Η Τουρκία προσπαθεί να σταθμίσει τις κινήσεις της ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ με σκοπό να αποφύγει τις κυρώσεις την ώρα που προσπαθεί να δει τις νέες ισορροπίες στα άλλα μέτωπα στα οποία παρεμβαίνει.
Την ώρα που οδεύουμε προς τον 61ο γύρο συνομιλιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που ταυτόχρονα θα είναι και ο πρώτος από το Μάρτιο του 2016, η Τουρκία δείχνει να προχωρά σε μικρές συμβολικές αναδιπλώσεις που εντάσσονται στη νέα συνθήκη του διαλόγου.
Δεν υπαναχωρεί από «πάγιες» θέσεις ή διεκδικήσεις, ούτε απεμπολεί τα κέρδη που θεωρεί ότι είχε το προηγούμενο διάστημα, όπως ήταν π.χ. η συμφωνία με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης για την αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ με βάση τις τουρκικές θέσεις που εκμηδενίζουν την αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση ΑΟΖ των ελληνικών νησιών. Όμως, είναι σαφές ότι σε αυτή τη φάση θέλει να αποφύγει μια ολομέτωπη σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το σημείο κλειδί αφορά το ενδεχόμενο ευρωπαϊκών κυρώσεων. Αυτό που θορύβησε την τουρκική κυβέρνηση δεν ήταν τόσο το ενδεχόμενο μιας ακόμη φραστικής κριτικής, ούτε το ίδιο το μικρό συγκριτικά άμεσο κόστος των κυρώσεων, όσο ο συμβολισμός που θα είχαν ότι η Τουρκία επισήμως θεωρείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μια δύναμη η οποία κινείται διεθνώς με τρόπο παραβατικό. Για την Τουρκία αυτό θα είχε ένα συνολικότερο κόστος το οποίο τώρα ο Ερντογάν θέλει να αποφύγει.
Γι΄ αυτό το λόγο και η Τουρκία επέλεξε στη διαδρομή προς τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου να υιοθετήσει μια στάση αποφυγής προκλήσεων. Το Oruc Reis αποχώρησε από τα όρια των υδάτων που η Ελλάδα θεωρεί ότι υπέρκεινται της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και υπήρξε επανεκκίνηση των διαδικασιών διαλόγου σε επίπεδο ΝΑΤΟγια την αποφόρτιση της έντασης σε στρατιωτικό επίπεδο. Κομβική πλευρά αυτής της προσπάθειας της Τουρκίας και η πρόθεση να δείξει ότι δεν έχει πρόβλημα να προχωρήσει σε έναν συνολικότερο διάλογο με την Ελλάδα.
Η σημασία των εξελίξεων σε άλλα μέτωπα
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τις εξελίξεις σε άλλα μέτωπα. Η κατάσταση στη Λιβύη έχει από αυτή την άποψη ιδιαίτερη σημασία. Εκεί η Τουρκία είχε επενδύσει ιδιαίτερα στο γεγονός ότι άλλαξε τον συσχετισμό δύναμης με τη στήριξη που έδωσε στην κυβέρνηση της Τρίπολης, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησης μισθοφόρων από τη Συρία, αποκρούοντας τις επιθέσεις του Χαφτάρ και μετακινώντας την «κόκκινη γραμμή» προς τα ανατολικά.
Όμως, την ίδια στιγμή φάνηκε ότι δεν ήταν η μόνη δύναμη που παρενέβαινε. Η Ρωσία φρόντισε να εξασφαλίσει ότι η ισορροπία δυνάμεων θα έφερνε τα πράγματα εκεί που είναι τώρα και η Αίγυπτος παρενέβη αποφασιστικά για να ανοίξει ο δρόμος προς πολιτική διαπραγμάτευση, ενώ όλα αυτά εμφανώς είχαν και την υποστήριξη και άλλων δυνάμεων. Η ίδια η εσωτερική διαμάχη στην κυβέρνηση της Τρίπολης, αλλά και οι μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες, επίσης έδειξαν στην Τουρκία ότι δεν αρκούσε να προσφέρει μόνο στρατιωτική βοήθεια.
