Η εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τον αναθεωρημένο το 2021 Κώδικα Anti- Doping της WADA αποτελεί το πιο επίκαιρο νομοθετικό ζήτημα των τελευταίων ημερών στην Ελληνική αθλητική πραγματικότητα.
Ο εκσυγχρονισμός του εγχώριου θεσμικού πλαισίου συνίσταται σε μία διαρκή, ακανθώδη και μακροσκελή διαδικασία, στης οποίας το επίκεντρο βρίσκεται αναμφίβολα η συμμόρφωση του θεσμικού υποβάθρου της χώρα μας με τις επιταγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Anti-Doping. Ας εξετάσουμε λοιπόν τις κυριότερες, πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικότερες αλλαγές που επέφερε η αναθεώρηση του 2021 στον Κώδικα Anti-Doping της WADA.
– Ο κανόνας των «πολλαπλών παραβιάσεων» (Άρθρο 10.7, 10.9)
Το καθεστώς των ‘πολλαπλών παραβιάσεων’ τροποποιήθηκε σημαντικά με την αναθεώρηση του Κώδικα. Με βάση τις διατάξεις του προηγούμενου Κώδικα (2015), το άρθρο 10.7 προέβλεπε αυξημένες ποινές για μία ενδεχόμενη δεύτερη ή τρίτη παραβίαση που θα συνέβαινε μέσα σε ένα εύλογο διάστημα 10 ετών. Ως προς τον προσδιορισμό του τι συνιστά δεύτερη παράβαση, ο κώδικας του 2015 προέβλεπε ότι «η παράβαση θα θεωρείται ως ξεχωριστή (δεύτερη) μόνο αν ο οργανισμός Anti-Doping μπορεί να αποδείξει ότι ο Αθλητής που διέπραξε την δεύτερη παραβίαση είχε λάβει ειδοποίηση βάσει του άρθρου 7, ή έστω ότι ο οργανισμός εξάντλησε κάθε δυνατή προσπάθεια να τον ειδοποιήσει.»
Σε άλλη περίπτωση, επιβάλλονταν μεν αυστηρότερες ποινές, ωστόσο η παραβίαση θεωρούταν ενιαία. Η λογική της ‘ειδοποίησης’ του αθλητή επί της πρώτης παραβίασης διατηρήθηκε στον Κώδικα του 2021, με μία όμως σημαντική εξαίρεση: Σύμφωνα με το άρθρο 10.9.3.2 του Κώδικα του 2021, η δεύτερη παραβίαση δεν θα αντιμετωπίζεται ως μέρος της πρώτης αλλά ξεχωριστά, ως δεύτερη παραβίαση, αν η χρονική περίοδος μεταξύ των δύο παραβάσεων είναι ίση ή ξεπερνά τους 12 μήνες. Επομένως, οι «πολλαπλές παραβιάσεις» θα αντιμετωπίζονται ξεχωριστά αν μεταξύ τους μεσολαβεί διάστημα ίσο ή μεγαλύτερο των 12 μηνών, ανεξαρτήτως αν έχουν λάβει ειδοποίηση βάσει του άρθρου 10.7.
– Η ισχυροποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αθλητών (Άρθρα 8, 20.7.7). Αρχικά, στο άρθρο 8 του Κώδικα παρατηρούμε ότι η WADA αναζητά, πιθανότατα επηρεασμένη και από την υπόθεση Pechstein του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τη βελτίωση των δικονομικών δικαιωμάτων των αθλητών, επιβάλλοντας ήδη από τον πρώτο βαθμό εκδίκασης των υποθέσεων anti-doping ορισμένα εχέγγυα ανεξαρτησίας. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε ότι η ακροαματική διαδικασία θα διενεργείται από μία επιτροπή "δίκαιη, αμερόληπτη και επιχειρησιακά ανεξάρτητη".
