Λίγο πριν την επίσκεψη Λαβρόφ στην Αθήνα, η Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα υπενθυμίζει την πάγια θέση της για το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 νμ και το διεθνές δίκαιο για τις ΑΟΖ, υπογραμμίζοντας ότι η σύμπραξη με την Τουρκία είναι τακτική και όχι στρατηγική
Σε μια εποχή όπου συνήθως όπου οι υπουργοί Εξωτερικών βλέπουν τη συγκεκριμένη θητεία τους περισσότερο ως εφαλτήριο για την πολιτική τους καριέρα, ο Σεργκέι Λαβρόφ αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση ως κάποιος που έχει αφιερωθεί στη διπλωματία.
Εάν κανείς έχει παρατηρήσει δε τη ρητορική του, θα προσέξει ότι ο Λαβρόφ υπενθυμίζει ότι τέχνη της διπλωματίας δεν είναι μόνο η δημιουργική ασάφεια ή ο υπαινιγμός, αλλά και η ακριβολογία, η ικανότητα δηλαδή να ορίζεται ένα ζήτημα με τους πραγματικούς τους όρους. Συχνά μάλιστα, η ακριβόλογη διατύπωση μπορεί να είναι αυτή που παραπέμπει και σε περισσότερες προεκτάσεις.
Σε αυτό το φόντο αποκτά ιδιαίτερη σημασία η απάντηση του Σεργκέι Λαβρόφ σε ερώτηση που του έγινα στη διάρκεια συνέντευξης σε ραδιοφωνικούς σταθμούς στις 14 Οκτωβρίου: «Η Τουρκία ποτέ δεν θεωρήθηκε ως στρατηγικός σύμμαχός μας. Είναι ένας συνεργάτης, ένας στενός συνεργάτης. Σε πολλούς τομείς αυτή η συνεργασία είναι στρατηγική».
Η περιγραφή αυτή αποτυπώνει ταυτόχρονα τη σημασία που αποδίδει η Ρωσία στις σχέσεις της με την Τουρκία και την επιμονή να αναζητά κάποιου είδους συνεννόηση και σε σχέση με τη Συρία και σε σχέση με τον εμφύλιο στη Λιβύη, αλλά και τα όριά της. Υπογραμμίζει τα πεδία όπου επιδιώκεται η συνεργασία, με τον Λαβρόφ στην ίδια συνέντευξη να τονίζει τη σημασία της διαδικασίας της Αστάνα, να υπενθυμίζει ότι είναι οι Αμερικανοί αυτοί που προωθούν τις σεπαριστικές τάσεις των Κούρδων στην ανατολική όχθη του Ευφράτη και να σημειώνει ότι και οι Τούρκοι καταλαβαίνουν ότι στη Λιβύη χρειάζεται να προωθηθεί μια πολιτική λύση.
Ταυτόχρονα, το «δεν είναι στρατηγικός σύμμαχος» θέτει και το όριο. Η Ρωσία δεν θεωρεί ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που έχει ένα παρόμοιο όραμα για τον κόσμο, σε πείσμα της επαναλαμβανομένης ρητορικής στα δυτικά ΜΜΕ ότι Πούτιν και Ερντογάν έχουν αλληλοεκτίμηση ως «αυταρχικοί ηγέτες», ρητορική που εσχάτως έφτασε στα όρια της καρικατούρας μέσα από αναφορές στις ομοιότητες Ερντογάν, Πούτιν και Τραμπ.
Η σημασία της αντιπαράθεσης για το Ναγκόρνο Καραμπάχ
Μια απλή υπενθύμιση πρόσφατων γεγονότων δείχνει ότι στην πραγματικότητα η Ρωσία και η Τουρκία κινούνται από διαφορετικές αφετηρίες ακόμη και σε πεδία όπου συνεργάζονται. Η συνεργασία π.χ. στη διαδικασία της Αστάνα για την πολιτική λύση στη Συρία ξεκίνησε αφού πρώτα οι δύο χώρες έφτασαν το χειρότερο σημείο των μεταξύ τους σχέσεων με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους και αφού έγινε σαφές στην Άγκυρα ότι μόνο η Ρωσία μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι Κούρδοι δεν θα σχημάτιζαν μια οιονεί κρατική κουρδική οντότητα πολύ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.
