Μία μοναδική συνέντευξη έδωσε η χρυσή πανελλήνια πρωταθλήτρια του ύψους, Τατιάνα Γκούσιν, που μίλησε για τον ρατσισμό που βίωσε στα πρώτα της χρόνια στην Ελλάδα, αλλά και τα συναισθήματά της τη μέρα του τελικού.
Mία συγκλονιστική συνέντευξη έδωσε η πρόσφατα χρυσή πανελλήνια πρωταθλήτρια του ύψους, Τατιάνα Γκούσιν, στην Αμάντα Φούντη και στο Κανάλι 1 90,4 εξιστορώντας τη ζωή της όπως δεν την έχουμε ξανακούσει.
Από τις αλάνες του Μενιδίου μέχρι την κορυφή του ελληνικού στίβου, οι προκαταλήψεις και δυσκολίες που δεν τη λύγισαν ποτέ, το ταξίδι από τη Μολδαβία στην Ελλάδα, η προσαρμογή, ο αγώνας της για ένα καλύτερο μέλλον και η μητέρα της που «γνώρισε» για πρώτη φορά στα 8 της χρόνια. Μια συνέντευξη γεμάτη μαθήματα ζωής, δύναμης και επιμονής.
Διαβάστε επίσης: Ο καθρέπτης της Premier League – Στην κορυφή η Νότιγχαμ Φόρεστ
Όσα είπε η Γκούσιν
Ξέρεις τί μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση στη δική σου περίπτωση; Το γεγονός ότι η ζωή σου θα μπορούσε να είναι και ταινία
«Το έχω σκεφτεί. Όχι για ταινία για βιβλίο πιο πολύ και για ταινία δεν ξέρω. Έχω πει ότι θα πάρω μια μέρα τον Καπουτζίδη τηλέφωνο, που τον ξέρω προσωπικά και θα του πω όχι για μένα, για τη μαμά μου. Η μητέρα μου είναι το πρότυπό μου και έχει δώσει άλλες μάχες. Δεν έχει κάνει πρωταθλητισμό, αλλά έχει δώσει τέτοιες μάχες στη ζωή της που είναι πρότυπο δύναμης για εμένα. Ήτανε πάντα και ήθελα να της γράψω κάτι για να υπάρχει η ιστορίας της, γιατί είναι πάρα πολύ ιδιαίτερη. Από Σοβιετική Ένωση, Μολδαβία, μετά πήγε Ρωσία, ήρθε Ελλάδα, έφερε εμένα μετά στην Ελλάδα και γενικά έχει περάσει από σαράντα κύματα. Και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα η ζωή της και το πως με έφερε στην Ελλάδα. Πως ήρθε αυτή βασικά, γιατί ήρθε από το ποτάμι. Εγώ ήρθα κυρία με το πούλμαν. Η μαμά μου πέρασε το ποτάμι και ήρθε. Εγώ τη μαμά μου την είχα είδα 2-3 φορές πριν την δω στα οκτώ μου. Με τους παππούδες μου μεγάλωσα και δεν την είχα δει γιατί έφυγε, για να βρει ένα καλύτερο μέλλον για εμένα. Εγώ μεγάλωσα με φωτογραφία της και στα οκτώ μου της λέω σε γνώρισα. Και ήρθα μετά στην Ελλάδα μαζί της. Η μαμά έφυγε, πρώτα πήγε Ρωσία, 2-3 χρόνια αν θυμάμαι καλά. Δεν στέριωσε εκεί δεν της άρεσε, μετά ήρθε Ελλάδα βρήκε δουλειά, βρήκε σπίτι και μετά με έφερε. Βρήκε σπίτι σε εισαγωγικά, μέναμε με άλλες δυο οικογένειες όταν πρωτοήρθα Ελλάδα».