Με την προοπτική πολιτικής λύσης να αλλάζει τα δεδομένα η Τουρκία πρέπει να εξασφαλίσει ότι στο τέλος θα διατηρήσει και επιρροή στις εξελίξεις στη βορειοαφρικανική χώρα αλλά και ότι δεν θα ακυρωθούν οι πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης της Τρίπολης και πρωτίστως η συμφωνία για τις ΑΟΖ. Όμως, για να το κάνει αυτό δεν χρειάζεται να είναι σε πλήρη ρήξη με το σύνολο του διεθνούς παράγοντα.
Για να το πούμε διαφορετικά: για να μπορέσει να κατοχυρώσει η Τουρκία ότι είναι όντως «περιφερειακή δύναμη» που δεν μπορεί να παραλειφθεί στις όποιες συνολικότερες διευθετήσεις στην περιοχή θα πρέπει να αποτινάξει την εικόνα μιας χώρα που γενικώς συγκρούεται με όλους στην περιοχή.
Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Τουρκία έχει ανοίξει μέτωπα με διάφορες χώρες. Η αντιπαράθεση με τη Γαλλία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μάλιστα, η ίδια η Τουρκία έχει κατηγορήσει τη Γαλλία ότι στοχοποιεί την πολιτική της Άγκυρας επειδή αυτή επιδιώκει μη αποικιοκρατικές σχέσεις με τις αφρικανικές χώρες σε αντίθεση με τη Γαλλία. Όμως, την ίδια στιγμή, φαίνεται ότι η Τουρκία επενδύει στην πιο ήπια στάση άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γερμανία, που δεν επιθυμούν μια πλήρη ρήξη. Αυτό, με τη σειρά, του εξηγεί γιατί η Τουρκία θέλει να δείξει ένα λιγότερο επιθετικό πρόσωπο και έτσι να εξασφαλίσει την αποφυγή κυρώσεων στη Σύνοδο Κορυφής και επομένως να βελτιώσει την όλη εικόνα και παρουσία της και στα υπόλοιπα μέτωπα.
Το αγκάθι της Κύπρου
Ωστόσο, σε όλα αυτά υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος. Το θέμα των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκία δεν αφορά μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και την Κύπρο. Εκεί η Τουρκία αμφισβητεί ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για να το πούμε διαφορετικά αυτό που σε σχέση με την ελληνική υφαλοκρηπίδα μπορεί να περιγραφεί ως απειλή ή ως αμφισβήτηση, εφόσον ούτε επίσημη οριοθέτηση υπάρχει ούτε η Τουρκία έχει αποπειραθεί κάτι παραπάνω από σεισμικές έρευνες, εντός των ορίων της Κυπριακής ΑΟΖ, που είναι κανονική κηρυγμένη και ως ένα βαθμό οριοθετημένη, γίνεται κανονική έμπρακτη παραβίαση κυριαρχιακού δικαιώματος εφόσον η Τουρκία έχει προχωρήσει σε κανονικές έρευνες, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η Κύπρος δεν είναι σε θέση να παρεμποδίσει τέτοιες έρευνες με στρατιωτικά μέσα αλλά και το γεγονός ότι η Ελλάδα, στο πλαίσιο πάγιων ελληνικών θέσεων, δεν μπορεί να εμπλακεί με άμεσο τρόπο.
Αυτό εξηγεί και τη στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που βλέπει την Τουρκία να αμφισβητεί ευθέως τα κυριαρχικά της δικαιώματα και την ΕΕ να μην αντιδρά και γι’ αυτό έχει επιλέξει να θέσει βέτο στην απόφαση για την Λευκορωσία εάν δεν υπάρξει πραγματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Αυτό έγινε ήδη στη συζήτηση στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ στις 21 Σεπτέμβρη, με αποτέλεσμα το θέμα να παραπεμφθεί στη Σύνοδο Κορυφής.
