Γιατί ο Τραμπ μιμείται τον Ερντογάν – Η Τουρκία στον καθρέφτη των ΗΠΑ

Η εποχή του Τραμπ αντανακλά τον απόηχο της διολίσθησης της Τουρκίας στην απολυταρχία υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν

Στην δεκαετία του 1960, συντηρητικοί Τούρκοι πολιτικοί συχνά υπόσχονταν να μετατρέψουν την Τουρκία σε μια «μικρή Αμερική». Αυτή η υπόσχεση βασίστηκε σε ένα ελπιδοφόρο όραμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια χώρα που πολλοί Τούρκοι ήθελαν να μιμηθούν. Αλλά μισό αιώνα αργότερα, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που βρίσκονται για τα καλά στον δρόμο να γίνουν μια μεγαλύτερη έκδοση της Τουρκίας και όχι το αντίστροφο.

Εάν δεν ήταν ήδη ξεκάθαρες, οι πιο σκοτεινές τάσεις της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ έχουν αποκαλυφθεί τους τελευταίους μήνες. Έχει μετατρέψει την πανδημία του κορωνοϊού – θεαματικά κακομεταχειρισμένη από την κυβέρνησή του– σε ένα ακόμα μέτωπο στον ατελείωτο πολιτικό πόλεμο ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους του και τα μέσα ενημέρωσης.

Η εξέγερση που ξέσπασε μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς, εν τω μεταξύ, δεν ώθησε τον πρόεδρο να προβληματιστεί σχετικά με τις ανισότητες της αμερικανικής κοινωνίας ή να προσπαθήσει να ηρεμήσει τα άγρια συναισθήματα στους δρόμους. Αντ’ αυτού, απεικόνισε τις σε μεγάλο βαθμό ειρηνικές διαμαρτυρίες ως ταραχές αναρχικών, χρησιμοποίησε ωμή βία για να διαλύσει τους διαδηλωτές κοντά στον Λευκό Οίκο οι οποίοι ασκούσαν το δικαίωμά τους στην ελευθερία του λόγου και πόλωσε περαιτέρω την χώρα.

Όπως και άλλοι αυταρχικοί, ο Τραμπ ευδοκιμεί σε αυτήν την πόλωση. Απεικονίζει τον εαυτό του τόσο στην ρητορική όσο και στην δράση ως υπερασπιστή των πολιορκημένων Ηνωμένων Πολιτειών, επιτιθέμενος λεκτικά εναντίον των «αριστερών» και των κοσμοπολίτικων ελίτ και περιγράφοντας τους επικριτές του ως εγγενώς αντι-Αμερικανούς. Σε ανατριχιαστικές σκηνές την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση Τραμπ έστειλε ομοσπονδιακές δυνάμεις -ενάντια στις επιθυμίες των τοπικών κυβερνήσεων- σε πόλεις όπως το Πόρτλαντ για να πατάξουν τις διαδηλώσεις.

Διολίσθηση της Τουρκίας

Η εποχή του Τραμπ αντανακλά τον απόηχο της διολίσθησης της Τουρκίας στην απολυταρχία υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι παραλληλισμοί είναι παροιμιώδεις: η συζήτηση για την αληθινή εθνική ταυτότητα, βάζοντας τους «πραγματικούς» Αμερικανούς ή τους «πραγματικούς» Τούρκους εναντίον εκείνων που θεωρούνται λιγότερο αυθεντικοί˙ η διστακτικότητα του πολιτικού κατεστημένου, το οποίο αφελώς φανταζόταν ότι θα μπορούσε να δαμάσει μια ασυνήθιστη, νεόκοπη πολιτική δύναμη˙ και ο νέος πρόεδρος να ποδοπατά τους σεβαστούς θεσμούς της χώρας.

