Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, που αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη σωτηρία του Παναθηναϊκού, είχε παραχωρήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη τον προηγούμενο Ιούνιο στο περιοδικό Fortune για την ελληνική οικονομία και το μέλλον της.
Τον περασμένο Ιούνιο ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος είχε δώσει το παρόν στο μεγάλο event καινοτομίας Disrupt Greece στις πρώην εγκαταστάσεις της Παπαστράτος στον Πειραιά. Εκεί παραχώρησε και μια μεγάλη συνέντευξη στο Fortune στη brand manager, κα Αναστασία Παρετζόγλου.
Σε αυτή είχε μιλήσει τόσο για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και τα σχέδιά του, όσο και για την οικονομία της Ελλάδας, κάνοντας λόγο για το φαινόμενο του ελατηρίου και εκφράζοντας την αισιοδοξία του πως την προσεχή διετία η οικονομία θα εκτοξευτεί.
Διαβάστε την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε δώσει ο mr. Chipita πριν από λίγους μήνες, μέσω της οποίας επί της ουσίας σκιαγραφείτε και το προφίλ ενός εκ των πιο ισχυρών επιχειρηματιών στην Ελλάδα.
Q. Τι σας οδήγησε, το 2015, και πήρατε την απόφαση να επιστρέψει η έδρα της Chipita στην Ελλάδα;
A. Την απόφαση, στην πραγµατικότητα, την πήραµε στο τέλος του ’14 και εφαρµόστηκε από 1ης Ιανουαρίου του 2015. Θέλω να θυµίσω ότι το τελευταίο τρίµηνο του ’14 ήταν µια περίοδος στην οποία φαινόταν ότι η ελληνική οικονοµία θα έµπαινε σε µια διαφορετική τροχιά, η οποία δυστυχώς δεν ήρθε. Πιστεύοντας ότι θα ερχόταν µια καλύτερη εποχή, αποφασίσαµε να βάλουµε και εµείς το λιθαράκι µας σ’ αυτό το νέο ξεκίνηµα της ελληνικής οικονοµίας. Και παρόλο που δεν ήρθε τότε, πιστεύω ότι δεν θ’ αργήσει να έρθει.
Q. Είστε αισιόδοξος άνθρωπος;
Α. Είµαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος και ξέρω από τις εµπειρίες τόσων ετών µερικά πράγµατα. Όπως, για παράδειγµα, ότι δεν πεθαίνουν οι χώρες, δεν πεθαίνουν οι λαοί, ότι η οικονοµία είναι κυκλικό φαινόµενο και ότι, ακόµα και αν γίνουν κάποια λάθη σε µια πορεία, πάντα υπάρχει η δυνατότητα, αν τα αναγνωρίσεις, να τα διορθώσεις.
Q. Το 2015, η αλήθεια είναι ότι έγιναν κάποια µεγάλα λάθη. Εσείς τότε σε συνέντευξή σας στο Fortune, είχατε πει ότι «έχουµε πιάσει πάτο και πλέον µόνο προς τα εµπρός µπορούµε να πάµε και ως οικονοµία και ως κοινωνία». Δύο χρόνια µετά, πώς αποτιµάτε την ελληνική οικονοµία;
Α. Ευτυχώς επιλέξατε να µε ρωτήσετε το καλό κοµµάτι: πώς αποτιµώ την ελληνική οικονοµία, και όχι την ελληνική κοινωνία, γιατί αυτό θα ήταν πιο δύσκολο (γελάει). Όλοι ξέρουµε ότι έχουµε περάσει δύο χρόνια σταθερότητας ή και µικρής υποχώρησης. Και όλοι ξέρουµε ότι στην Ελλάδα, δυστυχώς, η επίδραση της πολιτείας στην οικονοµία είναι µεγαλύτερη απ’ αυτή που θα ’πρεπε να είναι. Έτσι, τα σφάλµατα που έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια µάς έχουν κρατήσει ακόµα χαµηλά, αλλά είµαι πολύ σίγουρος ότι το επόµενο χρονικό διάστηµα –δεν µπορώ να προσδιορίσω µε ακρίβεια τον µήνα ή την ηµέρα– µέσα στα επόµενα δύο χρόνια θα ζήσουµε το «φαινόµενο του ελατηρίου»: η ελληνική οικονοµία θα εκτιναχθεί.
