιχίες S-400 που ήδη της έχουν στοιχίσει αποφάσεις του Κογκρέσου για κυρώσεις (παγωμένες προς στιγμή μετά το βέτο του Τραμπ).
Με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει την ίδια καλή σχέση, όμως την ίδια στιγμή δείχνει να προσπαθεί να αποκαταστήσει σχέσεις μιας ορισμένης συνεννόησης, ιδίως καθώς γνωρίζει ότι αρκετοί θεωρούν ότι η Τουρκία πρέπει να παραμείνει στη Δύση. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι όλα αυτά θα σημαίνουν και επικύρωση μιας γεωπολιτικής φιλοδοξίας που έχει και στοιχεία αλαζονείας και μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για μια ευρύτερη περιοχή. Η ικανότητα του προέδρου Ερντογάν να χρησιμοποιεί τις διαφορετικές συμμαχίες για να κατορθώνει να κατοχυρώνει θέσεις δεν είναι δεδομένο ότι πάντα θα αποδίδει, την ώρα που την επόμενη χρονιά θα φανεί και η πραγματική αντοχή της τουρκικής οικονομίας (που από «ισχυρό χαρτί» του Ερντογάν, μπορεί πάντα να εξελιχθεί σε «αχίλλειο πτέρνα»). Και βέβαια, πάντα θα υπάρχει το «υπαρξιακό» ερώτημα ότι η καταστολή και ο εθνικισμός δεν αναιρούν ότι το κουρδικό παραμένει ανοιχτή πληγή στην Τουρκία.
Θα ξεπεράσει η Ευρώπη την αμηχανία της;
Η χρονιά τελείωσε με την ΕΕ να αποφεύγει, έστω και την τελευταία στιγμή τα χειρότερα, με τον συμβιβασμό γύρω από τον προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και την αποφυγή ενός Brexit χωρίς συμφωνία.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί την βαθύτερη κρίση προσανατολισμού του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» και την αμηχανία ως προς το πώς θα μπορέσει η Ένωση να λειτουργήσει προωθητικά στην οικονομία, να δείξει πραγματική αλληλεγγύη και να απαντήσει σε μια αίσθηση αποξένωσης των πολιτών από τους «ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Πολλά θα κριθούν και από τις εξελίξεις στη Γερμανία, ενόψει και των εκλογών της επόμενης χρονιάς. Η προαναγγελθείσα αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ, διαμορφώνει ένα κενό που δεν αφορά μόνο το πρόσωπό της αλλά και το συνολικότερο προσανατολισμό. Με τη Γαλλία να δοκιμάζεται από διάφορες αντιθέσεις και τους κινδύνους η μάχη κατά του «σεπαρατισμού» να μετατραπεί σε μια εκδοχή «σύγκρουσης πολιτισμών» σε γαλλικό έδαφος, την εμφάνιση διαφόρων υπο-συσπειρώσεων γύρω από ιδιαίτερα συμφέροντα (ενδεικτική η σκληρή διαπραγμάτευση για να υπάρξει Ταμείο Ανάκαμψη) και την προσπάθεια χωρών της «διεύρυνσης» να κατοχυρώσουν την αυταρχική και παρεμβατική εκδοχή διακυβέρνησής τους, το γεγονός ότι και η Γερμανία είναι σε αναζήτηση προσανατολισμού επί της ουσίας, επιτείνει τα ερωτήματα για το μέλλον της ίδιας της Ένωσης.