Προετοίμασε δηλαδή μια κατάσταση για να μπορέσει να σε φέρει;
«Έβγαλε και χαρτιά γιατί ήρθε παράνομα προφανώς, μέχρι να γίνει νόμιμη. Ήρθε στη Μολδαβία, με έβαλε στο λεωφορείο. Θυμάμαι το άγχος της, είχε κάνει όλες τις αιτήσεις. Ήρθε Μολδαβία και με πήρε. Εγώ ανυπομονούσα πάρα πολύ γιατί μου είχαν πει η γιαγιά και ο παππούς, ότι θα έρθει η μαμά σου επιτέλους να σε πάρει και ανυπομονούσα. Ξεκίνησα και σχολείο πολύ λίγο γιατί ξεκινάει νωρίτερα εκεί το σχολείο και «έλεγα εγώ θα φύγω, εγώ θα πάω Ελλάδα».
Ένοιωθες δηλαδή ότι πας και εσύ να συναντήσεις κάτι καλύτερο;
«Ναι ναι γιατί για αυτό έφυγε η μαμά. Και εκεί ο τρόπος που μεγάλωσα δεν ήξερα τι είναι το καλύτερο. Γιατί μεγάλωσα χωρίς να έχουμε βασικά πράγματα, δηλαδή δεν υπήρχε τηλεόραση που δεν είναι βασικό η τηλεόραση. Παπούτσια μου λείπανε κάποια στιγμή. Αλλά δεν τα είχα, οπότε δεν τα ζητούσα. Επίσης το πιο ωραίο, δεν ξέρω πως ακούγεται αλλά δεν είχαμε κάδο σκουπιδιών. Δεν υπήρχε προϊόν που αγόραζες. Με ό,τι μεγαλώναμε στη φάρμα, ανταλλαγή προϊόντων με τον γείτονα, αυτό τρώγαμε. Που είναι πάρα πολύ ωραίο. Μεγάλωσα πραγματικά με ό,τι χρειάζεται το κορμί μας. Δεν μεγάλωσα με πατατάκια με χυμούς με τίποτα. Έτσι μεγάλωσα μέχρι τα οκτώ μου. Και μετά ήρθε και με έκλεισε η μαμά μου σε ένα διαμέρισμα και μου έλεγε ήσουν ένα αγρίμι, ήσουν στο κλουβί σου, γιατί πραγματικά ήμουν ένα αγρίμι. Το χωριό που έμενα, είχε λιγότερους από 1000 κατοίκους. Ήμουν ελεύθερη να πηγαίνω όπου θέλω. Ήρθα στα οκτώ μου, το 2000-2001. Η μητέρα μου έκανε το καλύτερο που μπορούσε να μου μάθει, με ό,τι ήξερε. Μου είχε πάρει βιβλιαράκια να μάθω ανάγνωση. Ξεκίνησα λίγο να μάθω στο σπίτι, μετά σχολείο που με πετάξανε σαν αγρίμι μέσα γιατί δεν ήξερα αλλά άκουγα και προσπαθούσα».
Εκεί πως σε υποδέχτηκαν;
«Στην αρχή οκέι, αλλά μετά υπήρχε μια μορφή ρατσισμού θα έλεγα. Δεν μίλαγα τη γλώσσα οπότε δεν επικοινωνούσα ιδιαίτερα, ήταν και ευκαιρία για τα παιδιά που ήθελαν να βγάλουν ένα άχτι και μεγαλύτερα παιδιά, οπότε να με στριμώξουν σε γωνίες, να φάω λίγο ξύλο. Τα πέρασα λίγο όλα. Σκληραγωγήθηκα και επειδή ήμουν και σε ξένη χώρα ένοιωθα, δεν το είπα ποτέ στην μητέρα μου αυτό όταν ήμουνα μικρή, δεν τόλμησα να το πω, γιατί ένοιωσα ότι μου κάνουν και χάρη που είμαι στο σχολείο τους. Γιατί η μητέρα μου όταν ήρθα μου είπε, εσύ είσαι ο μετανάστης οπότε εσύ θα κάνεις πάντα το πίσω βήμα. Είσαι σε ξένη χώρα, οπότε θα σέβεσαι, αυτή είναι η λογική μετανάστη όμως. Έρχεται και θέλει να σεβαστεί τη χώρα».
