Σε ένα συγκλονιστικό κείμενο στο «theplayerstribune.com» ο Αντριάνο ξεδιπλώνει το... κουβάρι της ζωής του.
Έχοντας αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου, ο Αντριάνο πλέον ζει στις φαβέλες της Βραζιλίας και σε κείμενο του στο «theplayerstribune.com», εξιστορεί το πως έφτασε να πίνει «ένα μπουκάλι μόνος μου», ένα βράδυ Χριστουγέννων στην Ιταλία.
Όλα αυτά, λίγες μέρες μετά το βίντεο που κυκλοφόρησε με τον ίδιο να είναι σε άθλια κατάσταση και υπό την επήρεια αλκοόλ, ημίγυμνος να μην μπορεί να σηκωθεί από την καρέκλα.
Διαβάστε όλο το κείμενό του εδώ!
Απόσπασμα όσων είπε ο Αντριάνο στο «theplayerstribune.com»
«Απολαμβάνω αυτό το… στίγμα της ποδοσφαιρικής σπατάλης. Θα μπορούσα να έχω εμπλακεί σε παρανομίες, αλλά δεν το έχω κάνει. Θα μπορούσα να έχω μπλέξει με ναρκωτικά, αλλά ούτε αυτό έκανα. Δεν μου αρέσει να διασκεδάζω σε κλαμπ. Πηγαίνω απλά κάθε μέρα στο ίδιο σημείο, στη γειτονιά, στο Nana’s kiosk. Εκεί θα με βρει όποιος με αναζητήσει. Και ναι, πίνω κάθε μέρα. Αλλά ξέρεις πώς έφτασε ένας άνθρωπος σαν εμένα να πίνει καθημερινά;
Κάποτε με αποκαλούσαν Αυτοκράτορα. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω γιατί. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει ακόμα γιατί άφησα το ποδόσφαιρο και επέστρεψα στη γειτονιά μου, πίνοντας ως τη λήθη μου… πατέρας μου είχε δει τον δικό του μπαμπά να πεθαίνει από το αλκοόλ. Ο πατέρας μου πέθανε από μια σφαίρα στο κεφάλι. Ακόμα και τώρα αδυνατώ να το διαχειριστώ. Άλλαξε όλη μου τη ζωή αυτό. Η σφαίρα που πέρασε στο κεφάλι του, δίχως καν να συμμετέχει στον καυγά που είχε ξεσπάσει τότε, τον άφησε στο κρεβάτι, ανήμπορο να κάνει οτιδήποτε. Η μητέρα μου δούλευε για δυο.
Μικροί κάναμε μπάνιο με έναν κουβά νερό που ρίχναμε στο κεφάλι μας. Το κάνουμε ακόμα και τώρα τις μέρες που έχει καύσωνα στο Ρίο. Το προτιμώ από τις πισίνες… Στη φαβέλα ανοίγουμε την πόρτα και αμέσως βλέπουμε γνωστό μας. Στο Μιλάνο δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ήταν όλοι ξένοι. Κανείς δεν έλεγε καλημέρα σε κανέναν. Η κατάθλιψη σε χτυπά αμέσως στο παγωμένο Μιλάνο. Ένιωθα σκ@@@ το χειμώνα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Ήμουν μόνος και ο Ζέεντορφ συνήθως στις γιορτές των Χριστουγέννων καλούσε όσους συμπαίκτες του έμεναν κοντά. Πήγα κι εγώ, αλλά κάθισα λίγο κι έφυγα να γυρίσω σπίτι. Πήρα τηλέφωνο στη μητέρα μου και τους άκουγα όλους που διασκέδαζαν. Εμένα με πήρε ο ύπνος από τα κλάματα και το ποτό. Ήπια ένα μπουκάλι μόνος μου.
Δεν καταλαβαίνει ο κόσμος γιατί γύρισα στη φαβέλα. Δεν το έκανα για το ποτό, τα ναρκωτικά ή τις γυναίκες. Το έκανα για την ελευθερία. Ήθελα να είμαι άνθρωπος ξανά. Ξέρετε γιατί άφησα όλα αυτά τα λεφτά και το ποδόσφαιρο; Γιατί δεν ήμουν καλά. Γιατί ήθελα χώρο να κάνω αυτό που μου αρέσει. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα κακό. Είμαι σε απόλυτη ηρεμία και ειρήνη. Περπατώ ξυπόλυτος και δίχως μπλούζα, παίζω ντόμινο, θυμόμαστε περιστατικά της παιδικής μας ηλικίας, πίνουμε, χορεύουμε, ακούμε μουσική και κοιμόμαστε στο πάτωμα. Γι’ αυτό γύρισα…»