Η μη πρόκριση είναι σαφές πως έβγαλε στενοχώρια. Το «πράμα» του Ζάγκρεμπ, είναι σαφές πως «λέρωσε» (πρώτα απ’ όλους) τον ίδιο τον Σκίμπε. Αλλά... Ως στόχος, το εισιτήριο ήταν δεύτερος. Πρώτα βάζεις τα θεμέλια, μετά χτίζεις ρετιρέ.
Aνέκαθεν, στην παγκόσμια ιστορία, το μέγεθος μιας επιτυχίας / αποτυχίας (το success / fail story της σύγχρονης «πολιτικής» ορολογίας), οριζόταν σε σχέση με το τι επακριβώς είχε οριοθετηθεί ως στόχος στην αρχή. Ό,τι λιγότερο, μείωνε το φως. Ό,τι περισσότερο, αύξανε το λούστρο.
Είναι, ακριβώς, η φόρμα στην οποία τοποθετείται όλο το «ζουμί» του πλέον σύγχρονου εγχώριου football quiz: «Επιτυχής ο Σκίμπε; Ή “λίγος”; Kαλώς ανανεώνει (όλα συγκλίνουν προς αυτό); Ή όχι;» Οι διεθνείς (και κυρίως οι «παλιοσειρές») ομίλησαν: «Nα μείνει». Εμμέσως και η ΕΠΟ, η εργοδότρια (το «συνεχίζω» του Γερμανού μετά τον κυρικάτικο αγώνα με την Κροατία, προφανώς και δεν ειπώθηκε τυχαία, πόσω μάλλον απ’ τη στιγμή που, έως τούτη την ώρα, δεν υπήρξε το παραμικρό θεσμικό «αλλά»). Και η θυμοσοφία του λαού το έλεγε από πάντα: «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης…».
Εν κατακλείδει; Για να μένει, πα’ να πει πως ο κατ’ αρχήν, κύριος στόχος του προ διετίας deal, δεν «τσαλακώθηκε». Προκριθήκαμε; Όχι. Άρα, μαθηματικά, ο κύριος στόχος (στο μυαλό όσων απαρτίζουν την κοινωνία της ομάδας) ήταν άλλος. Ποιος; Με το καταστροφικό pre step (προκριματικά τελευταίου Euro), τον Ρανιέρι, τα Φερόε και τα υπόλοιπα, ευκολάκι: η «επιστροφή». Το (ξανά) πειστικό «παρών» στο υψηλό επίπεδο. Η επανάκτηση της αυτοπεποίθησης, του αυτοσεβασμού. Το come back της διάθεσης, του κεφιού στις τάξεις των διεθνών. Της ανταγωνιστικότητας. «Να ξαναγίνουμε ομάδα», όπως είπε, σε ανύποπτη στιγμή (και) ο Socratis και ο «Τόρο». Kαι τούτο επιτεύχθηκε.
Δεν φθάνεις, αλλιώς, σε μπαράζ πρόκρισης στα τελικά ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δεν «κερδίζεις» αλλιώς, όπως την Κυριακή στο «Γ. Καραϊσκάκης», το παρατεταμένο χειροκρότημα του κόσμου – ιδίως του ιδιαίτερου, δύσκολου, συχνά «αφοριστικού» ελληνικού κοινού.
Η μη πρόκριση είναι σαφές πως έβγαλε στενοχώρια. Το «πράμα» του Ζάγκρεμπ, είναι σαφές πως «λέρωσε» (πρώτα απ’ όλους) τον ίδιο τον Σκίμπε. Αλλά… Ως στόχος, το εισιτήριο ήταν δεύτερος. Πρώτα βάζεις τα θεμέλια, μετά χτίζεις ρετιρέ. Και, ρεαλιστικά μιλώντας, πέρα από ανέξοδες «εθνοπατριωτικές κορώνες», η Εθνική είχε φθάσει, προ Σκίμπε κι ανεξαρτήτως αιτιών (κι ευθυνών), στο σημείο να «κοιτάζει» απ’ το… υπόγειο.
Σε τούτα ‘δω τα προκριματικά, σκαρφάλωσε. Πρώτο όροφο, δεύτερο όροφο, τρίτο. Έφθασε στον τελευταίο και το μόνο που απέμενε ήταν η άφιξη στο… ρετιρέ. Δεν συνέβη. Από «κούραση», λάθη, κακές προσεγγίσεις, αβλεψίες, συγκυρίες, ατυχίες, από, από, από… Το πρόσημο, όμως, υπήρξε θετικό.