Ο αθλητισμός πως μπήκε στη ζωή σου μετά;
«Μπήκε πάρα πολύ πιο μετά. Μπήκε στο δημοτικό, στην 6η Δημοτικού, είχε έρθει ένας γυμναστής, τότε είχαμε τα αθλητικά γυμνάσια. Είχε έρθει στο σχολείο να μας πει ανοίγει ένα αθλητικό γυμνάσιο στο Μενίδι. Να μας περάσει από trials να δούμε αν μπορούμε να μπούμε στην ομάδα του μπάσκετ. Και εγώ ήθελα. Ήμουν πάρα πολύ αθλητική. Μεγάλωσα στο Μενίδι που είχαμε μόνο αλάνες οπότε ήμουν όλη μέρα έξω, έτρεχα, έκανα ποδήλατο, παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους. Όλα τα πάντα ήμουν ακραία αθλητική και η μητέρα μου, από Σοβιετική Ένωση, μου έλεγε εννοείται θα πας έξω να παίξεις, τρέχα. Μου άρεσε πάρα πολύ και τα παιδιά στη γειτονιά, ήταν φανταστικά».
Οπότε κοινωνικοποιήθηκες μέσα από τον αθλητισμό;
«Ναι και πριν και μετά. Με το που έμαθα τη γλώσσα και ξεκίνησα να μιλάω δεν είχα κανένα πρόβλημα μετά. Ήταν όλα εύκολα, γιατί μοιάζω και με Ελληνίδα, οπότε όταν ακούει κάποιος το όνομά μου, λέει «α, από που είσαι». Οπότε αυτό ήταν πολύ εύκολο. Νομίζω ότι αν είχα άλλο χρώμα, μπορεί να ήταν πιο δύσκολα τα μετέπειτά μου χρόνια».
Θέλω να σε πάω σε αυτό που ανέφερες στις δυσκολίες στον αθλητισμό. Σε είδα πριν το Παρίσι ότι ήσουν λίγο προβληματισμένη και μου είχες πει ότι μόλις πριν λίγο καιρό σταμάτησα να δουλεύω και να αφοσιωθώ στον αθλητισμό
«Ναι, δυστυχώς ή ευτυχώς γιατί έχει φτιάξει τον χαρακτήρα μου, δεν έρχομαι από μια οικογένεια που μπορεί να με στηρίξει ίσα ίσα που εγώ βοηθάω όποτε μπορώ. Οπότε για να συντηρήσω τον εαυτό μου και να ζήσω, και μετά να συντηρήσω την καριέρα μου στον αθλητισμό, έπρεπε να δουλέψω. Γιατί ο μισθός μου σαν αθλήτρια και μπορώ να πω το ποσό που έπαιρναν, είναι 400 ευρώ, plus ό,τι παίρνεις από τον σύλλογό σου, άλλα 200-250 ευρώ γιατί δεν είμαστε σε ένα άθλημα, το οποίο πληρώνει σκληρά. Οπότε με 700-800 ευρώ πες ότι βγάζουμε σύνολο από παντού, πλέον δεν ζεις. Γιατί μόνο οι βενζίνες μου, και δεν θα το πάω καν σε εξοπλισμό και πράγματα που χρειάζομαι να αγοράσω σαν αθλήτρια, μόνο για να ζήσω εγώ σαν άνθρωπος δεν φτάνουν. Οπότε ναι, δούλευα οκτάωρο. Ευτυχώς βρήκα την κα Ελένη, η οποία με άφησε να φεύγω για προετοιμασίες, με άφησε να φεύγω για αγώνες, μείωσα το οκτάωρο και δεν είχα στάνταρ ωράριο. Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων, το Φλεβάρη σταμάτησα τη δουλειά. Που είναι λίγο λάθος γιατί θα έπρεπε να κάνω διπλές προπονήσεις μέχρι τον Φλεβάρη, εγώ έκανα μονές».