Q. Τι σας κάνει να το πιστεύετε αυτό;
Α. Κατ’ αρχάς πιστεύω ότι έχουµε αναγνωρίσει πολλά από τα λάθη του παρελθόντος ως κοινωνία. Και είναι έτοιµη και ώριµη η ελληνική κοινωνία να περάσει σε µια άλλη φάση σκέψης. Αυτό είναι και το ζητούµενο για την οικονοµία. Αυτό που κρατάει την ελληνική οικονοµία χαµηλά είναι η έλλειψη εµπιστοσύνης. Δεν υπάρχει εµπιστοσύνη από το κράτος στον πολίτη, από τον πολίτη στο κράτος, υπερφορολογούνται τα πάντα, το δηµοσιονοµικό έχει γίνει το κύριο πρόβληµα της Ελλάδας… Πιστεύω ότι φτάνουµε στο τέλος αυτής της περιόδου.
Q. Μακάρι να έχετε δίκιο. Ουσιαστικά αυτό που λέτε είναι ότι δεν υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο που να δηµιουργεί εµπιστοσύνη στην κοινωνία, στις αγορές, σε δυνητικούς επενδυτές. Πρόσφατα έκλεισε η δεύτερη αξιολόγηση. Πιστεύετε ότι αρκεί αυτό για να ξεκινήσει το «φαινόµενο του ελατηρίου», που λέτε; Ή πρέπει να υπάρξουν κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις;
Α. Όχι, δεν αρκεί. Και δεν πιστεύω ότι θα ήταν αρκετό ακόµα και αν παίρναµε µια µικρή ελάφρυνση του χρέους και µπορούσαµε να µπούµε στο περίφηµο QE. Ούτε και αυτό θα ήταν αρκετό. Αυτό που χρειαζόµαστε είναι εµπιστοσύνη επιχειρηµατική. Όταν όλες οι µεγάλες επενδύσεις ταλαιπωρούνται σ’ αυτό τον βαθµό που ταλαιπωρούνται σήµερα στην Ελλάδα από την πολιτεία, δεν νοµίζω ότι είναι κανείς κουτός να βάλει τα χρήµατά του σήµερα.
Q. Τι είναι αυτό, όµως, που µπορεί να κάνει τον Έλληνα πολίτη να πιστέψει ότι η πολιτεία θ’ αλλάξει ρότα και θα σταθεί στο πλευρό του; Αποτυπώνεται κάποιο σηµάδι στην οικονοµία και την κοινωνία που να δείχνει ότι η πολιτεία αλλάζει πλεύση όχι µόνο προς τον πολίτη, αλλά και προς τον Έλληνα επιχειρηµατία;
Α. Οι κοινωνίες αλλάζουν συνήθως κάτω από την πίεση αναγκών. Αυτήν τη στιγµή η ελληνική κοινωνία πιέζεται: έχουµε 27% ανεργία, έχουµε ανεργία στους νέους της τάξεως του 50%. Δεν γίνεται να µη σκεφτούµε ότι αυτό το µοντέλο στο οποίο λειτουργήσαµε τα τελευταία χρόνια δεν λειτουργεί πια. Δεν γίνεται να µην καταλαβαίνουµε ότι δεν µπορούµε να ζούµε σ’ ένα κράτος όπου το δηµόσιο έχει ως αποκλειστικό στόχο να περνάνε καλά οι υπάλληλοί του. Έχουν ξεχάσει ότι ο στόχος είναι να υπηρετούν τους υπόλοιπους πολίτες της χώρας και έχουν µόνο έναν στόχο: πώς θα κατοχυρώσουν τα δικά τους συµφέροντα. Η υπόλοιπη κοινωνία, όµως, αρχίζει να µην τα δέχεται αυτά. Αρχίζει το πράγµα να φτάνει στα όριά του.
Q. Το 2011 αποφασίσατε, παράλληλα µε τις υπόλοιπες δραστηριότητές σας, να δραστηριοποιηθείτε στον πρωτογενή τοµέα και µπήκατε στην παραγωγή τοµάτας µέσω υδροπονίας. Στην Ελλάδα ακούµε συχνά τη φράση «οι Έλληνες δεν παράγουµε πια», ενώ γνωρίζουµε ότι ο πρωτογενής τοµέας µπορεί να αποτελέσει µηχανισµό επανεκκίνησης της ελληνικής οικονοµίας.
