Όλα δείχνουν ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σταδιακά μετατοπίζονται σε μια λογική lockdown, κυρίως επειδή σε αυτή τη φάση δεν μπορούν να δουν άλλους τρόπους αντιμετώπισης της πανδημίας.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά στην πραγματικότητα μέχρι την πανδημία τα lockdown τέτοιας υφής καταγράφονταν μόνο ως ακραίο σενάριο των επιδημιολόγων που έκαναν προτάσεις κυρίως για το ενδεχόμενο μιας πανδημίας γρίπης ανάλογης με αυτής του 2018, παρά ως πραγματική πολιτική επιλογή.
Το μόνο που είχε δοκιμαστεί ήταν οι πρακτικές επιθετικής τοπικής καραντίνας που είχε δοκιμάσει η Κίνα στην αντιμετώπιση του SARS. Όμως, όταν ξέσπασε η πανδημία και όταν οι χώρες διαπίστωσαν ότι απέτυχε η επιδημιολογική επιτήρηση και ότι δεν ήταν εύκολη η εφαρμογή μαζικών τεστ, ιχνηλάτησης και απομόνωσης κρουσμάτων, κυρίως εξαιτίας ελλιπούς προετοιμασίας των συστημάτων υγείας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποφάσισαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από τα lockdown.
Ακόμη και οι όποιες φωνές είχαν ακουστεί στην αρχή που θεωρούσαν ότι ένας βαθμός διασποράς έπρεπε να γίνει ανεκτός για να αρχίσει να οικοδομείται ανοσία στον πληθυσμό, γρήγορα παραμερίστηκαν. Αυτό είχε να κάνει τόσο με το φόβο μήπως ξεφύγει η κατάσταση, που ενισχυόταν και από ιδιαίτερα απαισιόδοξες σχεδόν εκβιαστικές προβολές ορισμένων μαθηματικών μοντέλων (που και τότε και αργότερα αμφισβητήθηκαν σφόδρα και εντός της επιστημονικής κοινότητας), όσο και με την αγωνία για τις αντοχές των συστημάτων υγείας.
Βέβαια, η εμπειρία ήταν στην πραγματικότητα αντιφατική. Τα lockdown κατάφεραν στο τέλος να επιβραδύνουν σε σημαντικό βαθμό τη διασπορά του ιού, κυρίως μέσα από την κατακόρυφη πτώση της συχνότητας και πυκνότητας κοινωνικών συναναστροφών.
Όμως, στις περισσότερες χώρες δεν απέτρεψαν πολύ σημαντικό αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων, σε σημαντικό βαθμό συσχετιζόμενων και χώρους όπως τα γηροκομεία. Ακόμη και η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που επέλεξε πιο περιορισμένα μέτρα, η Σουηδία, εν τέλει δεν απέφυγε τους μεγάλους αριθμούς θανάτων σε γηροκομεία.
Την ίδια στιγμή τα lockdown έφεραν στο προσκήνιο και το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας. Σε χώρες όπως η Βρετανία ή η Γαλλία φάνηκε ότι το τίμημα ήταν πιο υψηλό σε πληθυσμούς με μεταναστευτική καταγωγή, αποτέλεσμα και των κοινωνικών συνθηκών που ενίσχυσαν μορφές ευαλωτότητας, φαινόμενο ακόμη πιο έντονο στις ΗΠΑ όπου π.χ. οι μαύροι έχουν πολύ μεγαλύτερη ευαλωτότητα από τους λευκούς, σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας των σωρευμένων προβλημάτων υγείας που δημιουργεί η κοινωνική ανισότητα και η άνιση πρόσβαση στα συστήματα υγείας.
Η απόπειρα εξόδου
Έστω και με διαφορετικούς ρυθμούς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φάνηκε να ξεπερνούν το πρώτο κύμα και να επιστρέφουν σε ένα είδος κανονικότητας. Για ένα διάστημα φάνηκε ότι αυτό δεν συνεπαγόταν και αυτόματη εκτίναξη των κρουσμάτων των θυμάτων.
Μάλιστα, γενική η θνησιμότητα φάνηκε να υποχωρεί και γιατί ήταν πλέον λιγότερα τα βαριά περιστατικά, καθώς εκτός των άλλων λήφθηκαν και μέτρα σε χώρους όπως τα γηροκομεία, και γιατί βελτιώθηκαν οι θεραπευτικές παρεμβάσεις, λόγω και της πολύ καλύτερης γνώσης της νόσησης με COVID-19.
Ωστόσο, με την αρχή του φθινοπώρου, το άνοιγμα των σχολείων και το τέλος της περιόδου των διακοπών φάνηκε ότι υπήρχε ξανά μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων. Σε πρώτη φάση οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να επιμείνουν στην αυστηρότερη τήρηση μέτρων όπως η χρήση μάσκας, όμως η τάση των κρουσμάτων ήταν αυξητική.
Τι ωθεί τις κυβερνήσεις στην επιστροφή στα lockdown
Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με την άνοιξη. Όντως, τα επιβεβαιωμένα κρούσματα αυξάνονται σε σημαντικό βαθμό. Βέβαια αυτό αντανακλά και τα πολύ περισσότερα τεστ που γίνονται και την πολύ μεγαλύτερη διασπορά του ιού μέσα στην κοινότητα.
