Η Τουρκία έχει επενδύσει ιδιαίτερα στις καλές σχέσεις με το Αζερμπαϊτζάν. Ακόμη και εάν αυτό σημαίνει να εμπλακεί σε μια ακόμη πολεμική σύγκρουση.
Στις έρευνες που κάνει το Πανεπιστήμιο Kadir Has κάθε χρόνο για το πώς αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι πολίτες τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής το Αζερμπαϊτζάν κατακτά σταθερά την πρώτη θέση ως προς το ποια χώρα είναι ένας φίλος της Τουρκίας. Στη φετινή έρευνα το 65,2% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θεωρεί το Αζερμπαϊτζάν ως μια χώρα φιλικά προς την Τουρκία, ποσοστό υψηλότερο από αυτό για την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», το Ουζμπεκιστάν, το Πακιστάν και το Κατάρ.
Μεγάλο βαθμό σε αυτό παίζει προφανώς η γλωσσική συγγένεια. Η αζερική γλώσσα κατατάσσεται στις τουρκικές γλώσσες και οι Αζέροι είναι τουρκικό φύλο, όπως και οι Ουζμπέκοι.
Βέβαια τα πραγματικά πολιτισμικά είναι κάπως διαφορετικά. Ιστορικά, οι Αζέροι, που είναι σιίτες και όχι σουνίτες όπως οι Τούρκοι, είχαν μεγάλους δεσμούς με το Ιράν. Μάλιστα, το σημερινό Αζερμπαϊτζάν είναι αποτέλεσμα των Ρωσοπερσικών πολέμων του 1813 και του 1828 που σήμαιναν ότι ένα σημαντικό μέρος του Αζερμπαϊτζάν πέρασε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, αυτό που έναν αιώνα μετά θα αποτελέσει τη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.
Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με την Τουρκία που εξελίσσεται σε μια χώρα όπου κυριαρχεί μια εκδοχή πολιτικού Ισλάμ, το Αζερμπαϊτζάν, παρότι διακηρυκτικά ισλαμική χώρα, παραμένει αρκετά κοσμικό στην καθημερινότητά του. Άλλωστε, η σοβιετική περίοδος άφησε αρκετά πολιτιστικά στοιχεία στη χώρα, που άλλωστε δεν ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, ήδη από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ η Τουρκία θεώρησε ότι το Αζερμπαϊτζάν μπορούσε να είναι τμήμα της προσπάθειάς της να αποκτήσει προνομιακούς συμμάχους σε μια ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από την εποχή του πολέμου γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ το 1992-1994 η Τουρκία έκλεισε τα σύνορά της με την Αρμενία σε ένδειξη υποστήριξης προς το Αζερμπαϊτζάν και δεν επεδίωξε την αποκατάσταση σχέσεων με την Αρμενία, με ελάχιστες εξαιρέσεις κινήσεων επαναπροσέγγισης. Άλλωστε, η Τουρκία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 και μάλιστα ακόμη και σήμερα το θέμα είναι ιδιαίτερα ακανθώδες, με την Τουρκία να ασκεί δριμεία κριτική σε όσες χώρες έχουν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία.
Οι στενές οικονομικές σχέσεις
Οι δύο χώρες πάντως έχουν στενές οικονομικές σχέσεις. Η κρατική εταιρεία πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν, η SOCAR είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Τουρκία: από το 2008 έχει κάνει επενδύσεις συνολικού ύψους 16,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές περιλαμβάνουν την αγορά του ιδιωτικοποιημένου πετροχημικού συμπλέγματος Petkim, την κατασκευή του διυλιστηρίου STAR αλλά και το σχέδιο συνεργασίας της SOCAR και της BP για την κατασκευή νέου πετροχημικού συμπλέγματος του Mercury.
Επιπλέον από το τουρκικό έδαφος περνούν σημαντικοί αγωγοί για το αζέρικο φυσικό αέριο. Η διασύνδεση του αγωγού TANAP και με τον αγωγό TAP θα επιτρέψει τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων αερίου απευθείας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι συνολικές επενδύσεις του Αζερμπαϊτζάν στην Τουρκία είναι ύψους 19,5 δισεκατομμύρια δολάρια για την περίοδο 2002-2019, ενώ οι τουρκικές στο Αζερμπαϊτζάν για την ίδια περίοδο άγγιξαν τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Τουρκία κυρίως εισάγει πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πλαστικά και εξάγει υλικά κατασκευής από ατσάλι, προϊόντα καθαρισμού και συσκευές ραδιοτηλεόρασης.