Α. Ο πρωτογενής τοµέας στο εξωτερικό έχει εξελιχθεί. Δεν είναι πια η αγροτική παραγωγή «είµαι αγρότης σ’ ένα χωριό, έχω έντεκα στρέµµατα, τα καλλιεργώ µόνος µου ή αν είµαι λίγο πιο τεµπέλης παίρνω ένα-δύο µετανάστες οι οποίοι τα καλλιεργούν και εγώ κάθοµαι στο καφενείο». Έχει εξελιχθεί σ’ άλλες µορφές παραγωγής. Σήµερα το µεγαλύτερο κοµµάτι των προϊόντων είναι θερµοκηπιακά, έχουν αναπτυχθεί υδροπονικά συστήµατα και καλλιέργειες. Η παραγωγή πλέον για να πιάνει το σωστό κόστος, σε συνδυασµό µε την περιβαλλοντική ευαισθησία, πρέπει να γίνεται µε τρόπους ώστε µαζί µε την αγροτική παραγωγή να παράγονται σε µονάδες συνδυασµένου κύκλου, σε µονάδες που δεν εκλύουν τίποτα στην ατµόσφαιρα. Είναι τελείως διαφορετικό πια όλο το σύστηµα του τι σηµαίνει πρωτογενής τοµέας. Και, δυστυχώς, στην Ελλάδα φαίνεται σ’ αυτό το κοµµάτι να έχουµε καθυστερήσει και να µην έχουµε προετοιµάσει τους αγρότες µας για τέτοιου είδους εξελίξεις. Πάντως, το µοντέλο αγροτικής παραγωγής που ξέραµε είναι ένα µοντέλο που σιγά σιγά εξαφανίζεται.
Q. Μιλήσαµε νωρίτερα για τα νέα χρηµατοοικονοµικά εργαλεία, όπως αυτά που προκύπτουν από το νέο υπερταµείο, το Equifund. Είναι σε θέση οι υπάρχουσες ΜµΕ στην Ελλάδα να απορροφήσουν αυτήν τη χρηµατοδότηση ή απαιτείται κάποια άλλη προσέγγιση;
Α. Εγώ νοµίζω ότι έχουµε πιεστεί από την ανάγκη να δηµιουργήσουµε επιχειρήσεις και πολλές φορές βάζουµε το κάρο µπροστά από τον γάιδαρο. Η επιχείρηση δηµιουργείται επειδή υπάρχει η ιδέα, κάποιες ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν, κάποια υπηρεσία. Δεν δηµιουργείται γιατί υπάρχουν λεφτά. Πρώτα θα βρούµε το αντικείµενο, το προϊόν, την ιδέα, την υπηρεσία που θέλουµε να παράγουµε, να πουλήσουµε, να βελτιώσουµε, και κάποιος είναι έτοιµος να την αγοράσει. Αυτό που εγώ έζησα στα δικά µου χρόνια είναι ότι λεφτά υπήρχαν πάντα. Τα λεφτά δεν λείπουν από τον πλανήτη, οι ιδέες λείπουν. Αυτήν τη στιγµή ζούµε τις εποχές των µηδενικών επιτοκίων. Ξέρετε καλά ότι στην Ευρώπη οι µεγάλες τράπεζες για να «ακουµπήσουν» τα λεφτά τους έστω και για µια βραδιά πληρώνουν, δεν πληρώνονται πια. Τα επιτόκια έχουν γυρίσει αρνητικά. Είναι πνιγµένη η Ευρώπη σε ρευστότητα. Και να πούµε και κάτι που πολλές φορές αποφεύγουµε να το πούµε: δύο από τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες έχουν και αυτές ρευστότητα αυτήν τη στιγµή· καλές επιχειρήσεις στις οποίες να δώσουν τα χρήµατα δεν βρίσκουν.
Q. Σύντοµα θα πέσουν κάποια λεφτά στην αγορά: 500 εκατοµµύρια περίπου, από τα οποία τα 2/3 θα πάνε σε ΜµΕ και startups. Άντε και τα πήραν τα χρήµατα. Η ερώτηση είναι αν αρκούν τα χρήµατα για να µπουν σε αναπτυξιακή τροχιά οι επιχειρήσεις αυτές.
