Ο Μαρτίνς μπορεί να γίνει μόλις ο 5ος προπονητής στην ιστορία του Ολυμπιακού που θα ολοκληρώσει τρεις «γεμάτες» σεζόν ως προπονητής στον Πειραιά.
Ο Πέδρο Μαρτίνς συνηθίζει να χρησιμοποιεί λέξεις και προτάσεις με λόγο. Δεν «πετάει» κουβέντες, δεν «σπαταλάει» φράσεις εάν δεν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Είναι περίπτωση ανθρώπου που δεν μπορεί να «κρυφτεί» εάν δεν αισθάνεται καλά. Δεν μπορεί να κρατήσει μέσα του το πώς αισθάνεται. Εάν δεν περνάει όπως ο ίδιος θέλει. Εάν δεν είναι χαρούμενος, το δείχνει. Και κυρίως, φεύγει.
Ο Μαρτίνς έχει μιλήσει πολλάκις για αυτή τη χαρά που αισθάνεται στον Ολυμπιακό. Για το γεγονός ότι ο σύλλογος, οι άνθρωποί του, οι παίκτες του, οι οπαδοί, όλο το περιβάλλον, τον κάνει να αισθάνεται καλά. Κυρίως, αυτό το περιβάλλον τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι κάπου ότι τον πιστεύουν, τον εμπιστεύονται, τον αγαπούν και δεν θέλουν να του βάλουν «τρικλοποδιές».
Όλα τα παραπάνω τα σημειώνω επειδή, απολύτως λογικά, η κουβέντα για την παραμονή του ή όχι στον πάγκο του Ολυμπιακού, έχει ανοίξει. Και απολύτως λογικά, όλοι περιμένουν να μάθουν τι θα συμβεί. Σε μία υπόθεση που ποτέ δεν είναι απλή. Διότι συνήθως οι προπονητές είναι «περίεργη» φάρα. Είναι άνθρωποι απρόβλεπτοι, που γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις τους, οι αποφάσεις του ενός, επηρεάζουν πολλούς. Και επηρεάζονται από πολλούς.
Ο λόγος που ο Μαρτίνς κλείνει δύο χρόνια παρουσίας στον Ολυμπιακό σε λίγες ημέρες, είναι επειδή κατάφερε να επιδείξει αξιοθαύμαστη δουλειά στο ποδοσφαιρικό κομμάτι. Βελτίωσε παίκτες, έφερε νέες ιδέες, όμορφο ποδόσφαιρο, πήρε μεγάλες νίκες, κατάλαβε την ανάγκη του Ολυμπιακού να παραμείνει σημαντικό ευρωπαϊκό μέγεθος και πέτυχε. Εμεινε χάνοντας έναν τίτλο άδικα. Και τώρα που τον κατακτά απολύτως δίκαια, καλείται να πάρει, μαζί με τον σύλλογο, μία ακόμη σημαντική απόφαση.
Κανείς προπονητής δεν έχει ολοκληρώσει τρεις γεμάτες σεζόν στον Ολυμπιακό από την εποχή των του Γιαν Κοψίδα (1927-1930), των Γιάννη και Βαγγέλη Χέλμη (1950-54), του Λάκη Πετρόπουλου (1972-75) και μετέπειτα του Ντούσαν Μπάγεβιτς (1996-99). Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ο Μαρτίνς να γίνει ο πρώτος που θα το καταφέρει μετά από 20+ χρόνια. Αλλωστε ήδη ο Πορτογάλος μέσα σε δύο χρόνια, κατάφερε να ξεπεράσει τον Βαλβέρδε και κυνηγάει τον Ντούσκο, σε ένα πολύ σημαντικό ρεκόρ. Και αυτό διότι θέλει άλλη μια ευρωπαϊκή νίκη για να τον πιάσει στις 14, τις περισσότερες για προπονητή στην ιστορία του Ολυμπιακού. Νίκες που έχουν επιτευχθεί σε μόλις 27 παιχνίδια, ενώ ο Μπάγεβιτς χρειάστηκε 36 αγώνες!
Γενικώς οι προπονητές και οι σύλλογοι συχνά επιλέγουν να κλείνουν τους κύκλους τους και να προχωρούν. Αυτό, βεβαίως, δεν αποτελεί θέσφατο. Αλλά εκείνο που πρέπει να θεωρείται δεδομένο, είναι ότι ο Μαρτίνς, μέσω του Ολυμπιακού, κατάφερε να χτίσει τόσο σημαντικό «όνομα», που ουσιαστικά αποτελεί το επόμενο σημαντικό εξαγώγιμο προπονητικό «προϊόν» της Πορτογαλίας. Με σημαντικούς συλλόγους να έχουν στραμμένη την προσοχή τους πάνω του. Και με τον ίδιο να αισθάνεται καλύτερος προπονητής και κυρίως πιο έτοιμος και «μπαρουτοκαπνισμένος» στον πρωταθλητισμό από ό,τι ήταν δύο χρόνια πριν.
Σε μια σχέση συλλόγου-προπονητή, λοιπόν, κανείς δεν μπορεί να προκαταβάλει τι μέλλει γενέσθαι. Ούτε πώς θα σκεφτεί η κάθε πλευρά την επόμενη ημέρα. Η ώρα των συζητήσεων πλησιάζει. Αλλά τόσο ο Μαρτινς όσο και ο σύλλογος είχαν και έχουν στραμμένη την προσοχή τους στο να κερδηθεί το πρωτάθλημα και στη διάκριση στην Ευρώπη. Και στα δύο ο Ολυμπιακός είναι μέσα, όπως και στο Κύπελλο. Και αυτό είναι κάτι εξόχως σημαντικό για την πορεία των πραγμάτων.
Αυτή τη στιγμή, τα δεδομένα είναι δύο: 1) Ο Ολυμπιακός είναι απολύτως ικανοποιημένος με τη δουλειά του Μαρτίνς και 2) ο Μαρτίνς είναι χαρούμενος στον Ολυμπιακό. Η συζήτησή τους θα γίνει με αυτά τα δύο δεδομένα. Αλλά κανείς δεν μπορεί να προκαταβάλει τι άλλο θα πέσει το τραπέζι. Και κυρίως τι σκέφτεται ο Μαρτίνς. Διότι ο ατζέντης του, Σάντσο Φρέιτας, ετοιμάζεται. Και ψάχνει για όλες τις προοπτικές που μπορεί να παρουσιαστούν για τον πελάτη του.