Η επίμονα αντιαρμενική στάση της Τουρκίας
Παρότι η Τουρκία θα είχε να ωφεληθεί οικονομικά από την απόκτηση πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με την Αρμενία, εντούτοις έχει αποφύγει να το κάνει. Σε αυτό μετράει σημαντικά και η δυσκολία να συζητηθεί το θέμα της γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915. Το 2009, ύστερα από μεσολάβηση του Ελβετικού υπουργείου Εξωτερικών, Αρμενία και Τουρκία υπέγραψαν πρωτόκολλα για την εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων. Όμως, τα πρωτόκολλα έπρεπε να επικυρωθούν από τα αντίστοιχα κοινοβούλια, κάτι που η Τουρκία απέφυγε να κάνει. Μία από τις αιτίες ήταν μια συστηματική εκστρατεία από τη μεριά του Αζερμπαϊτζάν ενάντια στην εξομάλυνση των τουρκοαρμενικών σχέσεων, εξαιτίας του φόβου ότι αυτό θα έκανε την Αρμενία λιγότερο πρόθυμη να διαπραγματευθεί με το Αζερμπαϊτζάν έναν συμβιβασμό για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Βέβαια, με αυτό τον τρόπο η Τουρκία έχασε και μια ευκαιρία να παίξει ρόλο στην ειρήνευση στην περιοχή, καθώς όντως θα μπορούσε να πιέσει την Αρμενία σε μια πιο συμβιβαστική προσέγγιση, εφόσον σε αντάλλαγμα θα της προσέφερε μια διέξοδο από τη σημερινή συνθήκη περικύκλωσης (αυτή τη στιγμή η Αρμενία έχει προσβάσιμα σύνορα μόνο με τη Γεωργία και το Ιράν.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια όχι μόνο έχουν αυξηθεί τα κρούσματα «επιθέσεων μίσους» κατά της αρμενικής μειονότητας στην Τουρκία αλλά και γεγονότα όπως οι διώξεις για τρομοκρατία κατά του Οσμάν Καβαλά, ενός επιχειρηματία με φιλανθρωπικό έργο και δράση για τη συμφιλίωση με την Αρμενία.
Η σύμπτωση των εθνικισμών
Η τρέχουσα αναζωπύρωση των πολεμικών συγκρούσεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ έχουν ως ένα βαθμό να κάνουν με το γεγονός ότι δεν είχε υπάρξει κάποια πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, μια που εκτός από τη Ρωσία οι άλλες δύο χώρες της Ομάδας του Μινσκ, που έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, δηλαδή η Γαλλία και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το είχαν ως πρώτη προτεραιότητα. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το ότι το σημερινό status quo της περιοχής δεν περιλαμβάνει μόνο τον έλεγχο του ίδιου του θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ από την Αρμενία αλλά και άλλες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν, που αυτή τη στιγμή έχει υπό αρμενική κατοχή συνολικά το 14% της επικράτειάς του, εξηγεί γιατί στο ίδιο το Αζερμπαϊτζάν υπήρχε ολοένα και περισσότερο ένα κλίμα υπέρ της εκ νέου διεκδίκησης, ακόμη και με τα όπλα, των περιοχών που έχουν καταλάβει οι Αρμένιοι. Αυτό είχε φανεί το τελευταίο διάστημα στην αυξανόμενη πίεση από την κοινή γνώμη για μια πιο αποφασιστική στάση
Σε αυτό το κλίμα η όλη προβολή ισχύος που κάνει η Τουρκία, που έχει και μια ρητορική «αδελφού έθνους» για το Αζερμπαϊτζάν έπαιξε ένα ρόλο, καθώς προσέφερε τη στήριξη τουλάχιστον μίας χώρας. Άλλωστε, την ώρα που η Ρωσία, η ΕΕ, οι ΗΠΑ κάλεσαν τις δύο πλευρές σε αυτοσυγκράτηση και κατάπαυση πυρός, η Τουρκία επέλεξε να επιμείνει σε μια ρητορική υποστήριξης στο Αζερμπαϊτζάν και καταδίκης της Αρμενίας ως απειλής για την ειρήνη. Μάλιστα, πήγε ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας ότι αφού η Ρωσία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι τρεις χώρες που αποτελούν την «ομάδα του Μινσκ», απέτυχαν 30 χρόνια να συμβάλουν σε λύση, το Αζερμπαϊτζάν «έπρεπε να πάρει την υπόθεση στα χέρια του».