Α. Αν έχουν τις σωστές ιδέες και έχουν σκοπό να παράγουν τις σωστές υπηρεσίες και προϊόντα, βεβαίως. Αλλά, όπως ακούσαµε προηγουµένως από τον κύριο Αρσένη της Εθνικής Τραπέζης, από τις 450 ιδέες οι τρεις µόνο −κατά την κρίση πιο έµπειρων ανθρώπων− αξίζουν να προωθηθούν. Ένα άλλο πρόβληµα που συµβαίνει συχνά είναι ότι ο καθένας που έχει µια ιδέα πιστεύει ότι του λείπουν µόνο τα λεφτά. Αλλά στο 98% των περιπτώσεων που ακούσαµε προηγουµένως δεν έλειπαν τα λεφτά − δεν ήταν καλή η ιδέα. Επίσης, ακόµη και αν έχεις µια καλή ιδέα, ακόµα και αν έχεις τα λεφτά, θέλεις καλό execution, δηλαδή κάποιος να την εφαρµόσει µε σωστό τρόπο. Έχω δει περιπτώσεις που έχουµε και καλές ιδέες και οικονοµική δυνατότητα, αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρµογής.
Q. Αυτό είναι και το σηµείο-κλειδί των startups. Στη νεοφυή επιχειρηµατικότητα υπάρχουν ιδέες, και µάλιστα ανατρεπτικές, υπάρχει στο DNA των παιδιών αυτών καινοτοµία, εξωστρέφεια, ζουν ήδη σ’ έναν ψηφιακό κόσµο. Το πρόβληµα είναι ότι δεν έχουν τα εργαλεία εκείνα που µπορούν να τους βοηθήσουν στα κρίσιµα ζητήµατα του πώς στήνεις την εταιρεία για να πετύχει.
Α. Συγγνώµη, αλλά εγώ θα διαφωνήσω. Έχουµε νέους ανθρώπους, έχουν µεγάλη διάθεση να διακριθούν, να φτιάξουν επιχειρήσεις, διψάνε γι’ αυτό, αλλά δεν σηµαίνει ότι έχουν και τις δυνατότητες. Ούτε σηµαίνει ότι θα πετύχαιναν αν είχαν δίπλα τους όλα τα εργαλεία.
Q. Κύριε Θεοδωρόπουλε, έχετε µεγάλη και πολύτιµη εµπειρία στον χώρο του επιχειρείν. Ποιες είναι εκείνες οι ειδικές ικανότητες που πρέπει να έχει ένας νέος άνθρωπος ώστε η επιχειρηµατική του ιδέα να πάρει σάρκα και οστά µε επιτυχία;
Α. Κατ’ αρχάς, το πρώτο και, κατά τη γνώµη µου, το πιο σηµαντικό είναι να αποφασίσει ότι το να είναι κανείς επιχειρηµατίας δεν είναι δουλειά, είναι τρόπος ζωής. Άρα, πρέπει να δίνεται απόλυτα σ’ αυτό που κάνει, πρέπει να είναι κάθε µέρα προτεραιότητα µέσα στο µυαλό του. Το δεύτερο είναι να το αγαπάει πολύ, να νιώθει ότι µέσα απ’ αυτό µπορεί να πετύχει τα όνειρά του. Αν, όµως, πηγαίνεις µόνο για να κάνεις λεφτά, αυτό το πετυχαίνεις στα πρώτα λίγα λεφτά που κερδίζεις. Για να µπορείς να συνεχίσεις πρέπει να σε κινητοποιούν κάποιες άλλες αξίες. Αξίες όπως η προσφορά στην κοινωνία µας, η προσφορά στην πατρίδα µας, η προσφορά στους γύρω µας ανθρώπους αλλά και τους άλλους που δεν τους ξέρουµε. Η δηµιουργία αυτή καθ’ αυτή δεν µπορεί να απευθύνεται µόνο σ’ έναν άνθρωπο, ούτε οικονοµικά ούτε πνευµατικά και ψυχολογικά. Εάν δεν νιώθεις ότι δηµιουργώντας µια επιχείρηση, και ιδιαίτερα µια µεγάλη επιχείρηση, συµµετέχεις σε κάτι µεγαλύτερο που λέγεται χώρα, πατρίδα, κοινωνία, ευηµερία του τόπου σου, τότε γίνεται κουραστικό.