Η θνησιμότητα δεν δείχνει ανάλογα αυξητικές τάσεις. Όμως, αυξάνονται σταδιακά οι νοσηλείες και τα κρούσματα που χρειάζονται ΜΕΘ, αν και όχι ακόμη στα επίπεδα της περασμένης άνοιξης. Και βέβαια στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ο τρόπος ζωής είναι ήδη αρκετά «χειμερινός», δηλαδή με μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων να μετακινούνται σε κλειστούς χώρους.
Αυτό διαμορφώνει μια ανησυχία στις κυβερνήσεις ότι θα μπορούσαν να ξεφύγουν τα πράγματα και να δουν μια κατάσταση ανάλογη με αυτή της άνοιξης. Μόνο που σε μια τέτοια περίπτωση εκτιμούν ότι θα εισέπρατταν πολύ μεγάλη κατακραυγή και απονομιμοποίηση.
Επιπλέον, οι περισσότερες χώρες παρότι προσπάθησαν να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας, έχουν άγχος για τα όρια αντοχής τους. Ως προς τα γηροκομεία και άλλους χώρους φιλοξενίας, οι περισσότερες χώρες πήραν μέτρα μετά την άνοιξη, αλλά ανησυχία υπάρχει,.
Αυτό σπρώχνει την υιοθέτηση ξανά περιοριστικών μέτρων. Αποφεύγουν το τυπικό lockdown, δηλαδή την υποχρεωτική παραμονή στα σπίτια όλη την ημέρα, αλλά επιβάλλουν μεγάλες απαγορεύσεις κυκλοφορίας το βράδυ και κλείνουν χώρους εστίασης και διασκέδασης, σε μια προσπάθεια να ελαχιστοποιήσουν τη διασπορά αλλά να μην αναστείλουν μεγάλο αριθμό οικονομικής δραστηριότητας.
Τα όρια των lockdown
Το πρόβλημα με όλα αυτά τα μέτρα είναι ότι περιορίζουν την ταχύτητα διασποράς – χωρίς να «σταματούν» την πανδημία. Έχουν αξία ως «κέρδισμα χρόνου» αρκεί να υπάρχει ένας ορατός ορίζοντας που αυτός ο χρόνος θα αξιοποιηθεί. Διαφορετικά απλώς μεταθέτουν και «απλώνουν» στο χρόνο την πανδημία.
Με το εμβόλιο να πηγαίνει για την άνοιξη, στα θετικά σενάρια, οπότε και προφανώς δεν θα χορηγηθεί «αμέσως» σε όλο τον πληθυσμό αλλά ιεραρχημένα και σε ένα βάθος χρόνου, αυτό συνεπάγεται μια παρατεταμένη μάχη με την πανδημία και άρα και ένα εξίσου παρατεταμένο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.
Άλλωστε, υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια συνθήκη δύο ή τριών μηνών, αμέσως μετά την εμφάνιση μιας επιθετικής πανδημίας και έναν εύλογο φόβο και τη σημερινή κατάσταση όπου υπάρχει επίγνωση του κοινωνικού κόστους, συμπτώματα κούρασης και μια ανασφάλεια για το τι θα σήμαινε άλλο ένα εξάμηνο με μεγάλους περιορισμούς.
Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να περιορίσουν το κοινωνικό κόστος με σχετικά μεγάλα προγράμματα κάλυψης εισοδήματος, δεν αναιρεί την ανασφάλεια για την επόμενη μέρα.
Η δυσκολία χάραξης εναλλακτικής
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη επανέρχεται το θέμα εάν υπάρχει εναλλακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί κοιτάζουν ξανά προς τη Σουηδία, που έχοντας αντιμετωπίσει τα προβλήματα με τα γηροκομεία (που οδήγησαν σε μεγάλο αριθμό θανάτων), δείχνει παρά τους μεγάλους αριθμούς κρουσμάτων να μην έχει μεγάλη θνησιμότητα πια ή μεγάλα ποσοστά νοσηλευομένων σε ΜΕΘ, χωρίς να εφαρμόζει μεγάλης κλίμακας περιοριστικά μέτρα.
Άλλωστε, και στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει μια μειοψηφία επιδημιολόγων που επαναπροκρίνει το συνδυασμό ανάμεσα στην προστασία των ευάλωτων, κυρίως των ηλικιωμένων, και την επιδίωξη οικοδόμησης ανοσίας στον πληθυσμό. Βέβαια, η άποψη αυτή, που αποτυπώθηκε και στη «Διακήρυξη του Γκρέιτ Μπάρινγκτον», έχει συναντήσει ένα κύμα αντιδράσεων από τον κύριο όγκο των επιδημιολόγων.
Ωστόσο οι περισσότερες κυβερνήσεις προς το παρόν δεν επιλέγουν αυτή την κατεύθυνση. Οι περισσότεροι επιστημονικοί σύμβουλοι των κυβερνήσεων θεωρούν ότι ο κίνδυνος για ανεξέλεγκτη συνθήκη εάν χαλαρώσουν τα μέτρα παραμένει, ενώ και οι επικοινωνιολόγοι κρούουν τον κίνδυνο για μεγάλες αντιδράσεις εάν υπάρξουν ξανά πολλά θύματα.
Αυτό οδηγεί στην επιλογή των αποφάσεων για περιοριστικά μέτρα, παρά τις επιμέρους αντιδράσεις που υπάρχουν.
Ωστόσο, όσο θα περνάει ο καιρός και θα φαίνεται και το κοινωνικό αποτύπωμα των μέτρων η πίεση τα όποια μέτρα να εντάσσονται σε έναν ορίζοντα θα εντείνεται και η συζήτηση για το εάν υπάρχει εναλλακτική θα επανέρχεται.