Ο Μάρκο Μαρίν και η γεμάτη σκαμπανεβάσματα ποδοσφαιρική του καριέρα ενός βιρτουόζου της μπάλας.
Καλοκαιράκι του 2009. Η Βέρντερ Βρέμης έχει εξασφαλίσει το τσεκ-ιν για Champions League, στις όχθες του ποταμού Βέζερ οι αναθυμιάσεις από φρέσκια, ντόπια μπύρα μπερδεύονται με πανηγυρίζοντα, ακόμη, λείψανα πράσινων κασκόλ και το Kicker, ψάχνοντας για φρέσκους άγιους κι εμπορικές λεζάντες, τον σημαδεύει ευθεία με το δάκτυλο, ξερνώντας δάφνες: «Ο κορυφαίος της ομάδας».
Δεν ήταν λίγο. Ειδικά απ’ τη στιγμή που στο υπόλοιπο καρέ της… λεγεώνας της τιμής περιλαμβάνονταν ονόματα όπως αυτά ενός Οζίλ, ενός Πιζάρο, ενός Χουντ. Δεν ήταν, όμως, και χαριστικό. Τέσσερα γκολ και 14 ασίστ μετρούσε εκείνος ο ξανθομάλλης κοντοπίθαρος για χάρη του οποίου, λίγους μήνες πριν, η Βέρντερ είχε σκάσει 8,2 εκατομμύρια ζεστά, για να τον «κλέψει» απ’ την Γκλάντμπαχ.
Τότε ήταν που κάποιοι τολμηρότεροι, λησμόνησαν για δύο τέρμινα την παροιμιώδη γερμανική αυτοσυγκράτηση και ανακαλύπτοντας εξωτερικές ομοιότητες (το ύψος του, το μούτρο του) και στιλιστικές, αγωνιστικά, αναγωγές, το τόλμησαν: «Ο Γερμανός Μέσι!»
Για τον Μάρκο Μαρίν, ήταν οι μέρες οι καλές. Για την ακρίβεια, οι πολύ καλές. Η κλήση του, δια χειρός Γιόακιμ Λεβ, στην Εθνική Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής (δύο συμμετοχές, ως αλλαγή). Μια δεύτερη, επί προσωπικού, εξαιρετική σεζόν (2010-’11), με άλλες 11 ασίστ (και τρία γκολ), σε πείσμα της (δίχως, πια, Οζίλ) σε πρώση Βέρντερ. Το, στη διετία, άλμα του στην Τσέλσι του Μουρίνιο (2012, έναντι 8 εκατ. ευρώ)…
Pause! Σαν (το) μπουτόν στο ανανσέρ. Πάνω που ανεβαίνεις, πάγωμα. Λιγότερο προσκήνιο, υπόλειμμα, μόνο, χρυσόσκονης, δύσκολοι συμβιβασμοί (μόνο 6 ματς και δανεισμός στη Σεβίλλη). Και μετά, νέο πάγωμα, κι αντίστροφα: πάνω που πέφτεις, πορεία, τώρα, προς τα πάνω (12 συμμετοχές στην πορεία ως την κούπα του Europa, με, συνολικά, καλή παρουσία, παρά τα προβλήματα τραυματισμών). Μέχρις ότου το μπουτόν πατηθεί ξανά με κρύο χέρι και το ασανσέρ πάρει εκ νέου την ανάποδη (ο καταστροφικός δανεισμός στη Φιορεντίνα, η ατυχής μεταπήδηση στην Άντερλεχτ).
Η σούμα; Από βασικός και αναντικατάστατος (τα οργιώδη χρόνια του Μεχενγκλάντμπαχ και της Βρέμης) με μια βαλίτσα ανά χείρας. Και δίπλα, τα επιμέρους. Οι (επίσης) αντίρροπες στιγμές. «Απολαυστικός ντριμπλέρ» και «ιδιόρρυθμος γκρινιάρης» (Φιορεντίνα). Εύηχος στα συλλογικά αφτιά («τιμή μου που υπήρξα κομμάτι της Τσέλσι, είμαι πάντα οπαδός της») κι ενοχλητικός («στην Άντερλεχτ έχασα έναν χρόνο»). Τίμιες, αυτοκριτικές παραδοχές («ίσως στην Φιορεντίνα έπρεπε να κάνω μεγαλύτερη υπομονή») και νευρικότητα.
Aπ’ το θυμωμένο του «αυτά είναι σκουπίδια» σε συνέντευξη Τύπου της Τσέλσι όταν του επισήμαναν ότι τον συνοδεύει η φήμη του «βουτηχτή», μέχρι το viral επεισόδιό του, τέλη του 2015, με συμπαίκτη του στην (τελευταία, προ Ολυμπιακού ομάδα του, την) Τραμπτζονσπόρ –οn camera, μάλιστα, σε ανοικτή προπόνηση- προτού φύγει με τα λερωμένα ρούχα της προπόνησης από το γήπεδο φωνάζοντας στους δημοσιογράφους «αυτή είναι η ομάδα σας»!
Γράφτηκε κάπου, κάποτε πως τη χρονιά (1896) που ο μέγας Φρόιντ έγραφε την «Ερμηνεία των Ονείρων», ο κόσμος γνώριζε το σινεμά. Την ίδια χρονιά η παγκόσμια κοινότητα θρηνούσε για τον Ότο Λίλιενταλ, πατέρα της ανεμοπορίας, συμπληρώνοντας τον άξονα κίνηση (movie) – όνειρα – αέρας.
