Πώς λειτουργεί ο Ολυμπιακός και πώς είναι χωρισμένοι οι ρόλοι; Ο Φρανσουά Μοντέστο απαντάει για όλα και εξηγεί γιατί η φιλοσοφία του Βαγγέλη Μαρινάκη άλλαξε τα δεδομένα.
Ο Φρανσουά Μοντέστο είναι ένα από τα πιο σημαντικά γρανάζια του ποδοσφαιρικού μηχανισμού του Ολυμπιακού. Αλλά και ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει πάνω του μια πολύ ιδιαίτερη σημειολογία. Ο Κορσικανός είναι η μεταγραφή του Βαγγέλη Μαρινάκη. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής που φόρεσε τα ερυθρόλευκα στη νέα διοικητική εποχή του Ολυμπιακού. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής της εποχής Μαρινάκη, που πέρασε από τον αγωνιστικό χώρο, στο γραφείο. Παίρνοντας θέση στελέχους της ΠΑΕ και αποτελώντας βασικό κομμάτι της επιτυχίας του συλλόγου τα τελευταία χρόνια.
Ο Μοντέστο, μιλώντας στην εφημερίδα «Corse Matin» της Κορσικής, αναφέρθηκε εκτενώς στον τρόπο που λειτουργεί ο Ολυμπιακός. Εξηγώντας τη σημαντική σύνδεση και την εξαιρετική συνεργασία μεταξύ του ιδίου, του Κριστιάν Καρεμπέ και του Πέδρο Μαρτίνς, αλλά και επισημαίνοντας ότι το βασικό πρόσωπο που φέρει τη μεγαλύτερη «ευθύνη» για όσα έχει πετύχει ο Ολυμπιακός, είναι ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Για τον οποίο ανέφερε πώς τον εμπιστεύθηκε απόλυτα από την ημέρα που αποφάσισε να του δώσει την ευκαιρία να γίνει στέλεχος της ομάδας, ενώ εξήγησε ότι η δική του οικονομική ενίσχυση, κράτησε όρθιο τον Ολυμπιακό και τη Νότιγχαμ Φόρεστ, σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία του κορωνοϊού.
Επίσης, ο Μοντέστο αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο Ολυμπιακός στις μεταγραφές και όχι μόνο, ενώ μίλησε και για τον τρόπο που κινούνται οι Ερυθρόλευκοι στην αγορά, αλλά και πώς φροντίζουν να βελτιώνουν τους ποδοσφαιριστές τους και την ποδοσφαιρική υπεραξία τους.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΜΟΝΤΕΣΤΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «CORSE MATIN»:
Μπορείς να μας πεις για την καριέρα σου; Ποιος είναι ο ρόλος σου στις ομάδες με τις οποίες συνεργάζεσαι;
«Μετά το τέλος της καριέρας μου στην Μπαστιά, είχα ήδη προετοιμάσει την επιστροφή μου στον Ολυμπιακό, επειδή έχει προνομιακή σχέση με τον πρόεδρό του, Ευάγγελο Μαρινάκη. Τα προηγούμενα 5 χρόνια έχω υπάρξει διευθυντής σκάουτινγκ και για τους δύο συλλόγους. Ο Ολυμπιακός και η Νότιγχαμ Φόρεστ έχουν τον ίδιο ιδιοκτήτη, ο οποίος ήθελε να δουλέψει γύρω από το ίδιο οικοδόμημα, με τους ίδιους ανθρώπους. Ετσι, κάνω συχνά το ταξίδι της επιστροφής μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας. Εργάζομαι σε στενή συνεργασία με τον Κριστιάν Καρεμπέ, που είναι αθλητικός, όπως και με τον προπονητή Πέδρο Μαρτίνς, και είναι πολύ δυνατή η συνοχή που συμβάλει στην επιτυχία του πρότζεκτ. Εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον και αυτές οι σχέσεις παράγουν καλά αποτελέσματα. Επίσης, πρόσφατα εντάχθηκε ο Λουίς Ντουκρουέ, ο οποίος πέρασε πέντε χρόνια στη Μονακό και ο οποίος εργάζεται στη Νότιγχαμ, στο διεθνές σκάουτινγκ, το μάρκετινγκ και την επικοινωνία. Κάνουμε μια δουλειά όπου το σημαντικότερο είναι να κινείσαι, να συναντάς παίκτες, ατζέντηδες, αθλητικούς διευθυντές, στελέχη. Να διατηρείς ένα ισχυρό δίκτυο. Γύρω από μία υπερ-ανταγωνιστική ομάδα από προπονητές, διαιτολόγους, γυμναστές, το ζητούμενο είναι να πάρεις έναν παίκτη και να τον αναπτήξεις, να υπάρχει πρόοδος. Αυτό μας κάνει δυνατούς. Πολλοί ποδοσφαιριστές αποχώρησαν από τον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια, φροντίζουμε να είμαστε σημείο αναφοράς. Και το οικονομικό μοντέλο ποδοσφαίρου σήμερα είναι βασισμένος στις πωλήσεις, αλλά και στην αύξηση της υπεραξίας των ποδοσφαιριστών. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε σε καθημερινή βάση».