Αντίστοιχα, στη Λιβύη το γεγονός ότι συμμετέχουν στις ίδιες διαδικασίες για την αναζήτηση πολιτικής λύσης, ήρθε αφού οι δύο χώρες υποστήριξαν αντίπαλες πτέρυγες στον εμφύλιο πόλεμο (πιο επιθετικά η Τουρκία, πιο μετρημένα η Ρωσία) και πάλι αφού η Ρωσία έριξε το βάρος της ώστε να υπάρξει μια «ισορροπία δυνάμεων» και να ξεκινήσει μια διαδικασία διαλόγου, αρκετά χαοτική προς το παρόν για τη διαμόρφωση κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Όμως, η κρίση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ έχει άλλες διαστάσεις, παρά τις χθεσινές εξελίξεις για κατάπαυση του πυρός. Η Τουρκία αποφάσισε να ανακατευτεί σε μια αντιπαράθεση που κρατάει χρόνια, σε μια περιοχή που η Ρωσία αντιμετώπιζε ως πίσω αυλή της και μάλιστα υποδαυλίζοντας μια σύγκρουση που η Ρωσία επιδιώκει να κρατήσει ανενεργή, κυρίως με το να συνομιλεί και με τις δύο πλευρές. Τη Μόσχα θορύβησαν και οι πληροφορίες για αποστολή ισλαμιστών από τη Συρία στην περιοχή, ιδίως με δεδομένη τη φόρτιση που υπάρχει σε σχέση με την Τσετσενία και την παρουσία ουκ ολίγων Τσετσένων μαχητών π.χ. στις διάφορες ισλαμιστικές ένοπλες οργανώσεις στον εμφύλιο της Συρίας.
Κυρίως η Μόσχα χρεώνει στην Άγκυρα ότι έριξε το βάρος της για να ενισχύει στην ηγεσία των Αζέρων την εκτίμηση ότι μπορεί να υπάρξει στρατιωτική λύση της κρίσης, την ώρα που η Μόσχα εκτιμά ότι μόνο πολιτική λύση μπορεί να υπάρξει με αφετηρία τη σταδιακή αποχώρηση των ενόπλων δυνάμεων των δύο πλευρών.
Τα ρωσικά παράπονα από την ελληνική στάση
Την ίδια ώρα η ρωσική διπλωματία εξακολουθεί να παραμένει ενοχλημένη από την τροχιά που έχει πάρει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Η Μόσχα θεωρεί ότι έχει υπάρξει μια μονόπλευρη επένδυση στις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους και μια προσχώρηση της Ελλάδα σε ένα είδος αντιρωσικών κινήσεων που κατά βάση υπαγορεύονται από τις πολιτικές επιλογές των ΗΠΑ. Αυτή έχει αποτυπωθεί στην αποδοχή των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, στην ενίσχυση των κινήσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με το Αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη σχετική απροθυμία για συζήτηση μεγάλων επενδυτικών σχεδίων π.χ. στο χώρο της ενέργειας και βέβαια στον τρόπο που η Ελλάδα μετατρέπεται σε ένα κόμβο του αμερικανικού αμυντικού σχεδιασμού στην ευρύτερη περιοχή, ενός σχεδιασμού που έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια πίεσης προς τη Ρωσία και τη δημιουργία μιας ιδιότυπης αμυντικής «υγειονομικής ζώνης» από τη Βαλτική μέχρι την Αλεξανδρούπολη και τη Σούδα.