Παρότι η Τουρκία έχει προσπαθήσει να διαχωρίσει τα δύο επίπεδα, εντούτοις είναι σαφές ότι δεν θα ήθελε κυρώσεις, έστω και μόνο για τα ζητήματα της Κύπρου, μια που αυτό εν τέλει θα είχε τον ίδιο συμβολισμό ότι η Τουρκία υφίσταται κυρώσεις ακριβώς σε πρακτικές που για την Άγκυρα είναι αυτονόητες πλευρές της κατοχύρωσης ενός ρόλου περιφερειακής δύναμης. Και αυτό εξηγεί γιατί με έναν επίμονο τρόπο η Τουρκία θα επιμείνει ότι εφόσον έχει αρχίσει να μπαίνει σε μια διαδικασία διαλόγου, τότε δεν μπορεί να τεθεί θέμα κυρώσεων.
Όλα αυτά βέβαια θα εξαρτηθούν και από το εάν και σε ποιο βαθμό θα υπάρξει τελικά και κάποιου τύπου επανεκκίνηση των συνομιλιών για το Κυπριακό, όπου αυτή τη φορά είναι σαφές ότι κρίσιμη πλευρά θα είναι και αυτή της συζήτησης για το πώς θα επιμερίζονται τυχόν οφέλη από την εξόρυξη υδρογονανθράκων.
Τα αβέβαια επόμενα βήματα
Ανεξαρτήτως των όποιων ισορροπιών ή ακόμη και ακροβασιών αναζητηθούν στη Σύνοδο Κορυφής είναι σαφές ότι τα επόμενα βήματα έχουν έναν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Η ελληνική πλευρά έχει κάνει σαφές ότι επιθυμεί διάλογο, διαπραγμάτευση και συναινετική προσφυγή στη Χάγη για τα θέματα των θαλασσίων ζωνών, επιμένοντας ωστόσο στην πάγια θέση ότι αυτό προϋποθέτει το τέλος όλων των άλλων μορφών αμφισβήτησης πλευρών της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας («γκρίζες ζώνες», αποστρατιωτικοποίηση νησιών κ.λπ.).
Η Τουρκία μέχρι τώρα έχει επιμείνει στη λογική του διαλόγου για όλα χωρίς προαπαιτούμενα σε συνδυασμό με μια τάση να εγείρονται μαζί όλα τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που άπτονται της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Τα πράγματα κάνει ακόμη πιο σύνθετα το γεγονός η Τουρκία αυτή την περίοδο διαχειρίζεται ταυτόχρονα ένα σύνολο από «προβολές ισχύος» σε μια ευρύτερη περιοχή και σε διαφορετικά πεδία, μια εσωτερική οικονομική κρίση που διακυβεύει το «αναπτυξιακό υπόδειγμα» που ορίζει την ηγετική πολιτική θέση του AKP και του Ερντογάν, το ρόλο του εθνικισμού ως συνεκτικού στοιχείου και σε σχέση με το Κουρδικό και σε σχέση με την εξωτερική πολιτική και βέβαια ένα σύνολο όχι πάντα συμβατών μεταξύ τους γεωπολιτικών τακτικών προσεγγίσεων που καθιερώθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Όλα αυτά εκ των πραγμάτων κάνουν μια διαπραγμάτευση – την οποία η Αθήνα σαφώς προκρίνει αντί του διαρκούς κινδύνου «θερμού επεισοδίου» – αρκετά πιο σύνθετη αλλά και αβέβαιη, στο βαθμό που δεν είναι κάθε στιγμή δεδομένη η τουρκική στάση και διάθεση. Αυτό με τη σειρά του δείχνει και τα όρια των όποιων προσπαθειών διαμεσολάβησης (ΗΠΑ, Γερμανία) ή παρέμβασης (Γαλλία) στο βαθμό που αποσκοπούν στη συγκυριακή διαχείριση και την αποφυγή περαιτέρω έντασης, την ώρα που παραμένει ασαφής ο ορίζοντας τέτοιων κινήσεων.