Η μετάβαση από ποδοσφαιριστής σε τεχνικός διευθυντής έγινε λογικά ή έπρεπε να περάσεις από μία περίοδο «προετοιμασίας»;
«Το καλύτερο δίπλωμα μου το έδωσε ο πρόεδρός μου, δίνοντάς μου τα κλειδιά του σκάουτινγκ και την εμπιστοσύνη του. Εκανα κάποια καλά πράγματα, κάποια λάθη επίσης. Εχω αποκτήσει κάποια εμπειρία. Και από τη στιγμή που έχουμε κάποια καλά αποτελέσματα έως τώρα, φαίνεται ότι κάνουμε καλή δουλειά».
Έχοντας στερηθεί κάποιον εθνικό τίτλο για δύο χρόνια, ο Ολυμπιακός κέρδισε το νταμπλ πέρυσι και φαίνεται να έχει πολύ καλή δυναμική…
«Στόχος μας είναι να είμαστε σίγουροι ότι είμαστε ο Νο1σύλλογος κάθε χρόνος την Ελλάδα. Οταν χάσαμε τον τίτλο, αυτό μας έκανε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να δομήσουμε τους εαυτούς μας διαφορετικά, με το να επικεντρωνόμαστε στη δουλειά στην προπόνηση και την απόκτηση καλών παικτών. Γρήγορα αυτό απέδωσε. Ο προπονητής μας Πέδρο Μαρτίνς συνεισέφερε σε αυτή την επιτυχία, βελτιώνοντας τους παίκτες και την ομάδα. Αυτή τη χρονιά είμαστε ακόμη στο Europa League μετά την πρόκριση επί της Αϊντχόφεν».
Για τη Νότινγχαμ Φόρεστ, η οποία αγωνίζεται στην Championship, είχατε στόχο να προβιβαστείτε στην Premier League. Τι έγινε με αυτό;
«Ο πρόεδρος επένδυσε στη Νότιγχαμ Φόρεστ πριν 4 χρόνια. Βρίσκομαι εκεί 1,5 χρόνο. Τερματίσαμε 7η την προηγούμενη σεζόν και φτάσαμε κοντά στα πλέι οφ. Είναι ενοχλητικό, επειδή οι παίκτες ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Θυμάμαι όταν νικήσαμε τη Λιντς στην έδρα μας, έπρεπε να δεις την απίστευτη ατμόσφαιρα που υπήρχε. Αλλά στη συνέχεια η υγειονομική κρίση δεν δούλεψε για εμάς. Είναι μια πόλη του ποδοσφαίρου, ένας θρυλικός διάσημος σύλλογος με πολύ μακρά ιστορία, με ένα γήπεδο 40.000 οπαδών γεμάτο σε κάθε παιχνίδι. Είναι ένας σύλλογος που έχει τη θέση του στην Premier League. Η φιλοσοφία μας είναι βασισμένη στο να αναδείξουμε νέους παίκτες και πολλοί παίκτες έχουν τα προσόντα να αναπτυχθούν και να ανέβουν».
Λένε ότι η Championship είναι το 3ο καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Ποιο είναι το επίπεδο του πρωταθλήματος;
«Με 24 ομάδες, είναι κατινίστικό πρωτάθλημα. Εχουμε την εντύπωση ότι δεν τελειώνει ποτέ. ειδικά από τη στιγμή που υπάρχουν πλέι οφ να παίξεις στο τέλος. Παίζουμε τρία παιχνίδια την εβδομάδα. Είναι σωματικά και πνευματικά επίπονο. Ο ρυθμός είναι σταθερός. Και είναι ένα πρωτάθλημα όπου υπάρχουν πολλά χρήματα, προφανώς προσελκύει πολύ καλούς παίκτες και αυτό βοηθάει να ανέβει το επίπεδο. Και δεν θα έπρεπε να παραβλέπεται ότι η Championship αποτελείται από ομάδες που έχουν αφήσει το σημάδι τους στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, όπως η Στόουκ Σίτι, η Νόριτς, η Γουότφορντ, η Σέφιλντ, η Νότιγχαμ και πολλές ακόμη».
Όπως συμβαίνει σε όλα τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, η απουσία του κόσμου αποτελεί σκληρή τιμωρία, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο. Πώς το ζείτε αυτό;
«Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση, είμαστε τυχεροί που έχουμε έναν πρόεδρο που έβγαλε χρήματα από την τσέπη του, τόσο για τη Νότιγχαμ όσο και για τον Ολυμπιακό. Μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες δυσκολίες και στη δική μας πλευρά έχουμε καταφέρει να διατηρήσουμε μια συγκεκριμένη ισορροπία».