Q. Ποια είναι η πιο ισχυρή κινητήρια δύναµη που σας οδήγησε σ’ αυτήν τη συναρπαστική διαδροµή, ώστε να φτάνετε να ταΐζετε ένα δισεκατοµµύριο ανθρώπους στον πλανήτη;
Α. Η δηµιουργία.
Q. Η πίεση για τη διευθέτηση των «κόκκινων» δανείων ενεργοποίησε έναν κύκλο επιχειρηµατικών αναδιαρθρώσεων. Θέλω να αναφερθώ στην αλλαντοβιοµηχανία Νίκας, στην οποία έχετε εµπλακεί προσωπικά για τη διάσωσή της. Ποια είναι η πρόβλεψή σας γι’ αυτήν τη διαδικασία; Θα υπάρξουν ευκαιρίες και ελπίδα ώστε να αναγεννηθούν κλάδοι που αντιµετωπίζουν σοβαρό πρόβληµα στην ελληνική αγορά;
Α. Ναι, πολλοί κλάδοι θα αναγεννηθούν, αλλά, αν θέλουµε να είµαστε ειλικρινείς, και πολλοί θα πεθάνουν. Το κριτήριο για το ποιοι θα αναγεννηθούν και ποιοι θα πεθάνουν είναι ποιους χρειάζεται η αγορά και ποιους δεν χρειάζεται. Αν έχουµε κλάδους που είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί, προφανώς θα επιζήσουν. Αν έχουµε κλάδους που δεν είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί, αυτοί θα πεθάνουν ό,τι και αν κάνει το κράτος, ό,τι και αν κάνουν οι επιχειρηµατίες. Αυτό που η αγορά δεν το χρειάζεται δεν µπορεί να ζει.
Q. Πώς αισθανθήκατε το κράτος, την ελληνική πολιτεία στη µακρά επιχειρηµατική διαδροµή σας; Τη νιώσατε εχθρό; Σύµµαχο; Την αγνοήσατε µε στόχο τη δηµιουργία;
Α. Είχα τη χαρά και την τύχη να δραστηριοποιηθώ σ’ έναν χώρο όπου το κράτος δεν παίζει σοβαρό ρόλο. Δεν ανακατεύεται πολύ, για να το πω ξεκάθαρα, στα τρόφιµα. Είµαστε ένας χώρος όπου ο ανταγωνισµός λειτουργεί καλύτερα σε σχέση µε άλλους κλάδους. Εγώ ένιωσα το κράτος υποστηρικτικό, το κράτος µε βοήθησε. Ξέρω ότι αυτά που λέω δεν είναι πολύ της µόδας· είναι πολύ πιο εύκολο να βρίζουµε και να κατηγορούµε αυτά που δεν µας δόθηκαν. Βρήκα βιοµηχανική ζώνη στη Λαµία, στην οποία έχτισα όλα µας τα εργοστάσια. Πήρα επιδοτήσεις. Είχα ένα φιλικό φορολογικό καθεστώς, αν εξαιρέσουµε τους φορολογικούς ελέγχους και τα τερτίπια των εφοριακών, τα οποία δεν φέρνουν, όµως, και το τέλος του κόσµου. Την τελευταία δεκαετία πριν από την κρίση απολαύσαµε επιτόκια τα οποία ήταν καλύτερα από τα επιτόκια πολλών ευρωπαϊκών εταιρειών. Στην επένδυση που κάναµε στον πρωτογενή τοµέα, η οποία είναι η µεγαλύτερη αγροτική επένδυση που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, πήραµε την επιδότησή µας κανονικά. Οριοθετήθηκε ο χώρος σχετικά εύκολα. Δεν την καταλαβαίνω όλη αυτή την γκρίνια. Πίσω από την γκρίνια αυτή, πίσω από το να κατηγορούµε τους πάντες και τα πάντα που φταίνε επειδή δεν πήγαµε εµείς καλά κρύβεται η δική µας ανεπάρκεια.
