Ο Ντιέγκο Μαραντόνα από τα 12 του είχε δείξει ότι θα γράψει ιστορία στο ποδόσφαιρο και θα μνημονεύεται για αιώνες, όπως αναφέρει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο στο βιβλίο του για τον Αργεντινό θρύλο.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα μέσα από τα μάτια του Εδουάρδο Γκαλεάνο γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο και ο ίδιος ο Ουρουγουανός που έγραψε για τον Αργεντινό θρύλο παρουσίασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο γιατι ο Ντιεγκίτο ήταν το κάτι άλλο και τόσο διαφορετικός. Ο Γκαλεάνο, ήταν Ουρουγουανός δημοσιογράφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, και κατάφερε με την πένα του να γίνει η «φωνή» της Λατινικής Αμερικής.
Η εκδίκηση της Αργεντινής για τα Φόκλαντ, ήρθε μέσα από τα πόδια αλλά και το χέρι του Ντιέγκο Μαραντόνα, χωρίς ίχνος υπερβολής. Το Μουντιάλ του ’86 ήταν η εκτόξευση ενός τεράστιου ταλέντου και η απογείωση μιας ολόκληρης χώρας. Το περιγράφει καλύτερα από τον καθένα ο Ουρουγουανός στο βιβλίο του «Τα Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου», όπου αναφέρεται μέσα από το βιβλίο του στον Μαραντόνα με έναν απίθανο τρόπο, ενώ στέκεται στον 12χρονο Ντιέγκο που έμελλε να αλλάξει το ρου της ιστορίας.
«Όπως όλοι οι Ουρουγουανοί, ήθελα κι εγώ να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα καταπληκτικά, ήμουνα τέλειος, αλλά τη νύχτα, στον ύπνο μου. Τα πρωινά ήμουνα ξύπνιος, χειρότερος δεν έχει περάσει από τις αλάνες της χώρας μου. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να αποδεχτώ τελικά τον εαυτό μου: δεν είμαι παρά ένας ζητιάνος που περιφέρεται ανά τον κόσμο, παρακαλώντας για λίγο καλό ποδόσφαιρο στα γήπεδα» έλεγε ο ίδιος. Απολύτως λογικό λοιπόν, να θαυμάζει με όλη του τη ψυχή, τον «Θεό της μπάλας» που έφυγε από τη ζωή στα 60 του χρόνια, νικημένος εν πολλοίς από τον ίδιο του τον εαυτό και μόνο.
Ο Γκαλεάνο περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο το πρώτο θαυμάσιο γκολ του αμούστακου τότε, 12χρονου Μαραντόνα, που ονειρευόταν να γίνει… τεχνίτης βιομηχανίας, και έβγαζε τη γλώσσα κάθε φορά που σκόραρε. Όπως έβγαζε τη γλώσσα και σε κάθε είδους συμβιβασμό, φτάνοντας στο να πρωτοστατήσει στη δημιουργία διεθνούς συνδικάτου ποδοσφαιριστών για τα εργασιακά τους δικαιώματα στα τέλη του 1994.
«Συνέβη το 1973. Έπαιζαν μεταξύ τους οι παιδικές ομάδες της Αρχεντίνος Τζουνιορς και της Ρίβερ Πλέιτ στο Μπουένος Αιρες. Το νούμερο 10 των Αρχεντίνος δέχτηκε την μπάλα από τον τερματοφύλακά του, απέφυγε έναν κεντροεπιθετικό της Ρίβερ και ξεχύθηκε προς το αντίπαλο τέρμα. Πολλοί ποδοσφαιριστές προσπάθησαν να τον ανακόψουν: του πρώτου του πέρασε την μπάλα πάνω από το κεφάλι, του δεύτερου του την πέρασε μέσα από τα πόδια και τον τρίτο τον ξεγέλασε με τακουνάκι. Στη συνέχεια, χωρίς να σταματήσει, άφησε άγαλμα τους αμυντικούς και τον τερματοφύλακα, πεσμένο στο έδαφος, και μπήκε περπατώντας με την μπάλα στο αντίπαλο τέρμα. Στο γήπεδο είχαν απομείνει επτά ταλαιπωρημένα αγόρια και άλλα τέσσερα που δεν μπορούσαν να κλείνουν το στόμα τους.
Εκείνη η ομάδα των πιτσιρικάδων, «τα Κρεμμυδάκια», ήταν ανίκητη επί εκατό παιχνίδια, και είχε προκαλέσει την προσοχή των δημοσιογράφων. Ένας από τους παίκτες της, «Το Φαρμάκι», που ήταν δεκατριών χρόνων δήλωσε:
«Εμείς παίζουμε από ευχαρίστηση. Ποτέ δε θα παίξουμε για χρήματα. Όταν μπαίνει στη μέση το χρήμα, όλοι σκοτώνονται για να γίνουν βεντέτες και τότε έρχονται η ζήλια και ο εγωισμός. Έκανε τις δηλώσεις αγκαλιά με τον πιο αγαπητό από όλους παίκτη, που ήταν επίσης ο πιο χαρούμενος και ο πιο κοντούλης: τον Ντιέγκο Αρμάδο Μαραντόνα, που ήταν δώδεκα χρόνων και μόλις είχε πετύχει αυτό το απίστευτο γκολ.
Ο Μαραντόνα είχε τη συνήθεια να βγάζει τη γλώσσα του όταν έκανε σουτ. Όλα του τα γκολ τα είχε βάλει με τη γλώσσα του έξω. Τη νύχτα κοιμόταν αγκαλιά με την μπάλα και τη μέρα έκανε θαύματα μαζί της. Ζούσε σε ένα φτωχόσπιτο, σε μια φτωχογειτονιά, και ήθελε να γίνει τεχνίτης βιομηχανίας». Μέχρι να φτάσει λίγα χρόνια μετά στην κορυφή του κόσμου.