Όλα δείχνουν ότι πίσω από το σκηνικό έντασης στο Αιγαίου είναι σε εξέλιξη και ια μεγάλη διαπραγμάτευση, με σύνθετες και τεθλασμένες σχέσεις και λεπτές ισορροπίες
Παρότι η «μυστική διπλωματία» καταδικάζεται από όλους, ταυτόχρονα παραμένει ένας από τους βασικούς τρόπους με τον οποίο διαμορφώνονται οι διεθνείς σχέσεις, ακόμη και σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η εικόνα, όπως η δική μας.
Αυτό φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ιδίως μέσα στο νέο τοπίο που έχει διαμορφώσει η συστηματική προσπάθεια της Άγκυρας να θέσει νέα δεδομένα ως προς τις διεκδικήσεις και τις «αναθεωρητικές» βλέψεις.
Είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πάρει σαφή επιλογή να επιδιώξει διάλογο με τη γείτονα, ακόμη και εάν αυτό συνεπάγεται τελικά και την υποχώρηση από ορισμένες από τις φαινομενικά πάγιες ελληνικές «κόκκινες γραμμές».
Ουσιαστικά η ελληνική διπλωματία δείχνει να επιστρέφει και πάλι σε μια γραμμή διαλόγου για όλα τα ζητήματα, ακόμη και εάν αυτό συνεπάγεται ότι θα τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου και ζητήματα που υποτίθεται ότι ήταν εκτός συζήτησης.
Είναι μια κατεύθυνση που προσομοιάζει περισσότερο στη γραμμή που είχε κυριαρχήσει στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, που άλλωστε ήταν και το κοντινότερο που οι δυο χώρες έφτασαν σε υπογραφή συνυποσχετικού για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με αφετηρία κοινά αποδεκτές μόνιμες διαρρυθμίσεις για τα ζητήματα του Αιγαίου.
Αυτό σημαίνει ότι πάμε σε μια κατεύθυνση διαφορετική τόσο από τη γραμμή που κυριάρχησε μετά το 2004 όταν πρυτάνευσε η λογική ότι είναι τα πράγματα δεν είχαν ωριμάσει για μεγάλες κινήσεις.
Είναι επίσης σαφές ότι υπάρχει μια επίγνωση ότι η στρατηγική της απομόνωσης της Τουρκίας μέσα από την οικοδόμηση ανταγωνιστικών συμμαχιών έχει όρια, εκτός όλων των άλλων και γιατί οι συμμετέχοντες σε αυτές τις συνεργασίες, δηλαδή το Ισραήλ και η Αίγυπτος δεν επιδιώκουν μια συνολική αντιπαράθεση με την Τουρκία ακόμη και εάν έχουν επιμέρους διαφορές μαζί της.
Επιπλέον, φάνηκε ότι ανεξαρτήτως επιμέρους τοποθετήσεων ο κύριος όγκος του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου δεν έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε συνολική ρήξη με την Τουρκία, παρά τις εντάσεις που δημιούργησε η τακτική συμπόρευση της Άγκυρας με τη Μόσχα (στο Συριακό μέτωπο, γιατί στη Λιβύη υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα).
Όσο για την ΕΕ, μπορεί χρόνια τώρα να έχει διακοπεί ουσιαστικά η ενταξιακή διαδικασία, όμως τόσο η Κοινή Δήλωση για το προσφυγικό όσο και οι πολλαπλές σχέσεις αρκετών ευρωπαϊκών χωρών με την Τουρκία σημαίνουν επίσης μια απροθυμία συνολικής ρήξης, παρά το γεγονός ότι χώρες όπως η Γαλλία δείχνουν να θεωρούν σοβαρό πρόβλημα την προσπάθεια της Τουρκίας να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης.