Q. Βέβαια, πρέπει να κάνουµε µια διάκριση ανάµεσα στις µεγάλες επιχειρήσεις και στο σύστηµα νεοφυούς επιχειρηµατικότητας στην Ελλάδα και γενικότερα τις µικρές επιχειρήσεις. Μια µικρή επιχείρηση πιθανόν να έχει µεγαλύτερη δυσκολία στην πρόσβαση σε χρηµατοδότηση απ’ ό,τι µια µεγάλη;
Α. Το 1986, όταν αγόρασα την Chipita αφού έβγαλα κάποια λεφτά από µία εµπορία σπίρτων, η Chipita έκανε τότε 400.000 ευρώ τζίρο, ήµασταν στον δεύτερο όροφο µιας πολυκατοικίας στο Μοσχάτο και απασχολούσαµε όλα και όλα 45 άτοµα. Άρα, έχω υπάρξει µικρός. Δεν υπήρξα µεγάλος, ούτε µου άφησε ο πατέρας µου µια δουλειά µε 5.000 ανθρώπους από το ξεκίνηµα. Την έχω ζήσει τη διαδροµή και σας λέω ότι δεν δυσκολεύτηκα ποτέ να βρω χρήµατα µε δύο προϋποθέσεις: ότι αυτά που λες στον τραπεζίτη ή στον venture capitalist ή στον επενδυτή είναι solid, είναι σοβαρά, και αποδεικνύεις ότι και εσύ µαζί µ’ αυτόν είσαι έτοιµος να ρισκάρεις και τα δικά σου λεφτά και τη δική σου ζωή.
Q. Αξίζει να επενδύσει κάποιος σήµερα στην Ελλάδα; Έχει επενδυτικό ενδιαφέρον −κυρίως για ξένους επενδυτές− και σε ποιους τοµείς;
Α. Αυτή είναι µια πολύ δύσκολη ερώτηση, ειλικρινά, γιατί υπάρχουν δύο αντίθετες δυνάµεις. Η Ελλάδα είναι µια χώρα που έχει καλά στελέχη, καλό προσωπικό. Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι είναι πιο καλά εκπαιδευµένοι από πολλές χώρες του κόσµου. Αυτήν τη στιγµή εµείς έχουµε εργοστάσια σε 14 χώρες και, πιστέψτε µε, δεν έχω δει πουθενά στελέχη που να µιλάνε τόσο πολλές γλώσσες και τόσο καλά όπως στην Ελλάδα. Έχουµε καλούς ανθρώπους, έχουµε καλή χώρα, έχουµε όµως και τα κακά µας. Είµαστε µικρή αγορά και, κατά συνέπεια, πολλές φορές είναι αντιοικονοµικό να επενδύσεις σε µικρή αγορά. Και εκείνο το οποίο επίσης ισχύει είναι ότι δεν υπάρχουν «κλάδοι». Ένας επενδυτής που βρισκόµαστε µαζί από το 1989 είναι το Olayan Group από τη Σαουδική Αραβία. Ο ιδρυτής του (που ξεκίνησε χωρίς λεφτά και πέθανε µε 50 δισ. δολάρια καθαρή θέση) όταν τον ρωτούσαν «Σε τι επενδύετε; Σε χώρες; Σε επιχειρήσεις; Σε κλάδους;», έλεγε ένα πράγµα: «Επενδύω σε ανθρώπους. Δείξε µου τον άνθρωπο να σου πω αν θα επενδύσω και µη µου πεις καν τι δουλειά κάνει». Την έννοια «επενδύεις στην Ελλάδα» εγώ την αλλάζω σε «επενδύεις σε ανθρώπους». Πέστε µου σε ποιον άνθρωπο θα επενδύσουµε, να σας πω αν θα βάλω λεφτά.
Q. Είστε ένας επιχειρηµατίας συνεργατικός, σε µια χώρα όπου δεν ευηµερούν η συλλογικότητα, οι συµπράξεις ή οι συγχωνεύσεις, προκειµένου να έχουµε µεγέθυνση των επιχειρήσεων. Είναι η κρίση ευκαιρία ώστε αυτό να αλλάξει;
Α. Αυτό θα αλλάξει όταν γνώµονας στις ενέργειες και τις αποφάσεις µας είναι «αρχές». Για να συνεργαστείς µ’ έναν άνθρωπο πρέπει να καθίσεις κάτω και να συµφωνήσεις πάνω σε ποιες αρχές θα συνεργαστείς. Αν έχεις κοινές αρχές, κοινούς στόχους, η συνεργασία είναι το ωραιότερο πράγµα που υπάρχει. Αν δεν υπάρχουν κοινές αρχές και κοινοί στόχοι, τότε γίνεται κατάρα. Αλλά µου έχει κάνει εντύπωση ότι δεν έχω ακούσει startup που να δηµιουργεί από έναν άνθρωπο µόνο. Συνήθως, οι startups που παρατηρώ είναι οµαδικές, ενώ, αν πάµε 20-30 χρόνια πίσω, οι επιχειρήσεις που ξεκινούσαν τότε συνήθως ήταν από έναν άνθρωπο. Δεν ξέρω τον λόγο που σήµερα µαζεύονται περισσότερο οι άνθρωποι και κάνουν καινούργιες δουλειές, αλλά κάτι φαίνεται να αλλάζει.
