Την ώρα που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ξορκίζουν το ενδεχόμενο νέων καθολικών lockdown, αναγκάζονται η μία μετά την άλλη να παίρνουν έκτακτα μέτρα, με ορατό το ενδεχόμενο σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού κόστους
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων COVID-19 έχει φτάσει στα όρια των κορυφώσεων του περασμένου Απριλίου, δείχνοντας ότι το «δεύτερο κύμα» είναι εδώ και δείχνει τα δόντια του.
Βέβαια, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Τότε τα αυξημένα κρούσματα, που καταγράφηκαν αφού είχαν επιβληθεί καθολικά λοκντάουν, αντανακλούσαν την πραγματικότητα της διασποράς του κοροναϊού πριν την επιβολή των μέτρων και το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να ληφθούν επαρκή μέτρα προστασία σε κρίσιμους χώρους όπως τα γηροκομεία.
Τώρα τα αυξημένα κρούσματα αφορούν τη διασπορά του ιού σε χώρες όπου υπήρξε εν μέρει τουλάχιστον επιστροφή στην «κανονικότητα» από τις αρχές του καλοκαιριού, που σημαίνει περισσότερες κοινωνικές συναναστροφές αλλά και περισσότερες ευκαιρίες μετάδοσης, αλλά και τον σημαντικά αυξημένο αριθμό τεστ που γίνεται.
Από την άλλη, βέβαια η θνησιμότητα δεν έχει ακολουθήσει τους ρυθμούς αύξησης των κρουσμάτων. Ακόμη και εάν καταγράφεται αύξηση, τα πράγματα απέχουν πολύ από τις τραγικές στατιστικές του Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου. Η μείωση της θνησιμότητας αντανακλά δύο βασικές παραμέτρους: το ότι βελτιώθηκαν σημαντικά τα πρωτόκολλα προστασίας των ευπαθών, ιδίως σε χώρους όπως τα γηροκομεία, αλλά και τη βελτίωση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων για τα βαριά περιστατικά, αποτέλεσμα και της διαρκώς αυξανόμενης γνώσης που έχουμε για τη διαχείριση της ασθένειας.
Ωστόσο η ανησυχία είναι μεγάλη στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, καθώς παρότι ο κύριος όγκος των κρουσμάτων είναι ήπια, εντούτοις η αύξηση του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων σημαίνει και αύξηση των βαριών περιστατικών, αυτών δηλ. που χρειάζονται νοσηλεία σε ΜΕΘ ή ακόμη και διασωλήνωση. Ο φόβος, δηλαδή που επανέρχεται είναι αυτός της εξάντλησης των ορίων αντοχής του συστήματος υγείας, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
Η Ευρώπη αντιμέτωπη με το «δεύτερο κύμα»
Στη Γερμανια τα 4058 κρούσματα την Πέμπτη 8 Οκτωβρίου σηματοδότησαν μια σημαντική αύξηση. Την ίδια στιγμή 487 άνθρωποι νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ, εκ των οποίων οι 239 διασωληνωμένοι, ο υψηλότερος αριθμός από τον περασμένο Ιούνιο. Και το άγχος είναι ότι όσο περνάει ο καιρός θα αυξάνεται και ο μέσος όρος ηλικίας των κρουσμάτων, πράγμα που θα αυξάνει και την πιθανότητα των σοβαρών περιστατικών και αυτών που μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο ζωής.
Την ίδια μέρα η Γαλλία κατέγραψε ένα νέο ρεκόρ ημερήσιων κρουσμάτων με επιπλέον 18746 κρούσματα και 80 νεκρούς. Ο αριθμός των ασθενών σε ΜΕΘ αυξήθηκε στους 1427. Αυτό είναι πιο χαμηλά από τους 7148 ασθενείς στις 8 Απριλίου, επάνω δηλ. στην κορύφωση της πανδημίας, ωστόσο ανησυχεί τις αρχές το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή πάνω από το 30% των κλινών ΜΕΘ καλύπτεται από ασθενείς με COVID-19.
Στην Ιταλία στις 8 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε ότι τις τελευταίες 24 ώρες καταγράφηκαν 4458 νέα κρούσματα. Ήταν η πρώτη φορά που ο αριθμός των νέων κρουσμάτων ξεπέρασε τις 4.000 από τα μέσα Απρίλη.
Στην Ισπανία ανακοινώθηκαν στις 8 Οκτωβρίου 12423 νέα κρούσματα και 126 επιπλέον θάνατοι στη χώρα που έχει το συνολικότερο αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στη Δυτική Ευρώπη (848324), την ώρα που ένα δικαστήριο της Μαδρίτης ακύρωσε ουσιαστικά την πρόσφατη κυβερνητική απόφαση για τοπικά λοκντάουν στην Ισπανική πρωτεύουσα, απόφαση με την οποία είχε διαφωνήσει η τοπική κυβέρνηση.
Ανάλογη είναι η εικόνα που υπάρχει και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες: αύξηση των κρουσμάτων σε αριθμούς που παραπέμπουν στην κορύφωση του πρώτου κύματος, πολύ χαμηλότεροι αριθμοί θανάτων και σταδιακή αύξηση του αριθμού των νοσηλευομένων σε ΜΕΘ.