Το αγγλικό ποδόσφαιρο παίρνει παίκτες από πολλές διαφορετικές χώρες, ειδικά τη Γαλλία. Το οικονομικό απροσδόκητο αποτέλεσμα είναι σημαντικό. Δεν φοβάστε ότι με το Brexit, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν;
«Με το Brexit οι νόμοι αλλάζουν και η κατάσταση είναι πιανό να γίνει όλο και πιο περίπλοκη, ειδικά για να φέρεις έναν ξένο ποδοσφαιριστή. Είναι ο ρόλος μας, τη ηγεσίας, να φροντίσει να προσαρμοστεί για να διατηρήσει το επίπεδο στα σημερινά επίπεδα».
Τελικά, το να πάρεις μεταγραφή για τον Ολυμπιακό όταν έφυγες από τον Ολυμπιακό, σου άλλαξε τη ζωή…
«Η αποχώρησή μου από το Μονακό μετά από έξι σεζόν ήταν δύσκολη, γιατί είναι ένα αγαπημένο κλαμπ, όπου έκανα πολλούς φίλους. Ήταν τιμή να φορέσω αυτή τη φανέλα και το περιβραχιόνιο του αρχηγού, αλλά και να τιμήσουμε την πριγκηπική οικογένεια. Αλλά κοιτάζοντας πίσω, λέω στον εαυτό μου ότι η μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό ήταν η καλύτερη επιλογή της καριέρας μου. Κέρδισα τίτλους εδώ, ήμουν σε θέση να παίξω στο Champions League. Αυτό το κλαμπ μου έδωσε μια δεύτερη νεότητα. Και αν κατάφερα να αγωνιστώ μερικές σεζόν στην Μπαστιά, το χρωστάω στον Ολυμπιακό, γιατί μου επέτρεψε να διατηρήσω τη φόρμα μου σε ένα ορισμένο επίπεδο και να επιμηκύνω την καριέρα μου. Και σήμερα, η περιπέτειά μου συνεχίζεται στην Ελλάδα. Οπως καταλαβαίνετε, δεν έκανα λάθος»!
Οταν ήσουν νεότερος, δεν ήσουν απαραίτητα ο καλύτερος παίκτης. Πώς εξηγείς ότι κατάφερες να κάνεις ένα τέτοιο ταξίδι στην καριέρα σου;
«Δουλειά, πάντα δουλειά. Από το προπονητικό κέντρο μέχρι το τελευταίο μου παιχνίδι, ήμουν πάντα σοβαρός. Το να παίζω ποδόσφαιρο ήταν το πάθος μου και ιδιαίτερα η δουλειά μου. Έβαλα τα πάντα στην άκρη για να είμαι πιο αποτελεσματικός. Έμαθα να μιλάω πολλές γλώσσες. Στην αποτυχία, ποτέ δεν έψαχνα δικαιολογίες ενοχοποιώντας τον προπονητή, τον πρόεδρο ή τον συμπαίκτη του. Η αυστηρότητα, η σοβαρότητα στη δουλειά μου μου επέτρεψε να παίξω περισσότερους από 600 αγώνες ως επαγγελματίας. Δεν είναι τυχαίο. Πριν από τον παίκτη, υπάρχει ο άντρας και πάντα έχω εμπλακεί σε όλα τα κλαμπ που έχω αγωνιστεί».
Υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις;
«Να μετανιώσω γιατί; Δεν πρέπει ποτέ να μετανιώνεις… Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα ζήσω ένα τέτοιο ταξίδι. Αν έκανα την καριέρα που έκανα, είναι επειδή έπαιζα πάντα στο μέγιστο. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Ξεκίνησα και τελείωσα στο σπίτι μου, τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;
Και υπάρχει ένα πράγμα που δεν έχω αποκαλύψει ποτέ: όλα αυτά τα χρωστάω στον πατέρα μου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή όταν ήμουν 13 ετών. Με πήρε στην ηλικία των 5 στην ακαδημία Armand-Cesari. Ήταν ο προπονητής μου από τους αρχάριους έως τους κάτω των 13 ετών, με βοήθησε να γίνω επαγγελματίας. Ήταν το πιο σημαντικό άτομο, που είχε μεγάλη σημασία. Το καλό μου αστέρι. Από εκεί ψηλά πάντα με προστάτευε, είμαι σίγουρος. Κάθε φορά που έμπαινα σε ένα γήπεδο, πάντα τον σκεφτόμουν. Μου έδωσε αυτή τη δύναμη για να μπορέσω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, το όνειρό του».