Μάλιστα, ενδεικτικό του πως χρησιμοποιεί ο Ερντογάν το κλίμα αυτό «προβολών ισχύος» για να βάζει την αντιπολίτευση να συσπειρώνεται γύρω από τη δική του πολιτική είναι και το ψήφισμα όλων των κομμάτων της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, εκτός του αριστερού και φιλοκουρδικού HDP, υπέρ του Αζερμπαϊτζάν.
Τα γεωπολιτικά στοιχήματα και ρίσκα της Τουρκίας
Είναι προφανές ότι και σε αυτό το μέτωπο η Τουρκία δοκιμάζει να παρέμβει σε μια ανοιχτή περιφερειακή σύγκρουση για να επηρεάσει το συσχετισμό της και να πάνω σε αυτό να κατοχυρώσει ρόλο περιφερειακής δύναμης και δη στη σχέση με μια χώρα με σημαντικούς ενεργειακούς πόρους. Αυτό έχει φανεί και από τον τρόπο που παρενέβη και συνεχίζει να παρεμβαίνει στη Συρία (έστω και εάν εκεί απέτυχε στον αρχικό στρατηγικό στόχο που ήταν η συμβολή στην ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ) και βέβαια και από την εμπλοκή της στον εμφύλιο στη Λιβύη (που τώρα δείχνει να μπαίνει σε μια νέα φάση πορείας προς μια πολιτική λύση που θα μπορούσε να έστω και εν μέρει να διακυβεύσει «κέρδη» όπως η συμφωνία για την αμοιβαία οριοθέτηση ΑΟΖ).
Ωστόσο, στη σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Τουρκία φαινομενικά επενδύει σε μια κατίσχυση των Αζέρων που θα ανέτρεπε τον συσχετισμό του 1994. Ωστόσο, η ιστορία δείχνει ότι αυτή η σύγκρουση δύσκολα μπορεί να οδηγήσει σε οριστική και καθολική κατίσχυση. Πιο πιθανό είναι να τροποποιήσει εν μέρει την κατάσταση, αλλά το ερώτημα της επίλυσης (άρα και της διαπραγμάτευσης) να παραμένει ανοιχτό. Έπειτα, υπάρχει το ζήτημα ότι σε αυτή τη σύγκρουση αντικειμενικά εμπλέκεται η Ρωσία, που κατεξοχήν θέλει να δείξει ότι μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα στην περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι υποστηρίζουν ότι με έναν τρόπο η Τουρκία επιλέγοντας να συμβάλει στην αστάθεια σε μια περιοχή που η Ρωσία θεωρεί ότι είναι της άμεσης επιρροής της, ουσιαστικά θέλει να διαμορφώσει μια «συμμετρία» στις σχέσεις με τη Μόσχα, μεταφέροντας πίεση και όχι μόνο δεχόμενη, αποκτώντας και μια θέση στη μελλοντική διαχείριση της σύγκρουσης. Ωστόσο, τα ρίσκα είναι μεγάλα. Από τέτοιες συγκρούσεις ωφελημένες δεν βγαίνουν τελικά οι δυνάμεις που απλώς στηρίζουν τη μια πλευρά, αλλά αυτές που μπορούν να εγγυηθούν μια ειρηνευτική διαδικασία, κάτι στο οποίο ουδόλως κατατείνει η τουρκική ρητορική. Σε τελική ανάλυση, ανεξαρτήτως των τουρκικών φιλοδοξιών στην περιοχή, πραγματική ισχυρή δύναμη στην περιοχή παραμένει η Ρωσία, η οποία άλλωστε διατηρεί σχέσεις και το Αζερμπαϊτζάν, η ηγεσία του οποίου γνωρίζει ότι μια λύση της κρίσης περνάει και από τη Μόσχα.