Δευτερευόντως, στο άρθρο 20.7.7 συναντούμε την πρόβλεψη για ένα νέο πρωτότυπης σύλληψης έγγραφο που ονομάζεται "Athletes Anti-Doping Rights Act" και εγκρίθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της WADA. Ο ουσιαστικός του ρόλος είναι να παραθέσει συγκεντρωμένα όλα τα δικαιώματα των αθλητών που ταυτοποιούνται στον Κώδικα anti doping με γνώμονα την εν συνόλω αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων αυτών.
– Η προστασία των “whistleblowers” (Άρθρο 2.11)
Καταρχάς, η διάταξη του άρθρου 2.11 του νέου Κώδικα είναι εξ’ολοκλήρου νέα, δεν υπήρχε δηλαδή σε κάποια προηγούμενη έκδοση. Ουσιαστικά η WADA, με την εισαγωγή αυτής της διάταξης, αναγνωρίζει την καίρια συμβολή των ατόμων που αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με πιθανές παραβάσεις στον αγώνα κατά του doping. Αποθαρρύνει, επομένως, κάθε πιθανή πράξη που ενδεχομένως να παρεμποδίσει τα πρόσωπα αυτά από το να αναφέρουν επίσημα κάποια παράβαση. Ωστόσο, οι επονομαζόμενοι και “whistleblowers” προστατεύονται μονάχα στο βαθμό που αναφέρουν και παρέχουν τις πληροφορίες τους στους αρμόδιους οργανισμούς anti-doping. Ενδεχόμενες διαρροές των πληροφοριών τους στον τύπο και εν γένει στη δημοσιότητα αποδοκιμάζονται έντονα και σε καμία περίπτωση δεν προστατεύονται από τον κώδικα της WADA.
– Η εκ νέου εισαγωγή των «επιβαρυντικών περιστάσεων» (Άρθρο 10.4)
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο του αναθεωρημένου Κώδικα είναι η επαναφορά της διάταξης για τις «επιβαρυντικές περιστάσεις» (aggravating circumstances) που εισήχθη για πρώτη φορά στην αναθεώρηση του 2009 και είχε προσωρινά διαγραφεί από την αναθεώρηση του 2015. Όπως διαβάζουμε στο άρθρο 10.4, η περίοδος απαγόρευσης που επιβάλλεται σε έναν αθλητή ως ποινή για παραβίαση κανονισμού doping, μπορεί να αυξηθεί έως και δύο χρόνια, «ανάλογα με τη σοβαρότητα της παραβίασης και τη φύση των επιβαρυντικών περιστάσεων». Δεδομένης της αυστηρότητας της συγκεκριμένης διάταξης, ο Κώδικας αναφέρει ρητά τις παραβιάσεις στις οποίες η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί (άρθρα 2.7, 2.8, 2.9, 2.11). Επίσης, σαφώς ορίζεται στη διάταξη ότι για την επιβολή των «επιβαρυντικών περιστάσεων» απαιτείται πρόθεση για την τέλεση της παραβίασης, αποκρυσταλλώνοντας ότι η ως άνω επιβάρυνση δεν εφαρμόζεται «αν ο αθλητής μπορεί να θεμελιώσει ότι δεν διέπραξε εν γνώσει του την παραβίαση».
– Ανάθεση των ελέγχων Doping σε τρίτους (Άρθρο 20)
Στην εισαγωγική παράγραφο του άρθρου 20 του Κώδικα του 2021, παρατηρούμε την πρόθεση της WADA να αναθέτει περιστασιακά ορισμένες διαδικασίες του ελέγχου anti-doping (όπως επιλογή και ειδοποίηση αθλητών, συλλογή δειγμάτων και εργαστηριακή ανάλυση) σε τρίτα μέρη. Παρόλα αυτά, όπως διαβάζουμε στη συμπληρωματική διατύπωση, οι οργανισμοί anti-Doping θα παραμένουν υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαδικασιών με απόλυτη συμμόρφωση στις επιταγές του κώδικα της WADA.
Ιάκωβος Τεχνόπουλος, Δικηγόρος MSc, Μεταπτυχιακός φοιτητής αθλητικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Trent του Nottingham