Ίσως έτσι να εξηγείται πως τα όνειρα (και του Μαρίν δε συνιστούν εξαίρεση) βρίσκονται μετέωρα ανάμεσα στην κίνηση του ανέμου. Και ο άνεμος δεν έχει σταθερά. Μια εδώ και μια εκεί. Μία ουρανός, μια χώμα.
Ίσως έτσι να εξηγείται το ακραίο τραμπάλισμα του ανεμολόγιου (και) στην ερυθρόλευκη θητεία του. Με τελευταία πράξη, την πολυσυζητημένη «αφιέρωση» του γκολ στην Κέρκυρα στον Τάκη Λεμονή (η, καταπώς μεταφράστηκε από πολλούς, «απάντησή» του για το γεγονός ότι δεν ξεκίνησε στην ενδεκάδα με τη Σπόρτινγκ).
Δηκτική. Κι όμως, μια χούφτα, μόλις, μήνες πριν, ανήμερα Πρωταπριλιάς, το επικό του run n’ love αγκάλιασμα στον κόουτς μετά το γκολ- ισοφάριση (στο εντέλει 2-1) με τον Πλατανιά στο Καραϊσκάκη, έμοιαζε νωπό. Όπως και η (ιστορική) διαπίστωση πως, δίχως Λεμονή, πιθανόν, ετούτη τη στιγμή, να μην ήταν καν Λιμάνι. Ετούτος (άντε, μετά τη μικρή παρένθεση του Βούζα) τον έβγαλε απ’ τον πάγο, που τον είχε χώσει ο Μπέντο, ουσιαστικά, απ’ τον Οκτώβρη (πήρε κάποια ματς αρχές του 2017, μετά από 83 μέρες που δεν ήταν καν αποστολή, μα ως εκεί), μετά το στράβωμα του Γερμανού για την αντικατάστασή του στον αγώνα με τον Πανιώνιο. Σημείωση: ο Μπέντο ήταν αυτός που είχε εισηγηθεί την απόκτησή του! «Διακαή του πόθο» τον έγραφαν, μάλιστα, ορισμένα ρεπορτάζ. Αλλά… Μιλήσαμε ήδη: ανεμοδείκτης σε απρόβλεπτα ευμετάβλητο παιχνίδι, μοίρες 180.
Για την ποδοσφαιρική αξία του Μαρίν, αμφιβολίες δε χωράνε. Εξαιρετικός. Μπορεί να μην έγινε ποτέ του… Μέσι (όπως, επ’ ευκαιρία, δεν έγινε ποτέ του και ο Ντένις Επστάιν, «νέος Ποντόλσκι», όπως έσκουζαν, χρόνια πριν, οι γερμανο-επαϊοντες), ειδικά, όμως, για τα ελληνικά δεδομένα, η ποιότητά του είναι εμφανής. Σπουδαία σχέση με το τόπι, δεδομένη ευχέρεια στην αξιοποίηση των υπολοίπων, αξιόλογη επαφή με το πλεχτό. Κοντολογίς, πολύτιμος. Για κάθε ματς; Εδώ γεννάται (το) ερώτημα.
Για τον Χάσι, ναι. Για τον Μπέντο και τον Λεμονή, η κατάφαση δείχνει να μην αφορά ολότητες. Αλλά, κατά βάση, αγώνες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Φθάνοντας, καλοκαίρι του ’16, στο Λιμάνι, ο Μαρίν δήλωνε αυτό: «Δεν θα έλεγα πως είμαι στο πικ της καριέρας μου. Και στη Φιορεντίνα και στην Άντερλεχτ είχα τραυματισμούς και πέρασα πολύ δύσκολα. Αυτό που ήξερα, πλέον, ήταν ότι έπρεπε να πάω μία σκάλα κάτω να παίξω κανονικά για ένα χρόνο και να δείξω ξανά τις ικανότητές μου, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω στην Τουρκία για να παίξω, επιτέλους, μπάλα και να αποκτήσω ξανά αυτοπεποίθηση στο σώμα και στο ποδόσφαιρό μου. Τώρα, ναι. Μπορώ να πω ότι το έχω. Ξέρω ότι δεν είμαι κοντά στο να ξαναπροσκληθώ στην Εθνική –άλλωστε, έχει τόσους σπουδαίους παίκτες- αλλά, πλέον, είμαι ξανά σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό κλαμπ…»
Να μπερδεύεται, άρα, στο όλον η (υφέρπουσα στα λόγια του) «αγωνία» για τα τελευταία του «χαμένα χρόνια»; Να σιγοντάρισε η πιθανή «αμηχανία» μετά την απώλεια της ασφάλειας που του προσέφερε ο (άλλοτε μαζί, στην Άντερλεχτ) Μπέσνικ Χάσι – η σταθερή, ηγετική θέση στην ενδεκάδα, η αφιέρωση – αφίσα του γκολ στη Ριέκα, τα αποθεωτικά σχόλια τύπου «κάνει εκπληκτική δουλειά»; Πιθανόν.
Το… απίθανο, αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους ρεαλιστικούς, μοιάζει να καταφέρεις να εξορθολογίσεις απολύτως στα (σχεδόν) 29 της, μια ισχυρή προσωπικότητα, που έχει φάει με το κουτάλι τα (άβολα, αν μη τι άλλο) ups and downs. Κι αν μέσα της κουβαλά και σταγόνες DNA από Βαλκάνια (Γκράντιτσκα, Βοσνία, πρότυπο ο Σαβίτσεβιτς) ακόμη περισσότερο. Φέρνει η ψύχραιμη διαχείριση «χρυσές τομές»; Ίσως, πρακτικά, να είν’ το μάξιμουμ. Πώς το λένε οι προπονητές: «Ματς που δεν μπορείς να το κερδίσεις, μην το χάσεις»; Πες το κι έτσι…