Δεν θα ήταν για την Εθνική του… 2004. Του 2010. Γι’ αυτήν, όμως, τη σημερινή την Εθνική, είναι. Γιατί πρόκειται για μια «άλλη» Εθνική (με «άλλους» παίκτες και, πιθανόν, σ’ «άλλο» ποδόσφαιρο). Και οι στόχοι, οι προτεραιότητες, ορίζονται με βάση τα δικά της δεδομένα. Όχι (με) της εποχής του Κατσουράνη και του Δέλλα. Της «μεγάλης» Εθνικής…
Στο μυαλό των ιθυνόντων (κι όχι μόνο) η «μη πρόκριση» ορίζεται ως αποτυχία (μόνο) από εδώ και στο εξής. Για, πλέον, ενόψει Euro 2020 ο στρατηγικός στόχος μετατοπίζεται, αλλάζει. Ομάδα ξαναγίναμε. Το ξενέρωμα, μπήκε στο μπαούλο. Το κέφι επέστρεψε. Ώρα γι’ αποτέλεσμα. Για πρόκριση.
Αν ο Σκίμπε δεν την φέρει, αν δεν πείσει ότι μπορεί να εμπνεύσει το «παραπάνω», αν η Εθνική μείνει για τρίτη συνεχή φορά εκτός (τελικών) μεγάλου τουρνουά, τότε ναι: θα είν’ αποτυχία. Αλλά τότε. Γιατί πλέον δεν θα έχει «μεταβατική περίοδο». Τώρα, είπαμε. Η κύρια προτεραιότητα (όπως φαίνεται να τέθηκε εξ αρχής) ήταν διαφορετική….
Η γνώμη των «παλιοσειρών» της Εθνικής είναι προφανές πως έπαιξε το ρόλο της στα της (διαφαινόμενης) παραμονής. «Είτε όσων παίζουν, είτε όχι» όπως είπε ο Τζαβέλλας – σημείωση σημαντική, δεδομένου ότι ένα απ’ τα σημεία που είχε εστιάσει η, κατά καιρούς, κριτική προς τον Σκίμπε αφορούσε τις επιλογές του (π.χ. τα ενίοτε off Χριστοδουλόπουλου απ’ το αρχικό σχήμα).
Ο Γερμανός δεν κάθεται. Ταξιδεύει, βλέπει, τσεκάρει, μελετά. Και στην Oμοσπονδία το ξέρουν. Και τ’ αναγνωρίζουν. Όπως και το ότι, μετά τα… όμορφα των προκριματικών του Euro ’16, και τα στεγανά επέστρεψαν (όσον αφορά στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας) και, αγωνιστικά, η ομάδα άρχισε σταδιακά να βρίσκει έναν πιο σταθερό κορμό. Μια «σπονδυλική στήλη». Αξιοποιώντας (πιο) ρεαλιστικά αρκετούς new entries (απ’ τον Δώνη και τον Μπακασέτα, ως τον Ρέτσο και τον –εξελίσσεται σε επιτελικής σημασίας- Ζέκα).
Το πρόβλημα που δημιουργεί ο περιορισμένος χρόνος συμμετοχής αρκετών διεθνών στις ομάδες του (σαφές το σχετικό μις- ματς στο ματς της Κροατίας), δεδομένο. Αλλά (ιδίως συνδυαστικά με τα προβλήματα τραυματισμών) περισσότερο αναγνωρίζεται στον Σκίμπε ως «ελαφρυντικό» (αύξηση βαθμού δυσκολίας στον καταρτισμό ενός πιο «στέρεου» σχήματος), παρά ως χρεωστικό κακών επιλογών. Ειδικά απ’ τη στιγμή που, εκ του αποτελέσματος (και με μοναδική, ουσιαστικά, εξαίρεση το ματς της Κροατίας), επί Σκίμπε «επέστρεψε» αυτό (σε σημαντικό βαθμό): ο… διαχρονικός, επί Ρεχάγκελ, χαρακτήρας ασφαλείας της ομάδας: καλή άμυνα, δύσκολο το γκολ – παθητικό, «χτύπημα» στην κόντρα.
Αυτό ξέρει καλά διαχρονικά η Εθνική, σ’ αυτό έχτισε κατακόμβες δόξας, αυτό έχασε μεσόδιαβα, αυτό φαίνεται να ξαναβρίσκει. «Δεν έχει νόημα στο μοντέρνο ποδόσφαιρο να αφήσεις μια ομάδα να παίξει φουλ επίθεση. Πρέπει να παίξουμε άμεσα στον χώρο, να πρεσάρουμε να τρέξουμε και να οδηγήσουμε τον αντίπαλο στο λάθος», που λέει και ο ίδιος…
Το «Χ» στο Βέλγιο (ή, αν προτιμάτε, το παρά λίγο υπερ- διπλό κι ενώ είχε προηγηθεί το φιλικό «διπλό» στην Ολλανδία) το έδειξε πιο εμφατικά από ποτέ. Ματς- κλειδί. Και ψυχολογικά (πάντα αναγκαίο σε on the go διαδικασίες «χτισίματος»). Αυτό και η ισοφάριση του Τζαβέλλα στα χασομέρια του «μέσα» 1-1 με τους Βόσνιους. Αν εκεί, πρώιμα, η Εθνική είχε ηττηθεί κι, εν πολλοίς, τεθεί νωρίς νοκ – άουτ από οιαδήποτε διεκδίκηση (το Βέλγιο έμοιαζε ούτως ή άλλως «αχτύπητο» και η Βοσνία θα είχε πλέον πάρει γερά το πάνω χέρι), ουδείς μπορεί να ξέρει με ασφάλεια εάν και κατά πόσον η (ευάλωτη, ακόμη, τότε) «ψυχοσύνθεση» της ομάδας θα είχε αποφύγει τον κίνδυνο πισωγυρίσματος στην εσωστρέφεια.