Τα διλήμματα των κυβερνήσεων
Στο «πρώτο κύμα», υπό το βάρος του φόβου αλλά και του σημαντικού αριθμού θυμάτων μέσα σε βραχύ χρόνο, οι κυβερνήσεις προχώρησαν στα «οριζόντια» λοκντάουν που στο τέλος όντως κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά τη μετάδοση, επιτρέποντας, στην Ευρώπη, μια ανάπαυλα το καλοκαίρι.
Ταυτόχρονα, αυτά τα μέτρα είχαν πολύ μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, βυθίζοντας την ευρωπαϊκή οικονομία σε μια από τις μεγαλύτερες καταγεγραμμένες υφέσεις, υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις να σπεύσουν να πάρουν μέτρα για να αποφύγουν την κατάρρευση οικονομιών και κοινωνιών.
Όμως, ήδη από τότε ήταν σαφές ότι το μέτρα του λοκντάουν είχε ληφθεί με τη λογική ότι θα ήταν χρονικά περιορισμένο. Τώρα, όμως, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα μιας πανδημίας που θα συνεχιστεί για αρκετούς μήνες ακόμη και για την οποία το εμβόλιο θα έρθει μετά από μερικούς μήνες και βεβαίως όταν θα έρθει δεν θα είναι εύκολο να εμβολιαστεί μεμιάς όλος ο πληθυσμός.
Την ίδια στιγμή οι επιδημιολόγοι έχουν κάνει σαφές ότι δεν αρκεί η λογική της επιβολής ενός ακόμη σύντομου λοκντάουν. Αυτό απλώς θα μετέθετε στο χρόνο την επόμενη κορύφωση που με τη σειρά της θα απαιτούσε εκ νέου περιοριστικά μέτρα κ.ο.κ. Θα μπορούσε κανείς να προτείνει το λοκντάουν έως ότου είναι δυνατός ο μαζικός εμβολιασμός, όμως αυτό είναι περισσότερο μια «νοητική άσκηση» παρά ένα πραγματικό ενδεχόμενο, εφόσον είναι δεδομένο ότι κάτι θα είχε τρομακτικό κόστος και θα απειλούσε με κοινωνική κατάρρευση.
Αυτό οδηγεί σε μια άλλη λογική, επίσης δύσκολη: διαρκείς παρεμβάσεις και περιοριστικά μέτρα που δεν θα έχουν «οριζόντια» μορφή. Αυτό φαίνεται από τα μέτρα που ανακοινώνονται: νέοι περιορισμοί στη λειτουργία των χώρων εστίασης (μπαρ, εστιατόρια κ.λπ.), ως προς το ωράριο και την πυκνότητα των πελατών, προσωρινές αναστολές λειτουργίας τέτοιων χώρων, επέκταση της χρήσης μάσκας και διαρκή προσπάθεια για αύξηση του ποσοστού τηλεργασίας.
Ωστόσο, η αύξηση των κρουσμάτων ενόψει και του επερχόμενου χειμώνα (άρα και του μεγαλύτερου συνωστισμού σε κλειστούς χώρους σε αντίθεση με τη θερινή στροφή σε υπαίθριους χώρους») διαμορφώνει πίεση για επιπλέον μέτρα, που σε αυτή τη φάση οι κυβερνήσεις δείχνουν να προκρίνουν να τα παίρνουν σε τοπικό επίπεδο, παρά σε πανεθνικό. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό οδηγεί σε αντιδράσεις, όπως φάνηκε από την περίπτωση των διαμαρτυριών στη Μαδρίτη γι’ αυτό που χαρακτηρίστηκε ως ένα τοπικό «ταξικό λοκντάουν».
Ταυτόχρονα, η όλη ατμόσφαιρα που δημιουργείται ήδη εν μέρει οδηγεί σε αλλαγές συμπεριφοράς των πολιτών που παραπέμπουν σε συνθήκη λοκντάουν, με περιορισμούς μετακινήσεων.
Όλα αυτά αναμένεται να διαμορφώσουν και νέα πίεση στην οικονομική δραστηριότητα και άρα να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, με όλες τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται.
Συστήματα υγείας στο όριο
Την ίδια στιγμή η προοπτική αύξησης των κρουσμάτων γεννά και την ανησυχία για τα συστήματα υγείας, ακόμη και σε χώρες όπου αυτά είναι αναπτυγμένα και απέφυγαν την κατάρρευση ακόμη και στην κορύφωση.
Στη Γαλλία το Ινστιτούτο Παστέρ υποστήριξε ότι με βάση τα στατιστικά του μοντέλα τα νοσοκομεία πολλών περιοχών θα φτάσουν στο όριό τους μέχρι τον Νοέμβριο, ιδίως στην Ile-de-France (που περιλαμβάνει και το Παρίσι), όπου τα πράγματα μπορεί να φτάσουν στο όριο νωρίτερα.
Η διαπίστωση αυτή επανέφερε στο προσκήνιο το ερώτημα γιατί δεν υλοποιήθηκαν οι κυβερνητικές δεσμεύσεις για 12.000 κλίνες ΜΕΘ (το μέγιστο που έφτασε τον Απρίλιο ο συνολικός αριθμός διαθέσιμων ΜΕΘ ήταν 7.0000). Όπως αναφέρει η εφημερίδα Le Monde η αιτία ήταν ότι για να καταστεί δυνατή αυτή η αύξηση χρειάζονταν επιπλέον προσλήψεις 24.000 νοσηλευτών και 10.500 θέσεων βοηθητικού προσωπικού.