Για πάνω από δύο χρόνια, προσπαθώ να πείσω το κοινό στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι τα διδάγματα της κακής κατάστασης της Τουρκίας είναι σχετικά με αυτούς. Η παγκόσμια αυταρχική στροφή -είτε την ονομάζετε δεξιό λαϊκισμό είτε φασισμό- έχει κοινά μοτίβα που επαναλαμβάνονται σε κάθε χώρα. Νιώθω σαν να παρακολουθώ μια ταινία τρόμου δεύτερης ποιότητας (B movie) όταν παρακολουθώ την πολιτική των ΗΠΑ. Θέλω να φωνάξω στην οθόνη: «Μην πάρετε αυτόν τον δρόμο, ανόητοι!». Μετά από όλα όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες –επιπλέον της ιστορίας της πρότασης μομφής και των διαφόρων επιθέσεων του Τραμπ σε αμερικανικούς δημοκρατικούς κανόνες- θέλω να φωνάξω σε μερικούς από τους κύριους δρώντες, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των Δημοκρατών: «Πάρτε την επόμενη στροφή πριν είναι πολύ αργά!».

Η νίκη του AKP

Το 2002, το νεοσυσταθέν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν σάρωσε στις εθνικές εκλογές και ήρθε στην εξουσία. Η εκλογική επιτυχία του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον ισχυρισμό ότι το AKP ενσαρκώνει την αυθεντική βούληση του έθνους˙ το κόμμα στιγμάτισε τους αντιπάλους του ως διεφθαρμένες, κοσμοπολίτικες ελίτ. 

Τα τελευταία 18 χρόνια, ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του έχουν επεκτείνει την αρμοδιότητα του εκτελεστικού κλάδου, επέλεξαν [τους ανθρώπους εις] τα σημαντικά θεσμικά όργανα, και κατέστειλαν τους διαφωνούντες. Το πολωμένο όραμα της χώρας που οδήγησε το ΑΚΡ να θριαμβεύσει το 2002 παραμένει η ζωντανή δύναμη της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Οι αντίπαλοι του προέδρου ακόμη αγωνίζονται με το πολιτικό είδος του.

Μετά τον αρχικό θρίαμβο του AKP, οι Τούρκοι σοσιαλδημοκράτες και τα κύρια μέσα ενημέρωσης προσπάθησαν να συσπειρωθούν προς υπεράσπιση του πολιτικού κατεστημένου, ένα παιχνίδι που επέτρεψε στον Ερντογάν να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως αουτσάιντερ και θύμα των δυνάμεων που υπάρχουν. Οι Δημοκρατικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα κύρια μέσα ενημέρωσης έχουν επίσης επιτρέψει στον Τραμπ να ρίξει στον εαυτό του αυτό το φως, να παρουσιάσει τον εαυτό του ως αντάρτη ακόμη και όταν είναι στην εξουσία.

Τα κύρια μέσα ενημέρωσης ξόδεψαν πολύ χρόνο και ενέργεια αφότου ο Τραμπ ήρθε στην εξουσία δημοσιεύοντας mea culpa [στμ: «λάθος μου»]. Οι New York Times και άλλα εξέχοντα μέσα μαζικής ενημέρωσης μετανόησαν για την αμαρτία ότι «δεν το είδαν να έρχεται» με το να δώσουν μια τεράστια πλατφόρμα στους υποστηρικτές του δεξιού λαϊκισμού, κάτι που αναπόφευκτα μεταφράστηκε στην αποδοχή της αντίληψης του Τραμπ και των υποστηρικτών του για τον εαυτό τους ως πολιτικό αουτσάιντερ.

Κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του Ερντογάν, τα κύρια μέσα ενημέρωσης προσπάθησαν να φιλοξενήσουν περισσότερες φωνές πολιτικά και πολιτισμικά ευθυγραμμισμένες με τον Ερντογάν και το κόμμα του. Αυτή η δεξιά λαϊκιστική αφήγηση παρέλυσε και στην συνέχεια κατέλαβε το πολιτικό κέντρο, απομακρύνοντας τελικά όλες τις άλλες φωνές.

Της ECE TEMELKURAN η οποία είναι πολιτική σχολιαστής και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο How to Lose a Country: The Seven Steps From Democracy to Dictatorship

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από