Ο κορωνοϊός «σκοτώνει» τα γηροκομεία – Γιατί είναι η «μαύρη τρύπα» της πανδημίας

Σε όλη την Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ έχει αποδειχτεί ότι ένα από τα κλειδιά για τη μείωση της θνησιμότητας στα γηροκομεία είναι η κατάσταση στα γηροκομεία

Παρότι έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στον κίνδυνο από τον COVIFD-19 ως κάτι που αφορά γενικά τον πληθυσμό μιας χώρας ή μιας περιοχής, κάτι που αποτυπώνεται στις γενικές στατιστικές για τον λόγο θυμάτων προς επιβεβαιωμένα κρούσματα (CFR) ή το λόγο θυμάτων προς εκτιμώμενες συνολικές μολύνσεις από τον ιό (IFR).

Ωστόσο, αυτό που παραβλέπουμε είναι η σημαντική συσχέτιση που υπάρχει ανάμεσα στην θνησιμότητα από τον COVID-19 και την ηλικία, όπως και με υποκείμενα νοσήματα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των θυμάτων είναι σε ηλικίες άνω των 65 και όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία τόσο μεγαλύτερη είναι και η θνησιμότητα. Στην Ελλάδα το 80,3% των θυμάτων είναι άνω των 65 ετών και ανάλογα στοιχεία υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη. Στις ΗΠΑ το CDC εκτιμά ότι ο λόγος θάνατοι / μολύνσεις (πραγματικές – συνολικές και όχι μόνο οι επιβεβαιωμένες) στις ηλικίες άνω των 70 ετών είναι 0,054 (ή 5,4%), ενώ στις ηλικίες 50-69 είναι 0,005 (ή 0,5%), στις ηλικίες 20-49 0,0002 (ή 0,02%) και στις ηλικίες 0-19  μόλις 0,00003 (ή 0,003%).

Μόνο που ακόμη και αυτή η συσχέτιση ανάμεσα στην ηλικία και τη θνησιμότητα δεν αρκεί. Σε μεγάλο βαθμό και στους ηλικιωμένους έχει σημασία το εάν υπάρχουν ή όχι υποκείμενα νοσήματα.

Όμως υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος: αυτή που αφορά τα γηροκομεία

Οι στατιστικές του τρόμου για τους θανάτους σε γηροκομεία στο πρώτο κύμα

Στο «πρώτο κύμα» της πανδημίας καταγράφηκαν ιδιαίτερα μεγάλα ποσοστά θανάτων που συσχετίζονταν με COVID-19. Τον Ιούνιο του 2020 το 34% όλων των θανάτων στην Αυστρία, το 50% στο Βέλγιο, το 85% στον Καναδά, το 49% στη Γαλλία, το 56% στην Ιρλανδία, το 34% στην Ισπανία. Στην Αγγλία και την Ουαλία μέχρι τον Ιούνιο του 2020 19.700 από τους συνολικά 48.538 θανάτους σχετίζονταν με COVID-19 είχαν να κάνουν με γηροκομεία και άλλους χώρους ανάλογης μακρόχρονης φιλοξενίας. Στη Σουηδία, μία χώρα όπου το 89% της θνησιμότητας αφορά ηλικίες άνω των 70, το 46,5% των θανάτων αφορούσε γηροκομεία και το 26,9% προγράμματα «φροντίδας στο σπίτι». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα στοιχεία του Ιούνιου δείχνουν ότι στις 47 Πολιτείες που κατέγραψαν ανάλογα στοιχεία το 45% των θανάτων σχετιζόταν με τέτοιες δομές. 

Αντίστοιχα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η υποχώρηση της θνησιμότητας που καταγράφεται από ένα σημείο και μετά έχει να κάνει με το γεγονός ότι εφαρμόστηκαν πολύ καλύτερα πρωτόκολλα σε τέτοιους χώρους φιλοξενίας.