Υπήρξαν στιγμές που σε λύγισε όλο αυτό;
«Δούλευα τρία χρόνια. Το καλοκαίρι πριν τους Ολυμπιακούς είχα το ρεπό μου από τη δουλειά, αλλά όχι από την προπόνηση γιατί δεν μπορούσα να τα συνδυάσω μαζί και είχα πάει για νύχια. Και εκεί που κάθομαι, λιποθυμάω. «Κράσαρα» και ήρθε το αγόρι μου να με μαζέψει, ανησυχήσαμε, μου λέει «Τατιάνα δεν γίνεται αυτό» και του λέω «ναι αλλά τι να κάνω; Από που να το μαζέψω». Λιποθύμησα από την υπερκόπωση, έκανα εξετάσεις ξεκίνησα να παίρνω και άλλα συμπληρώματα μήπως και με μαζέψω λίγο, αλλά «κράσαρα». Εκεί είναι που μείωσα λίγο και το ωράριο για να προλαβαίνω. Γιατί ξύπναγα 8:00, έφευγα 9:30 για προπόνηση, 12:00 έφευγα από γήπεδο έκανα μπάνιο εκεί στα γρήγορα, 13:00 δούλευα και 20:00-21:00 σχόλαγα από τη δουλειά. Αν είχα και θεραπεία μετά που έπρεπε να κάνω γιατί πονάει το γόνατό μου, πήγαινα για θεραπεία 21:00-21:30 και έμπαινα σπίτι 23:00. Δεν έτρωγα σωστά, προφανώς, δεν μαγείρευα ποτέ, δεν ξεκουραζόμουν»
Θα πει κάποιος, γιατί; Γιατί τόσο πείσμα τότε; Τι είναι αυτό που αγαπάς και λες «όχι εγώ θα τα καταφέρω»;
«Γιατί σου μένει το «γιατί» αυτό μέσα σου. Πριν πάρα πολλά χρόνια, εγώ ήμουν μικρότερη, είχαν σταματήσει κάποιοι αθλητές οι οποίοι ερχόντουσαν μετέπειτα στο γήπεδο να μας δουν και μου έλεγαν, «αχ να είχα συνεχίσει και κι ας μην είχα λεφτά». Δεν ήθελα ποτέ να μου μείνει αυτό το «γιατί» και το τι θα έκανα «αν». Το απωθημένο. Γιατί να είμαι 40-50 χρονών, να βλέπω στην τηλεόραση το ύψος και να λέω «θα μπορούσα άραγε να έχω πηδήξει και εγώ τόσο»; «θα μπορούσα να είχα πάει ποτέ στους Ολυμπιακούς Αγώνες»; Δεν ήθελα να μεγαλώσει έτσι με αυτό το απωθημένο».
Απωθημένο σου έμεινε από το Παρίσι;
«Ναι και όχι. Έκανα έναν καταπληκτικό αγώνα στον προκριματικό. Απίστευτο και επειδή ήταν τόσο ωραία εμπειρία δεν έχω πάρει κάτι κακό μέσα μου. Στον τελικό πέρα από άγχος μπροστά σε 80.000 κόσμο, όταν βγήκα από τον ενθουσιασμό μου, περπατούσα και ξεκίνησα να ανατριχιάζω ολόκληρη και δάκρυζα. Γιατί σκεφτόμουν ότι είμαι εδώ, επιτέλους τα κατάφερα. Μετά από τόσα χρόνια βασάνων, κόπων, ιδρώτα, λιποθυμίες, δουλειές, όλα αυτά τα κατάφερες, είσαι εδώ. Και λέω «Τατιάνα όχι τώρα, πάρε μια ανάσα και πήγαινε να αγωνιστείς». Επίσης ξεκίναγε και ο αγώνας πάρα πολύ ψηλά για τα δικά μου δεδομένα, 1,86μ. που ευτυχώς το έκανα και μετά στο 1,92 ήθελα πάρα πολύ να το περάσω, οπότε ένας υψίστας το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει όταν θέλει να περάσει πάρα πολύ ένα ύψος είναι να σφιχτεί, οπότε δυστυχώς δεν μου βγήκαν πολύ καλά άλματα. Αγχώθηκα, σφίχτηκα γιατί ήθελα να το περάσω πάρα πολύ, οπότε δεν μου βγήκαν σωστά τα άλματα».