Ο Ρέτσος, ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία του Ολυμπιακού, πονούσε τόσο, που δεν έπρεπε να παίξει. Εβγαλε 90λεπτο με τον Αστέρα. Με ένεση. Και έδειξε για πολλοστή φορά, ότι είναι ένας εξαιρετικός αμυντικός. Και κυρίως, πως «νιώθει».
Ο Παναγιώτης Ρέτσος δεν πουλάει. Αξίζει πολλά. Και για αυτόν τον λόγο αποτελεί έως και σήμερα την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αλλά δεν… πουλάει. Δεν είναι… τουριστικός. Δεν είναι Βραζιλιάνος, Αργεντινός, Ισπανός, Ιταλός. Δεν έχει στην κατοχή του ένα διαβατήριο πιο λαμπερό, ποδοσφαιρικά. Και ακριβώς επειδή είναι Ελληνας, «παιδί» της ομάδας της οποίας τα χρώματα φοράει, όλα είναι πιο δύσκολα. Και πιο απαιτητικά.
Ο Ρέτσος δεν έπρεπε να αγωνιστεί στο παιχνίδι Αστέρας Τρίπολης – Ολυμπιακός το βράδυ της Κυριακής. Πριν την έναρξη της αναμέτρησης, επί της ουσίας δεν μπορούσε, όχι να περπατήσει, αλλά ούτε καν να αναπνεύσει με άνεση. Ενας σπασμός στην πλάτη, ελάχιστη ώρα πριν την έναρξη του αγώνα, ήταν τόσο επίπονος, που κυριολεκτικά τον… δίπλωσε. Ενας πιο… «γυαλιστερός» ποδοσφαιριστής, θα έκανε το προφανές και το ιατρικώς αποδεκτό: Θα έμενε, όχι στον πάγκο, αλλά εκτός αποστολής.
Διαβάστε επίσης: Το συν τρεις μπορεί να λύσει την «εξίσωση»
Ο Ρέτσος αποφάσισε να λειτουργήσει ως ποδοσφαιριστής παλαιάς κοπής. Ρομαντικά. Ή αν θέλετε, ως ποδοσφαιριστής που αντιλαμβάνεται στον απόλυτο βαθμό σε ποια ομάδα αγωνίζεται, τι διακυβευόταν στην Τρίπολη, αλλά και πόσο μεγάλη ανάγκη είχε η ομάδα του την παρουσία του. Ειδικά από τη στιγμή που έλειπε και ο Πορόζο. Λειτούργησε ως πραγματικός αρχηγός. Ζήτησε να παίξει. Εκανε ένεση. Αγωνίστηκε με ενοχλήσεις και πόνους. Εβγαλε κανονικά το παιχνίδι. Και το βράδυ, όταν η επίδραση του φαρμάκου πέρασε, ακόμη και η πιο απλή κίνηση και η ανάσα, ήταν διαδικασία δύσκολη και επίπονη. Αλλά η ομάδα του είχε κάνει αυτό που έπρεπε. Οι τρεις βαθμοί κατακτήθηκαν. Και μεγάλο μερίδιο σε αυτό ανήκει και στον 25χρονο Ελληνα στόπερ.
Ο Ντιέγκο Μαρτίνεθ δεν συνηθίζει να κάνει αναφορές στους ποδοσφαιριστές του, ακόμη και στην καλύτερη ημέρα τους. Αλλά μετά το τέλος του αγώνα στο «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» έκανε μια εξαίρεση. «Ξεκινήσαμε με έναν παίκτη ο οποίος είχε πόνους στην πλάτη του και ήμασταν έτοιμοι να τον κάνουμε αλλαγή όταν θα χρειαζόταν. Πάντα υπάρχουν προβλήματα, δε χρειάζεται να σας πω ποιος ήταν, αυτό που πρέπει είναι να είμαστε όλοι έτοιμοι όταν η ομάδα μας χρειάζεται αυτό έχει σημασία να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες», ανέφερε σχετικά με το πρόβλημα του Ελληνα στόπερ. Εκφράζοντας εμμέσως την ευγνωμοσύνη του στο πρόσωπο του παίκτη. Για τη δύναμη του χαρακτήρα και την ανιδιοτέλειά του.