Δύο ευδιάκριτα «κλειδιά» συν ένα τρίτο. Πιο «ανύποπτο». Αν ρωτήσεις τους διεθνείς, θα σου το πουν χωρίς ιδιαίτερα διλήμματα: «Ξέρεις τι… έστριψε τον διακόπτη; Η Αυστραλία!» Το ταξίδι το καλοκαιράκι του ’16.
Ο Σκίμπε, στη γη που κάποτε χαρτογράφησε το μελάνι των Ολλανδών και του Τζέιμς Κουκ, είχε την ευκαιρία των (εκτεταμένων) δοκιμών. Είδε, έκρινε, έκανε ένα χρήσιμο (πρώτο) «ξεσκαρτάρισμα» (έκτοτε, π.χ., οι Χριστοδουλόπουλος, Γιαννιώτας, Μπακασέτας, έξω ο Χολέμπας, που δεν τον κάλυπτε ως αριστερός μπακ), «πότισε» τα τακτικά του «θέλω» (με πρώτο το πέρασμα από το man to man στη ζώνη, στις στημένες μπάλες). «Ένα χρόνο έψαχνα την σταθερότητα και την κερδίσαμε στην περιοδεία στην Αυστραλία» έχει παραδεχτεί σε ανύποπτη στιγμή.
Η εντυπωσιακή υποδοχή των ομογενών αύξησε ψυχολογία. Η νίκη στο πρώτο φιλικό (2-1) σε συνδυασμό με το γρήγορο 2-1 (φιλικό) στην Ολλανδίας, «επέστρεψε» την πίστη. Κυρίως, όμως, ήταν αυτό: μακριά απ’ την Ελλάδα (με τα καλά, αλλά και τα… κακά της), οι διεθνείς μπόρεσαν να ηρεμήσουν. Να συζητήσουν. Να τα βάλουν κάτω. Μόνοι. Αυτοί και η πάρτη τους. Αυτοί και οι εαυτός τους.
Πέρα από το χαρακτήρα των αγωνιστικών tests, εκείνο το ταξίδι, με «πυρήνα» του ένα ιστορικό τετ α τετ coach – αρχηγών (Παπασταθόπουλος- Τοροσίδης), είχε ευδιάκριτα (και) τον χαρακτήρα ενός υπερπολύτιμου, «ψυχαναλυτικού» breafing from mind.
Για τους… τσακωμούς, τα λάθη, τις ευθύνες και τον καλό εγωϊσμό που επιβάλλεται να βγει «για να μπορεί να γυρίσει καθένας πίσω στην ομάδα του και να μην τον κοροϊδεύουν που έχασε απ’ τα… Νησιά Φερόε!» Σε ευθυγράμμιση με το θεμελιώδες δόγμα Σκίμπε: «Θέλω παίκτες που θα έρχονται στην Εθνική με ευχαρίστησε…»
Εκεί ξανάγινε ομάδα η Εθνική, επιμένουν οι γνωρίζοντες. Την ίδια ώρα που οι λάτρεις της…σημειολογίας «έδειχναν» κι αυτό: πρώτο ματς Ρεχάγκελ, ήττα – ντροπή από τη Φινλανδία (5-1). Μα, τη συνέχεια την ξέρετε… Πρώτο ματς του Σκίμπε, ήττα – ντροπή από το Λουξεμβούργο (1-0, με τον ίδιο να τη χαρακτηρίζει, πάντως, «ήττα – υγείας»). Τη συνέχεια (της… συνέχειας) την περιμένουμε…
Αν, τελικώς, η Εθνική θέλει τον… Γερμανό της, ο 52χρονος από τη Βεστφαλία που έγινε προπονητής στα 22 του ελέω χιαστών, ζητεί, εφ’ εξής, ένα πράγμα: το «κερασάκι» που θα απογειώσει μια υπέροχη επανάληψη. Κι, επί προσωπικού, θα του εξασφαλίσει μια ευχή: «Θέλω να έχω επιτυχίες, να ζήσω όμορφες στιγμές μετά το τέλος της συνεργασίας μας, όταν θα ξανάρχομαι Ελλάδα, να είναι ευχάριστα τα πράγματα». Αλλά ως τότε, έχουμε καιρό…