Πώς μπορεί ένα γηροκομείο να γίνει χώρος μεγάλης διάδοσης και θνησιμότητας

Τα γηροκομεία έχουν μεγάλο κίνδυνο σε μια πανδημία. Καταρχάς συγκεντρώνουν ανθρώπους που εξαιτίας της ηλικίας και των υποκείμενων προβλημάτων υγείας τους, είναι πολύ πιο ευάλωτοι απέναντι στον ιό. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ πιο πιθανό να αρρωστήσουν βαριά. Δεδομένης της μεταδοτικότητας του ιού και των συνθηκών που κανονικά επιτρέπουν πλήθος αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους φιλοξενούμενους (π.χ. στους κοινόχρηστους χώρους) είναι εύκολη η διασπορά και επιπλέον είναι πολύ πιο πιθανό να διαμορφωθούν συνθήκες ιδιαίτερα υψηλού ιικού φορτίου.

Επιπλέον, οι διαδικασίες φροντίδας τους από το προσωπικό, από τη χορήγηση των γευμάτων, έως την καθαριότητα, χωρίς πολύ αυστηρά πρωτόκολλα υγειονομικά, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε συνθήκες υπερδιασποράς.

Εάν σκεφτούμε ότι διεθνώς σε αυτό τον κλάδο συχνά το προσωπικό βρίσκεται σε καθεστώς μεγάλης επισφάλειας και πίεσης, ή ότι υπάρχουν πρακτικές άμεσης ή έμμεσης ιδιωτικοποίησης και «συγκράτησης του κόστους», καταλαβαίνουμε γατί τα πράγματα μπορούσαν να χειροτερεύσουν.

Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή της πανδημίας ακούστηκαν φωνές που καλούσαν σε άμεση λήψη μέτρων για τα γηροκομεία (διακοπή επισκεπτηρίων, κατάργηση ομαδικών δραστηριοτήτων, μέσα προστασίας στο προσωπικό) αλλά και στην ανάγκη για εναλλακτικά μοντέλα αναδοχής των ηλικιωμένων.

Το ιδιαίτερο πρόβλημα στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα το ποσοστό των ηλικιωμένων που μένουν σε γηροκομεία και άλλες ανάλογες δομές είναι πολύ μικρότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και η χώρα μας έχει έναν από τους μικρότερους σχετικά αριθμούς κλινών σε γηροκομεία ως ποσοστό του πληθυσμού. Το 2014 ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 753 κλίνες σε γηροκομεία και αντίστοιχες δομές ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ στην Ελλάδα ήταν μόλις 15 κλίνες. Αντίστοιχα, η χώρα μας έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων που μένουν μόνοι τους. Για να δώσουμε μια εικόνα: στην Δανία το 42% των ηλικιωμένων και στη Σουηδία το 41% μένουν μόνοι τους, ενώ στην Ισπανία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία τα αντίστοιχα ποσοστά κινούνται ανάμεσα στο 17% και το 19%. 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι στην Ελλάδα ένα σχετικά μικρό ποσοστό των ηλικιωμένων μένει σε γηροκομεία, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία μένει σε κάποιο οικογενειακό νοικοκυριό. Αντίστοιχα, τα περισσότερα γηροκομεία στην Ελλάδα είναι σχετικά μικρού μεγέθους, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου το μεγάλο μέγεθος των αντίστοιχων δομών σήμαινε και μεγάλους αριθμούς θυμάτων.

Ωστόσο στην Ελλάδα υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα: ένας μεγάλος αριθμός γηροκομείων που δεν είναι δηλωμένα ως τέτοια, είτε πρόκειται για φιλανθρωπικά ιδρύματα, είτε για εκκλησιαστικά ιδρύματα ή ακόμη και για κλινικές που καταλήγουν να επιτελούν αυτή τη λειτουργία. Αυτό εξαρχής αποτέλεσε μεγάλο λόγο ανησυχίας και εξακολουθεί να είναι καθώς συχνά δεν υπάρχει και πλήρης εικόνα.

Αυτό αναδεικνύει ως μεγάλη πρόκληση σε αυτή τη φάση αυτούς τους χώρους και την εφαρμογή των μέτρων. Στο εξωτερικό η βελτίωση της κατάστασης σε τέτοιους χώρους οδήγησε και σε σημαντική υποχώρηση της θνησιμότητας. Στην Ελλάδα καλούμαστε να δείξουμε ότι μπορούμε να διδαχτούμε από την εμπειρία αυτών των χωρών.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από