Η λέξη που θα επέλεγα για να αποτυπώσω αυτή τη δεκαετία θα ήταν η λέξη «πόλεμος». Κανένας άλλος πρόεδρος στην ελληνική ιστορία του ομαδικού αθλητισμού δεν δέχτηκε τόσο μακροσκελή, επίμονο και λυσσαλέο πόλεμο.
Αν έπρεπε να συνοψίσω σε μία λέξη την πρώτη δεκαετία της παρουσίας του Βαγγέλη Μαρινάκη στον Ολυμπιακό, θα άφηνα εκτός τα επιτεύγματα της ομάδας επί των ημερών του. Δεν θα εστίαζα στην εγχώρια κυριαρχία του, που αποτυπώνεται στην κατάκτηση 8 πρωταθλημάτων σε 10 χρόνια, και θα παρέλειπα την αλματώδη αύξηση του ερυθρόλευκου Ευρωπαϊκού μεγέθους. Η λέξη που θα επέλεγα για να αποτυπώσω αυτή τη δεκαετία θα ήταν η λέξη «πόλεμος». Διότι μπορεί όλες οι εκφάνσεις της δεκαετούς πλέον παρουσίας του 52χρονου επιχειρηματία στο λιμάνι να επιδέχονται αμφισβήτηση, εκείνο όμως που δε χωρά την παραμικρή αμφιβολία είναι το εξής: Κανένας άλλος πρόεδρος στην ελληνική ιστορία του ομαδικού αθλητισμού δεν δέχτηκε τόσο μακροσκελή, επίμονο και λυσσαλέο πόλεμο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης ανέλαβε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών του Ολυμπιακού από τον Σωκράτη Κόκκαλη το 2010, στις παρυφές της οικονομικής κρίσης και μετά από μία αποτυχημένη σεζόν, όπου η ομάδα τερμάτισε πέμπτη στο πρωτάθλημα. Για όσους ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο με γνώμονα την ψυχραιμία και τη λογική, μακριά από αναχρονιστικές προσωπολατρείες, ήταν φανερό ότι το, πάλαι ποτέ κραταιό, μοντέλο Κόκκαλη που έφερε στο λιμάνι επιτυχίες και τίτλους έπνεε τα λοίσθια. Η οικονομική βιωσιμότητα και η ευρωστία μιας ΠΑΕ έμπαιναν ως απόλυτες προτεραιότητες στο business plan και η εποχή των παχέων αγελάδων είχε αμετάκλητα περάσει στην ιστορία. Το καράβι του Ολυμπιακού χρειαζόταν έναν νέο, φιλόδοξο, σύγχρονο και οικονομικά εύρωστο καπετάνιο για να αποφύγει τη σύγκρουση με τις συμπληγάδες της κρίσης και της εσωστρέφειας.
Και ο καταλληλότερος τρόπος να κατανοήσουμε πόσο ασφαλές, αποδοτικό και φερέγγυο ήταν το modus operandi και το πλάνο διοίκησης του Βαγγέλη Μαρινάκη για τον Ολυμπιακό δεν είναι να απαριθμήσουμε τις επιτυχίες του, αλλά να εξετάσουμε την πορεία των άμεσων ανταγωνιστών του στο βάθος αυτής της δεκαετίας. Στο στρατόπεδο του βασικού του αντιπάλου Παναθηναϊκού, η ευμάρεια και η εξωστρέφεια της πολυμετοχικότητας έδωσαν τη θέση τους στη ζοφερή εποχή Αλαφούζου από την οποία ο πράσινος οργανισμός πιθανότατα δεν θα καταφέρει να συνέλθει ούτε στο εγγύς ούτε στο απώτερο μέλλον. Ο απολογισμός της; 1 κύπελλο σε μία δεκαετία. Η ΑΕΚ που μπορεί να περηφανεύεται για ένα πρωτάθλημα και για την κατασκευή του γηπέδου της, χρειάστηκε να περάσει χρόνια ανυποληψίας στην πρώτη εθνική, αλλά και να βιώσει την ύψιστη απαξίωση για έναν σύλλογο: τον υποβιβασμό στη Γ εθνική και το σύρσιμο στις μικρές κατηγορίες. Τέλος, ο ΠΑΟΚ, που θεωρήθηκε ανερχόμενη ποδοσφαιρική δύναμη με την είσοδο του Ιβάν Σαββίδη στα διοικητικά του, κατέγραψε κάποιες ήσσονος σημασίες εγχώριες επιτυχίες, ελάχιστες πάντως δεδομένων των διευκολύνσεων που απολάμβανε, αλλά και των πολυεπίπεδων καταπατήσεων της αθλητικής νομιμότητας για τις οποίες ελάχιστες φορές καταδικάστηκε. Για την παρουσία των τριών ανταγωνιστών του Ολυμπιακού στην Ευρώπη αυτή τη δεκαετία, ας μη μιλήσουμε καλύτερα…