Η αμερικανική προσπάθεια τήρησης ισορροπιών
Η συζήτηση που έχει προκύψει ως προς το ποια χώρα τελικά έκανε πιο σημαντικές κοινές ασκήσεις με το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Dwight D. Eisenhower είναι ενδεικτική ενός τρόπου αντιμετώπισης των διμερών σχέσεων. Είναι το σχήμα σύμφωνα με το οποίο τόσο η αποτροπή κινδύνου όσο και η λυσιτελής δρομολόγηση διαπραγματεύσεων κυρίως θα εξαρτηθούν από την αμερικανική παρέμβαση. Οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν κατά καιρούς τροφοδοτήσει την αντίληψη αυτή κυρίως με τον τρόπο που έχουν παρέμβει σε κρίσιμες στιγμές και συγκρούσεις.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ είναι προφανές ότι δεν επιθυμούν ούτε μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο γειτονικά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, που θα δημιουργούσε όρους μιας γενικότερης αποσταθεροποίησης, ούτε όμως και να αναλάβουν να παίξουν πλήρως το ρόλο του επιδιαιτητή. Προφανώς και υπάρχουν διαφορετικές αποχρώσεις στο πώς αντιμετωπίζουν την τουρκική κυβέρνηση η πλευρά του προέδρου Τραμπ και αυτή των Δημοκρατικών, που δείχνουν περισσότερο έτοιμοι να έχουν μια πιο αυστηρή τοποθέτηση απέναντι στην Τουρκία, ιδίως σε ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις με τη Ρωσία, όμως υπάρχει ένας κοινός τόπος ως προς την ανάγκη να μη χαθεί η Τουρκία ως χώρα της «Δύσης».
Επιπλέον, η στάση της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη όπου στηρίζει την κυβέρνηση της Τρίπολης και άρα στηρίζει αντίπαλη παράταξη σε σχέση με τη Ρωσία επίσης αναβαθμίζει τη σημασία της στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, που δεν βλέπουν με καλό μάτι τη στήριξη της Ρωσίας στην πλευρά Χαφτάρ, έστω και την ίδια επιλογή έχουν κάνει και παραδοσιακοί σύμμαχοί τους.
Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να υπάρχει μια ανοιχτή εστία ανεξέλεγκτης σύγκρουσης εντός ΝΑΤΟ και σε αυτό το πλαίσιο θα προσπαθήσουν να τηρήσουν ισορροπίες, κάτι που μπορεί εξηγήσει και τον τρόπο που χειρίζονται ζητήματα σχετικού συμβολισμού όπως οι κοινές ασκήσεις.
Η προσπάθεια της Γερμανίας να αναβαθμίσει τη διπλωματική της παρουσία
Παρότι η βαρύτητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα γεωπολιτικά ζητήματα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει ένα δεδομένο όριο, κυρίως γιατί η ΕΕ δεν διαθέτει στο στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο οτιδήποτε θα μπορούσε να συγκριθεί με τα εργαλεία που διαθέτει στο οικονομικό πεδίο και παρότι η ίδια η Γερμανία έχει φανεί απρόθυμη να συνεισφέρει ιδιαίτερα στο στρατιωτικό μέρος μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής (σε αντίθεση με τη Γαλλία που διαθέτει τις πιο ισχυρές ένοπλες δυνάμεις στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών όπλων), το Βερολίνο διεκδικεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο σε διάφορες γεωπολιτικές εντάσεις.
Αυτό έχει φανεί και στην περίπτωση της Λιβύης όπου η Γερμανία διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στην αναζήτηση μιας λύση που να οδηγήσει στο τέλος των συγκρούσεων και μια διαδικασία εκ νέου ενοποίησης της διαιρεμένης χώρας.
Ειδικά για την Άνγκελα Μέρκελ η έμφαση στα ζητήματα που αφορούν το ρόλο της ΕΕ (αλλά και της Γερμανίας) στις μεγάλες αντιπαραθέσεις του σύγχρονου κόσμου, έχει να κάνει και με την τη διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ δεν παίζουν πια τον ίδιο ρόλο παγκόσμιου ηγέτη. «Μεγαλώσαμε με τη βέβαιη γνώση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν να είναι μια παγκόσμια δύναμη. Εάν τώρα οι ΗΠΑ θέλουν να αποσυρθούν με τη θέλησή τους από αυτόν τον ρόλο, πρέπει να αναστοχαστούμε βαθιά αυτό το ενδεχόμενο», υπογράμμισε σε μια πρόσφατη συνέντευξή της.