Ο Ρέτσος πέρασε μια δύσκολη και γεμάτη ατυχίες σεζόν, πέρυσι. Ωστόσο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, κάθε δικό του λάθος ήταν μεγάλο. Τεράστιο. Ασυγχώρητο. Και για τον ίδιο ακατανόητο λόγο αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και με τους άλλους Ελληνες παίκτες. Κυρίως με αυτούς. Μηδενική… ανοχή στην κακή ημέρα. Στην ατυχία. Στο λάθος. Λες και επειδή «νιώθουν» περισσότερο, δεν δικαιούνται να λαθέψουν. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι ακριβώς επειδή «νιώθουν», όταν είναι υπό διαρκή πίεση και με ένα «όπλο κριτικής» να τους σημαδεύει διαρκώς, ίσως θα πρέπει να είμαστε λίγο περισσότερο υπομονετικοί. Κλείνει η παρένθεση.
Πέρυσι ο Ρέτσος πέρασε μια δύσκολη σεζόν. Δεν είναι μυστικό ότι το καλοκαίρι τέθηκε θέμα αποχώρησής του. Αλλά γρήγορα αυτή η σκέψη εγκαταλείφθηκε. Και ο Ολυμπιακός απολαμβάνει πλέον την καλύτερη εκδοχή ενός στόπερ υψηλού επιπέδου. Ελληνα. Δικού του παιδιού. Που πρέπει διαρκώς να προσαρμόζεται, να αλλάζει πλευρές. Να κάνει το κάτι παραπάνω. Να δίνει το κάτι παραπάνω. Να κάνει κατάθεση ψυχής. Να κάνει και λάθη. Γιατί και τα λάθη είναι μέρος της ζωής. Αλλά πλέον να μην είναι διαρκώς στο μάτι του κυκλώνα. Το κέρδισε. Και το αξίζει. Δεν είναι εύκολο να διώξεις από πάνω σου ένα τόσο πυκνό μαύρο σύννεφο, όπως αυτό που ακολουθούσε τον Ελληνα κεντρικό αμυντικό εδώ και αρκετά χρόνια. Τα κατάφερε.
Ο Ρέτσος εμφανίστηκε στην αγωνιστική πραγματικότητα του Ολυμπιακού το τη σεζόν 2016-17. Υπό τον Πάουλο Μπέντο είχε πραγματοποιήσει 41 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις, 34 με τον Ολυμπιακό, 7 με την Εθνική Κ19. Εως τα μέσα Νοεμβρίου, είχε αγωνιστεί σε συνολικά 14 παιχνίδια (9 με τον Ολυμπιακό, 5 με την Εθνική Κ19). Το σεζόν 2017-18, ποδοσφαιριστής της Μπάγερ Λεβερκούζεν, πλέον, έπαιξε σε συνολικά 39 αγώνες, αλλά είχε «γράψει» συνολικά 18 συμμετοχές στο ίδιο διάστημα. Φέτος, έως τα μέσα Νοεμβρίου, έχει ήδη 22 ματς, 18 με τον Ολυμπιακό, 4 με την Εθνική. Και αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της αλλαγής της εικόνας των Πειραιωτών.
Όχι μόνο παίζει καλά. Αλλά πλέον έχει αποκτήσει σημαντική θέση στην εσωτερική ιεραρχία των αποδυτηρίων του Ολυμπιακού. Είναι ο 4ος αρχηγός της ομάδας, πίσω από τους Φορτούνη, Ελ Αραμπί, Μασούρα. Εχει αποκτήσει ρυθμό και έχει βρει την αυτοπεποίθησή του. Κάτι που φάνηκε από το πρώτο παιχνίδι της χρονιάς. Οταν κόντρα στην Γκενκ, στο Γεώργιος Καραϊσκάκης, πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις στόπερ των τελευταίων ετών για τον Ολυμπιακό. Εως και το τελευταίο ματς, όπου έβαλε τον εαυτό του κάτω από την ομάδα. Όπως θα έκανε μόνο κάποιος που «νιώθει». Όπως θα έκανε ο νεόρερος αρχηγός στην ιστορία του Ολυμπιακού. Ο οποίος το βράδυ της Κυριακής φόρεσε ξανά το περιβραχιόνιο, από την αρχή ενός αγώνα, μετά από 7 χρόνια.