Σήμερα, θα ξεκινήσουμε με μία σκληρή, παράδοξη και λίγο ανορθόδοξη παραδοχή. Ο Ολυμπιακός του 2018-2019 που δεν κατέκτησε το παραμικρό σε επίπεδο τίτλων υπήρξε πιο θεαματικός από τον Ολυμπιακό του 2019-2020 που σε λίγες μέρες θα κατακτήσει ένα πρωτάθλημα δια περιπάτου και πιθανότατα και ένα κύπελλο, αν φυσικά του το επιτρέψει η συμμαχία «εξυγίανσης».
Ας το δούμε στατιστικά. Ο Ολυμπιακός της περσινής σεζόν πέτυχε σε 30 ματς της Ελληνικής Superleague 71 γκολ, ήτοι 2,33 γκολ ανά αγώνα. Αντίστοιχα, στη φετινή σεζόν οι ερυθρόλευκοι πέτυχαν 57 γκολ σε 28 παιχνίδια, δηλαδή κάτι λιγότερο από 2 γκολ ανά αγώνα. Σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες για γκολ, η διαφορά είναι ακόμη αντιπροσωπευτικότερη. Ο περσινός Ολυμπιακός δημιούργησε 444 ευκαιρίες για γκολ, ενώ ο φετινός 355. Η διαφορά των δύο αγώνων εξακολουθεί φυσικά να υπάρχει, αλλά καμία ομάδα δεν μπορεί σε δύο παιχνίδια να δημιουργήσει 89 προσπάθειες για γκολ!
Πώς εξηγούνται όμως αυτές οι διαφορές; Που έγκειται το παράδοξο γεγονός ότι ένας τόσο λιγότερο επιθετικός και δημιουργικός Ολυμπιακός επέτυχε εκκωφαντικά εκεί που η περσινή, πιο ντελικάτη και ραφιναρισμένη, εκδοχή του απέτυχε;
Η θεαματική προπονητική ωρίμανση του Πέδρο Μαρτίνς και οι εξωτερικές (Μπα, Σεμέδο) και εσωτερικές (Τσιμίκας) προσθήκες στην άμυνα έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, αλλά υπό εξέταση βρίσκεται η επιθετική λειτουργία της ομάδας. Και ως προς αυτή, οι «ηθικοί αυτουργοί» της θεαματικής μεταμόρφωσης είναι δύο: Ο 33χρονος Γιουσέφ Ελ Αραμπί και ο 35χρονος Ματιέ Βαλμπουενά.
Ο Ολυμπιακός του 2020 είναι μια Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία με οικονομικά εύρωστο μεγαλομέτοχο, έγκριτα και διακεκριμένα διοικητικά στελέχη και μορφωμένους τεχνοκράτες σε κάθε επίπεδο οργάνωσης. Στον πυρήνα του όμως, ο Ολυμπιακός είναι από την πρώτη μέρα της ίδρυσης του μέχρι και σήμερα μια ιδιόμορφη, λαϊκή δημοκρατία. Ο κόσμος του, που τον λατρεύει παθολογικά και δεν τον αφήνει μόνο του ούτε στα δύσκολα, έχει αναπτύξει με την ομάδα μια αξιοπερίεργη σχέση μετά από τόσες δεκαετίες.
Το ερυθρόλευκο οπαδικό σώμα, οργανωμένο ή μη, είναι αυθύπαρκτο, δύσκολα χειραγωγήσιμο και έχει βούληση και ισχυρή, τεκμηριωμένη άποψη πάνω σε όλα τα θέματα του συλλόγου. Ο Ολυμπιακός είναι η μοναδική ομάδα πανελληνίως, πιθανότατα και παγκοσμίως, που η διοίκηση ακούει πιο συχνά τους οπαδούς από όσο οι οπαδοί ακούνε τη διοίκηση.
Μια ισχυρή πεποίθηση λοιπόν που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην κόκκινη κερκίδα είναι ότι παίκτες που βρίσκονται στα τελευταία χρόνια της καριέρας τους έρχονται στην Ελλάδα για τη σύνταξη, αδιαφορώντας πλήρως για το ποδόσφαιρο και έχοντας ως μοναδικό σκοπό να κεφαλαιοποιήσουν την πλούσια καριέρα τους με μια τελευταία, προσοδοφόρα «αρπαχτή» σε μια χώρα-φτωχό συγγενή του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Εν αντιθέσει όμως με αρκετές φορές που το οπαδικό «ένστικτο» έχει επαληθευτεί, η συγκεκριμένη θεωρία χωλαίνει σε τεράστιο βαθμό, έχοντας μάλιστα ως πειστήρια ανταπόδειξης περιπτώσεις «τελειωμένων ποδοσφαιριστών που άφησαν το στίγμα τους και αγαπήθηκαν παράφορα στο λιμάνι.
Ο Αριέλ Ιμπαγάσα, που πολλές φορές σου έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε τον αγωνιστικό χώρο σε μόνιτορ και ζούσε το παιχνίδι σε αργή κίνηση, πάτησε Ελλάδα στα 35 του. Ο Τσόρι Ντομίνγκεζ που χάρισε τόσες στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας και ηγήθηκε της μεσοεπιθετικής γραμμής για χρόνια, προσγειώθηκε στο Ελ. Βενιζέλος στα 32 του. Ο Εστεμπάν Καμπιάσο στα 36 του. Για Ριβάλντο και Κριστιάν Καρεμπέ, χρειάζεται να μιλήσουμε;
Στον σχεδιασμό της φετινής χρονιάς, οι ιθύνοντες, προεξάρχοντος του Πέδρο Μαρτίνς, έκριναν ότι το συστατικό στοιχείο που έλειπε από μια ήδη καλόδουλεμένη επιθετική γραμμή που απέδιδε ήταν η ποιότητα, η κλάση και η φαιά ουσία.
Με τους Ματιέ Βαλμπουενά και Γιουσέφ Ελ Αραμπί, που φέτος έχουν συμμετοχή στο 82% των συνολικών γκολ της ομάδας(!), ο Ολυμπιακός βρήκε στα πρόσωπα δύο «ξοφλημένων» ποδοσφαιριστών ένα από τα πολυτιμότερα στοιχεία του σύγχρονου ποδοσφαίρου: το εύκολο γκολ.