Η σημασία της δήλωσης για τα 12 νμ
Σε αυτό το φόντο η τοποθέτηση της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα για το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων αποκτά ξεχωριστή σημασία. «Η θέση της Ρωσίας ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι θέση αρχής. Θεωρούμε τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 “ακρογωνιαίο λίθο” του διεθνούς καθεστώτος των θαλασσών». Και προσθέτει: «Η Σύμβαση προβλέπει ρητά το κυρίαρχο δικαίωμα όλων των κρατών για χωρικά ύδατα έως 12 ναυτικά μίλια και ορίζει τις αρχές και τους τρόπους της οριοθέτησης ΑΟΖ. Αυτό αφορά και τη Μεσόγειο».
Η δήλωση καθεαυτή ακολουθεί πάγιες θέσεις της ρωσικής διπλωματίας που θεωρεί ότι τα όσα προχωρήματα έγιναν στο διεθνές δίκαιο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξακολουθούν να αποτελούν σημεία αναφοράς για την αποφυγή μιας χαοτικής συνθήκης στο διεθνές σύστημα.
Διατυπωμένη δε ως γενική δήλωση αρχών «προστατεύει» και από το ενδεχόμενο να θεωρηθεί άμεση παρέμβαση, ενώ προφανώς δεν παραπέμπει και σε κάποια δέσμευση για παρέμβαση.
Ταυτόχρονα, είναι μια δήλωση διαφοροποιημένη από το επίπεδο των παρεμβάσεων τόσο των ΗΠΑ όσο και της ΕΕ. Εκεί ο τόνος παρά την επίκληση του διεθνούς δικαίου είναι πολύ περισσότερο προς την ανάγκη διαλόγου και αμοιβαίων υποχωρήσεων, ενώ εδώ έχουμε την υπογράμμιση του διεθνούς δικαίου ως αφετηρία (κάτι πιο κοντινό και στις πάγιες θέσεις της ελληνικής διπλωματίας).
Ούτε είναι τυχαία η συγκεκριμένη αναφορά στα 12 νμ, εάν αναλογιστούμε όχι τόσο τον τρόπο που το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο στην ελληνική συζήτηση, αλλά το γεγονός ότι αποτελεί πάγια θέση της Τουρκίας ότι τυχόν άσκηση αυτού του δικαιώματος από την πλευρά της Ελλάδας θα αποτελούσε casus belli. Και βέβαια η αναφορά σε οριοθέτηση ΑΟΖ πάλι με βάση τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, πάλι δεν είναι τυχαία, εάν σκεφτούμε ότι η Τουρκία εξακολουθεί επί της ουσίας να μην τη θεωρεί βάση συζήτησης.
Η επίσκεψη Λαβρόφ
Όλα αυτά προφανώς γίνονται στον ορίζοντα της επίσκεψης Λαβρόφ στην Αθήνα. Είναι σαφές ότι η ρωσική διπλωματία προσπαθεί να κάνει ορισμένα πρώτα ανοίγματα, ιδίως από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει δείξει ότι ως ένα βαθμό επιθυμεί μια σχετική αναθέρμανση των ελληνορωσικών σχέσεων.
Το γεγονός ότι η Ρωσία είναι μία δύναμη που μπορεί, στη συγκεκριμένη συγκυρία, να ασκήσει μάλλον μεγαλύτερη πίεση στην Τουρκία από τις ΗΠΑ, είναι κάτι που συχνά έχει υπογραμμιστεί στη σχετική συζήτηση, την ώρα που η Ρωσία έχει ανάγκη να δείχνει ότι δεν ευθυγραμμίζονται όλες οι δυτικές χώρες με τη στρατηγική του «νέου Ψυχρού Πολέμου».
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας έστω και μερικής βελτίωσης των ελληνορωσικών σχέσεων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τα όρια της ελληνικής διπλωματίας μετά από μια μακρά πορεία όπου η βασική διπλωματική επένδυση ήταν μάλλον η ακόμη εντονότερη ευθυγράμμιση με την τρέχουσα πολιτική της Δύσης, όπως και εάν την ορίσει κανείς.