Το άνοιγμα της κουβέντας για το όνομα της ΠΓΔΜ δεν ξύπνησε μόνο αναμνήσεις από τις αλήστου μνήμης εποχές με τα «συλλαλητήρια», τις περικεφαλαίες και τους διαπρύσιους «μακεδονομάχους». Ήρθε να αναδείξει το πάγιο πρόβλημα της διγλωσσίας της αντιπολίτευσης, όταν καλείται να πάρει πραγματικά θέση.
Τελικά ποια είναι η θέση της ΝΔ; Είναι αυτό που με διάφορες περικοκλάδες λένε οι ανακοινώσεις του γραφείου Τύπου που αναφέρονται σε πάγια προσήλωση στην «εθνική γραμμή» όπως διαμορφώθηκε γύρω από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι; Είναι η διαβόητη απόφαση του «Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών» του 1992; Είναι οι φωνές που λένε μέσα στη ΝΔ, «να κάνουμε έντιμο συμβιβασμό, αλλά εγώ “Μακεδονία” ή «παράγωγό» του δεν ψηφίζω»;
Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν σημαίνουν όλα αυτά το ίδιο πράγμα. Καταρχάς η απόφαση του 1992 (όταν ο Παπανδρέου μπλόκαρε κάθε περιθώριο για σύνθετη ονομασία, βλέποντας και το εσωτερικό πρόβλημα του Μητσοτάκη με τον Σαμαρά) ανήκει πλέον στην ιστορία και κοιμητήριο των «εθνικών γραμμών» που έχουν καταργηθεί. Ήδη πριν από το Βουκουρέστι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ έλεγαν σύνθετη ονομασία, κοντολογίς ρητή αναφορά σε «Μακεδονία», αντιλαμβανόμενα και τα δύο κόμματα ότι υπάρχει και ένα όριο στην υποκρισία της ονοματολογίας. Βέβαια κανένα από τα δύο κόμματα δεν ήθελε και να πάρει το κόστος να πάει και να συμφωνήσει για το όνομα, οπότε το θέμα έμενε σε εκκρεμότητα.
Τώρα έρχεται η κυβέρνηση, επειδή την πιέζουν οι Αμερικανοί και ανοίγει ξανά το θέμα. Ίσως και να υπολογίζει ότι ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας θα ικανοποιηθεί από την αίσθηση ότι λύνεται μια εκκρεμότητα. Γιατί μπορεί οι δημοσκοπήσεις ακόμη να λένε ότι δυσαρεστεί πολλούς η προοπτική ονόματος «Μακεδονία» ή παράγωγου, αλλά ποτέ οι δημοσκόποι δεν ρωτάνε: «θέλετε να μείνει για πάντα εκκρεμές το θέμα του ονόματος;», «πιστεύετε ότι η Ελλάδα πρέπει να πάρει μέτρα κατά της ΠΓΔΜ;», «πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πολεμικές συγκρούσεις για τα “εθνική θέματα”;». Γιατί τότε η εικόνα θα είναι πιο περίπλοκη.
Είναι «αποπροσανατολισμός» το θέμα του «ονόματος»; Προφανώς είναι (και) αποπροσανατολισμός. Όταν μια κυβέρνηση έχει να περάσει νέα μέτρα λιτότητας και να ξεκινήσει πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, λογικό είναι να επιδιώκει να μετατοπίζει τη συζήτηση σε άλλα θέματα. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα θέματα είναι ασήμαντα. Κάθε άλλο.
Και τι κάνει η αντιπολίτευση; Από τη μια πετάει την μπάλα στην εξέδρα. «Να μας πει πρώτη η κυβέρνηση, εάν ομονοεί πάνω σε αυτό το θέμα». Λες και δεν καταλαβαίνουν ότι οι κυβερνητικοί συνεταίροι, σε αυτή ειδικά τη φάση που σιγά σιγά ξεκινά μια μακρά προεκλογική περίοδος, όχι μόνο δεν φοβούνται τη «διάσταση απόψεων» αλλά θα την επιδιώξουν σε ορισμένα θέμα. Πάντα βέβαια «εκ του ασφαλούς». Ο Πάνος Καμμένος έχει ήδη ξεκινήσει το ζέσταμα για να κάνει «θυσία στην πατρίδα» την εθνική γραμμή του.
Από την άλλη, υπαινίσσεται η ΝΔ ότι θα κρίνει τη στάση της ανάλογα με το εάν υπάρχει ή όχι πλειοψηφία. Κοντολογίς ότι ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί με την όποια σύνθετη ονομασία μπορεί και να μην την ψηφίσει, όχι επειδή έχει μια τέτοια άποψη, αλλά επειδή θέλει να αφήσει την κυβέρνηση να βγάλει μόνη της τα κάστανα από τη φωτιά.
Έχουμε εδώ μια διγλωσσία ανάλογη με αυτή που έχει φανεί και στην ψήφιση των μνημονιακών νόμων. Ενώ η ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, δεν διαφωνούν επί της ουσίας με τους εφαρμοστικούς νόμους μνημονίου που έχουν ήδη ψηφίσει, εντούτοις τους καταψηφίζουν, παρότι την ίδια στιγμή κάνουν σαφές ότι δεν θα τους καταργήσουν.
Θα με ρωτήσετε: «και γιατί αυτό είναι κακό; Δεν είναι κομμάτι του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού η αντιπολίτευση να μην προσπαθεί να διευκολύνει την κυβέρνηση;». Προφανώς, αρκεί να γίνονται όλα αυτά στη βάση πραγματικών διαφωνιών, διαφορετικών σχεδίων, εναλλακτικών στρατηγικών.
Διαφορετικά, απλώς ενισχύεται ακόμη περισσότερο η εικόνα μιας πολιτικής σκηνής χωρίς πραγματική συζήτηση, χωρίς αντιπαράθεση πολιτικών και ιδεολογικών γραμμών, μόνο με τακτικισμούς και διαρκείς κοινοβουλευτικούς κωλοπαιδισμούς χωρίς περιεχόμενο. Και αυτό, όπως και να το δει κανείς, είναι πριόνισμα του κλαδιού στο οποίο καθόμαστε όλοι.