Όταν κυριαρχούν γόβες, βλαχοcelebrities και βραβεύσεις

Κατεβαίνω να πάρω ένα ματς σημαίνει πως είμαι σαν να πηγαίνω σε πόλεμο, τα φρου φρου και τ΄ αρώματα καταργούν κάθε προσέγγιση μάχης που πρέπει να κυριαρχεί στο μυαλό όλων

Η χαρά του δημοσιογράφου ήταν το τρίμπαλο που έφαγε η εθνική από την Αγγλία.
Αναλύσεις επί αναλύσεων, γνωμοδοτήσεις επί γνωμοδοτήσεων και αιτιάσεις επί αιτιάσεων για το κακό που μας βρήκε.

Είναι τσεκαρισμένο από όλες τις μπάντες πως η επιτυχία δεν αναλύεται, απλά πανηγυρίζεται.
Αντίθετα με την ήττα ή την αποτυχία που ιντριγκάρει, μια και όλοι θρεφόμαστε από το κακό και άρα έχουμε κάτι να πούμε.

Διαβάστε επίσης: Στην τάξη του Λαμίν Γιαμάλ: Ο Μπάμπης Κωστούλας και τα άλλα παιδιά του 2007

Στα δελτία ειδήσεων οι «κακές» ειδήσεις ζουν και βασιλεύουν, τα media ηδονίζονται με Πισπιρίγκου, πάτερ Αντώνιο, Μίχο από Κολωνό, πολέμους, σεισμούς, λιμούς, καταποντισμούς.

Αν η Πισπιρίγκου ήταν το πρότυπο της καλής μάνας που έκανε δυο δουλειές για να τα φέρει βόλτα, θα ήταν παντελώς άγνωστη στους δημοσιογράφους.

Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι στο τέλος του δελτίου στον Skai έχουν ένθετο «τα καλά νέα της ημέρας». Έτσι είναι όταν σε φλομώνουν με φόνους, απαγωγές, ξυλοδαρμούς και εκρήξεις, σου πετάνε στο τέλος ένα ξεροκόμματο με κάτι θετικό.

Αυτό συνέβη και με την εθνική, η προσγείωση από το πάμε Ελλαδάρα για νίκη και πρωτιά, επιβάλλει διεξοδική αερολογία και δομική μπουρδολογία.

Ακόμα και τα πιο σοβαρά από όσα γράφονται, είναι παντελώς αναπόδεικτα καθώς δεν γίνεται να κριθούν στην πράξη.

Άντε δηλαδή και σας έγραφα ότι ο Γιοβάνοβιτς έκανε λάθος που προτίμησε τον Τσιμίκα αντί του Γιαννούλη, πως τεκμηριώνεται ότι όντως «έπρεπε»;
Το ότι μόλις έγινε η αλλαγή η πλευρά τους ζωντάνεψε δεν λέει κάτι, αφού διαφορετικά μπαίνει μια ομάδα σε must win παιχνίδι και αλλιώς όταν έχει την win στα χέρια της.

Το ίδιο ισχύει και για την εθνική Ελλάδος, άλλο είναι όταν τρως γκολ με το καλημέρα έχοντας μπροστά σου ολόκληρο 90λεπτο για να αντιδράσεις κι άλλο όταν πλησιάζεις στο τέλος και τα πάντα σε πιέζουν.
Σε γενικές γραμμές όποιος έχει αντιρρήσεις για εντεκάδες και τακτικές καλό είναι να τις αναφέρει πριν την έναρξη και όχι να περιμένει το φινάλε, αλλιώς είναι ασόβαρος ακόμα κι αν οι απόψεις του έχουν βάση.
Τέλος πάντων, αν πρέπει να βρούμε κάτι που προμήνυε εξαρχής το δύσκολο της βραδιάς, είναι πως η ποδοσφαιρική πλευρά της είχε σχεδόν εξαϋλωθεί από τα μυαλά όλων πριν ακόμα ξεκινήσει ο αγώνας.

Όταν πριν από σημαντικό γεγονός κυριαρχούν γούνες και γόβες, όταν συνωστίζονται βλαχοcelebrities και οι τιμητικές πλακέτες πάνε κι έρχονται, είναι κανόνας πως η κηδεία είναι προ των πυλών.
Το κατεβαίνω να πάρω ένα ματς σημαίνει πως είμαι σαν να πηγαίνω σε πόλεμο, τα φρου φρου και τ΄ αρώματα καταργούν κάθε προσέγγιση μάχης που πρέπει να κυριαρχεί στον εγκέφαλο όχι μόνο του αθλητή, αλλά και του τελευταίου φιλάθλου.

Στην εποχή που ζούμε βέβαια αν δεν βγάλεις selfie είναι σαν να μην ήσουν εκεί, άλλο όμως βγάζω μια δυο φωτογραφίες με την ευκαιρία κι άλλο πηγαίνω μόνο για να μοστράρω τη μούρη μου.
Και δυστυχώς για την συντριπτική πλειοψηφία, τέτοιοι αγώνες αντιμετωπίζονται λες και πρόκειται για ΣΚ στην Μύκονο.

Ποιος ο λόγος άραγε να βραβευτεί ο Βρούτσης πριν από τέτοιο αγώνα ή να βλέπουμε πρώτη μούρη στο Καβούρι τον Σταύρο Θεοδωράκη ακούγοντας τις ποδοσφαιρικές εκτιμήσεις του;
Τι έκανε άραγε ο Βρούτσης για την εθνική που να δικαιολογούν τις τιμές κι αν υπάρχει αλλά μας διαφεύγει, για ποιο λόγο να στηθεί τελετουργικό πριν την σέντρα;

Τα ίδια ισχύουν και για τους legents του 2004, τα παιδιά τιμήθηκαν, ξανατιμήθηκαν, έχουν γεμίζει αποθήκες με βραβεία και πλακέτες.
Εννοείται πως για τον άθλο που πέτυχαν αξίζουν να απολαμβάνουν ύψιστες τιμές ακόμα και μετά θάνατον, όχι όμως λίγο πριν το ξεκίνημα μιας τόσο σημαντικής μάχης.

Νομίζω πως θα συμφωνούσαν και οι ίδιοι, αν τους ρωτούσες για το ενδεχόμενο να σήκωναν την κούπα του 2004 περιστοιχισμένοι από Βρούτσηδες, πολιτικάντηδες της εποχής και βετεράνους.
Παρών το 2004 ήταν κι ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, αν δεν υπήρχε το περίφημο πλάνο όμως δίπλα στον Γκαγκάτση ούτε η Νατάσα δεν θα έπαιρνε χαμπάρι ότι λείπει από το σπίτι.

Γι αυτό και έγινε πραγματικότητα το πιο τρελό όνειρο ever, γιατί η εθνική είχε πάει στην Πορτογαλία αποκλειστικά για να παίξει ποδόσφαιρο.

Όχι για να πάρει το Euro, αυτό προέκυψε στην πορεία.
Πήγε για να πολεμήσει όμως, ο στόχος της νίκης σε κάθε ματς ήταν σαν το φως στην άκρη του τούνελ.
Αυτό και μόνο έβλεπαν παίκτες, προπονητές, συνοδοί, αριστερά και δεξιά τους δεν υπήρχαν ούτε Βρούτσηδες, ούτε τηλεπερσόνες, ούτε λοιποί χαζοχαρούμενοι περαστικοί…

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από