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της πρώτης δεκαετίας του Βαγγέλη Μαρινάκη στον Ολυμπιακό, είναι ο ανερυθρίαστος, ξεδιάντροπος και αρραγής συνασπισμός, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, των τριών ανταγωνιστών του εναντίον του. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει αν οι κινήσεις των Μελισσανίδη, Σαββίδη και Αλαφούζου είχαν επιχειρηματικές ή οικονομικές προεκτάσεις. Εκείνο όμως που όποιος ζει στην Ελλάδα και παρακολουθεί στοιχειωδώς την επικαιρότητα καταλαβαίνει καλά τα τελευταία χρόνια είναι ότι στο Ελληνικό ποδόσφαιρο διεξάγεται ένας «πόλεμος», με ξεκάθαρα στρατόπεδα, ρητές και υπόρρητες συμμαχίες και σταθερούς παίκτες. Τις «μάχες» του, τις βιώνουμε καθημερινά. Ορισμοί διαιτητών, δικαστικές αποφάσεις στη μία η ώρα της νύχτας του Σαββάτου, διαπιστωμένες παραβάσεις πολυϊδιοκτησίας, ομάδες που στα ΔΣ της Superleague ψηφίζουν μονίμως συγκεκριμένες προτάσεις, και, και, και…
Ο «πόλεμος» όμως δεν σταμάτησε εκεί. Πήρε και μορφή δικαστική, με την απόδοση τερατωδών κατηγοριών, οι οποίες μέχρι στιγμής καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Φυσικά, κανείς μας δεν είναι δικαστής και σε μία χώρα που οι κατηγορίες αποδίδονται από τους εισαγγελείς των blogs και οι αποφάσεις εκδίδονται από τους δικαστές και τους ενόρκους του Facebook, ο σεβασμός στις δικαστικές κρίσεις συνιστά έννοια ιερή.
Δεν είναι όμως περίεργο που όλες οι κατηγορίες σε βάρος του Βαγγέλη Μαρινάκη έχουν μέχρι στιγμής καταπέσει; Δεν είναι αξιοσημείωτο ότι σε όποιες υποθέσεις οι αποφάσεις είναι τελεσίδικες, είναι και αθωωτικές; Δεν είναι τέλος, τουλάχιστον ύποπτο ότι ο μεγαλομέτοχος του Ολυμπιακού δεν είχε κατηγορηθεί ποτέ για τίποτα και δεν του είχε φορτωθεί κανένα σκάνδαλο από οποιοδήποτε μέσο, μέχρι την εμπλοκή του στον Ολυμπιακό και την ανάμειξη του στο δήμο Πειραιά;
Κλείνοντας, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βαγγέλη Μαρινάκη δεν είναι κατά την άποψη μου ούτε η εγχώρια αγωνιστική κυριαρχία, ούτε η αύξηση του ευρωπαϊκού κύρους του συλλόγου. Ούτε καν ο εξορθολογισμός της διοίκησης ή το θαύμα του ερασιτέχνη. Αυτό για το οποίο ο πρόεδρος του Ολυμπιακού αξίζει τα μεγαλύτερα εύσημα είναι το πείσμα και η επιμονή του να ασχολείται με τον Ολυμπιακό, βλέποντας κάθε Δευτέρα επί δέκα χρόνια να διεξάγονται τηλεοπτικές δίκες σε βάρος του, παρακολουθώντας το χαρακτήρα του να δολοφονείται από αργυρώνητες φωνές και πένες και τις μεγάλες επενδύσεις του να μην καρποφορούν στον βαθμό που θα έπρεπε λόγω ενός διεφθαρμένου και άδικου συστήματος.
Και εις άλλα με υγεία, πρόεδρε!
*Για την υπογραφή: Κάτι μαγικό