Βέβαια, για την Μέρκελ αυτό δεν σημαίνει μια «στρατηγική αυτονομία», δηλαδή μια ικανότητα της ΕΕ να υπερασπίζεται την ευρωπαϊκή επικράτεια έναντι κάθε απειλής, όπως προτείνει ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, χωρίς αυτή να εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Η τοποθέτησή της παραπέμπει περισσότερο σε μια παραλλαγή ατλαντισμού, με διατήρηση της κοινής πυρηνικής προστασίας αλλά και προσπάθεια για συνέχεια του διαλόγου και της συνεργασίας με τη Ρωσία στα πεδία που είναι εφικτό.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί θεωρεί ότι μπορεί να παίξει έναν αποτελεσματικό ρόλο σε διαπραγματεύσεις όπως αυτές για μια πολιτική λύση στη Λιβύη, αλλά και γιατί επιλέγει να πάρει πρωτοβουλίες για τον ελληνοτουρκικό διάλογο και για την αποτροπή μιας κλιμάκωσης της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ούτε είναι τυχαίο ότι η πρώτη απόπειρα για ένα back channel διαλόγου ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα έγινε υπό γερμανική φιλοξενία.
Ας μην ξεχνάμε ότι το Βερολίνο, σε αντίθεση με το Παρίσι που είναι σε μια τροχιά εντονότερης σύγκρουσης με την Τουρκία, θέλει να διατηρήσει ένα βαθμό ευρωτουρκικής συνεργασίας, ακόμη και ένα αυτό προφανώς δεν σημαίνει κάτι ενταξιακή διαδικασία. Όμως, φαίνεται ότι στη Γερμανία εκτιμούν ότι το γεγονός ότι η Τουρκία έχει σημαντικές και πολυεπίπεδες σχέσεις με την ΕΕ, από οικονομικές συναλλαγές και την παρουσία Τούρκων μεταναστών, μέχρι τα ζητήματα που αφορούν το προσφυγικό, διαμορφώνει ένα πεδίο διαλόγου και ισορροπιών.
Σε αυτό το επίπεδο εντάσσεται και η προσπάθεια να αποτραπεί μια περαιτέρω κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής έντασης που εκτός των άλλων υπονόμευε οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Τα όρια των παρεμβάσεων
Το ανοιχτό ερώτημα είναι σε ποια κλίμα είτε κινήσεις τήρησης ισορροπιών, είτε κατευνασμού μπορούν να οδηγήσουν μια πιο μόνιμη διαδικασία εξόδου από τη σημερινή κρίση.
Η ίδια η Τουρκία δείχνει να σταθμίζει τις επιλογές της, υψώνοντας τους φραστικούς τόνους, επιλέγοντας όμως την ίδια στιγμή και πρακτικές αποκλιμάκωσης στο πεδίο. Όμως, ακόμη δεν έχει γίνει σαφές εάν αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα σε ένα συνολικό διάλογο, ή ένας τακτικός χειρισμός της όλης κατάστασης.
Την ίδια στιγμή αυτό αποτυπώνει και τις υπαρκτές ταλαντεύσεις της Άγκυρας σε μια συγκυρία που έχει πολλά γεωπολιτικά μέτωπα ανοιχτά αλλά και το ενδεχόμενο αυξημένης κοινωνικής δυσαρέσκειας στο εσωτερικό, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με κινήσεις συσπείρωσης ενός θρησκευόμενου ακροατηρίου όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Από την άλλη, η ελληνική πλευρά διαπιστώνει ότι η αντίληψή της για έναν διάλογο εφ’ όλης της ύλης, αλλά με συγκεκριμένα όρια ως προς το τι μπορεί να τεθεί σε συζήτηση, δεν συμπίπτει ακριβώς με τον τρόπο που η τουρκική πλευρά θεωρεί όχι απλώς ανοιχτά μια σειρά από ζητήματα αλλά και ορίζει τις τουρκικές αφετηρίες, μέσα από μια λογική «τετελεσμένων». Σε αυτή τη δυσκολία, που γεννά πάντα και το ενδεχόμενο στιγμών αυξημένης έντασης, προστίθεται και το διαρκές ερώτημα εάν και κατά πόσο αυτό που θα φαντάζει ως εφικτός συμβιβασμός δεν θα αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της χώρας πολεμική για «ανεπίτρεπτη ενδοτικότητα».