Q. Κύριε Θεοδωρόπουλε, τρώει κρουασάν σχεδόν όλος ο πλανήτης. Δεν τρώει η Κίνα, γιατί φαντάζοµαι ότι δεν το θελήσατε ακόµη…. Ποια είναι η επόµενη αγορά-στόχος της Chipita;
Α. Τα τελευταία δύο χρόνια, εγώ προσωπικά το 30% του χρόνου µου το περνάω στην Ινδία. Εκεί είναι η αγορά µας. Και ο λόγος είναι ότι το αλεύρι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στις διατροφικές συνήθειες των Ινδών, επειδή η Ινδία ήταν αγγλική αποικία, ενώ, όπως ξέρετε, οι Κινέζοι είναι πιο πολύ στηριγµένοι στο ρύζι. Σταδιακά, µπαίνουν και σ’ αυτούς το στάρι και το αλεύρι, άρα είναι για ένα επόµενο στάδιο, αφού πρώτα µπορέσουµε να στήσουµε κάτι καλό στην Ινδία.
Q. Η σηµερινή ηµέρα (σ.σ.: 29 Ιουνίου) είναι η κορύφωση του διαγωνισµού καινοτοµίας Disrupt Greece και αργότερα θα µάθουµε τους νικητές. Ποια είναι η συµβουλή που εσείς, ως έµπειρος επιχειρηµατίας, θα δίνατε στα παιδιά αυτά που βρίσκονται σ’ ένα πρώιµο στάδιο του επιχειρείν;
Α. Να είναι βέβαιοι, πριν ξεκινήσουν, ότι αυτό που κάνουν το αγαπάνε και θέλουν να το κάνουν. Να µην το κάνουν επειδή θα κερδίσουν σήµερα, και εκείνοι που δεν θα κερδίσουν σήµερα, να µην απογοητευτούν. Όταν ξεκίνησα το κρουασάν, επειδή δεν είχα και εγώ τα λεφτά, είχα φτιάξει όλα τα πλάνα, τα σχέδια, τα πάντα. Και έκανα 14 παρουσιάσεις µέχρι να βρω το επενδυτικό σχήµα που θα επένδυε µαζί µου. Και οι 13 άνθρωποι που απέρριψαν την πρότασή µου −πριν τον 14ο που τελικά έβαλε τα λεφτά− ήταν άνθρωποι του χώρου, των τροφίµων, έµπειροι, και προφανώς δεν βρήκαν value σ’ αυτό που εγώ τους έλεγα. Άρα, κι αυτοί που θα κερδίσουν να είναι βέβαιοι γι’ αυτό που κάνουν στη ζωή τους, γιατί το ταξίδι της επιχειρηµατικότητας είναι µακρύ, και αν το ξεκινήσεις, δεν τελειώνει ποτέ. Οι καλές επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν έχουν µόνο αρχή· τέλος δεν έχουν. Να είναι έτοιµοι να θυσιάσουν πολλά πράγµατα από τη ζωή τους γι’ αυτό το πράγµα. Και αυτοί που δεν θα βραβευθούν να µην απογοητευτούν, να συνεχίσουν να το παλεύουν αν το πιστεύουν. Και αν δεν είναι αυτός ο διαγωνισµός, θα είναι ο άλλος. Και αν δεν είναι ο άλλος, µπορούν να το κάνουν και µόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια κάποιου διαγωνισµού.
Q. Αγάπη, επιµονή στον στόχο, για τη νίκη. Κύριε Θεοδωρόπουλε, σας ευχαριστούµε πολύ.
Α. Εγώ σας ευχαριστώ.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune του περασμένου Ιουλίου)