Ο Βασίλης Μπάρκας, μιλώντας σε πόντκαστ, αναφέρθηκε στο πέρασμά του από την Σκωτία και τη Σέλτικ, μεταξύ άλλων.
Ο τερματοφύλακας της Ουτρέχτης, Βασίλης Μπάρκας, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μίλησε σε podcast για την ΑΕΚ, την Σέλτικ, τον κολλητό του Πέτρο Μάνταλο και τον Άγγελο Ποστέκογλου.
Διαβάστε μερικά από όσα είπε:
Για την Ολλανδία και το τι ξεχωριστό έχει για τους Έλληνες ποδοσφαιριστές: «Η μάνα μου είναι Ολλανδέζα. Καταλαβαίνω τη γλώσσα και όλα ήταν πιο εύκολα για μένα. Είχα και τον Τάσο (Δουβίκα) δέσαμε και βρήκα μια δεύτερη οικογένεια στην Ουτρέχτη. Ένιωσα άνετα. Εδώ βλέπουν πολύ διαφορετικά το ποδόσφαιρο. Στην Ελλάδα τώρα πάει να φτιάξει κάπως το ποδόσφαιρο. Εδώ είναι σαν διασκέδαση, σαν να πηγαίνουν θέατρο. Πάνε οικογένειες μαζί και αυτό μου αρέσει και θέλω να το δω και στην Ελλάδα».
Για το αν το απολαμβάνει περισσότερο συγκριτικά με την Σκωτία: «Εννοείται. Προσπαθώ να ξεχάσω εκείνη την περίοδο. Πέρασα δύσκολα εγώ και η οικογένειά μου. Ήμουν σε μία τεράστια ομάδα, αλλά σε μία δύσκολη συνθήκη με τον covid. Όλα ήταν δύσκολα, ο καιρός, τα πάντα. Τώρα έχω βρει τη χαρά του να παίζω ποδόσφαιρο, το χαίρομαι, το απολαμβάνω και αυτό είναι κάτι που με γεμίζει και είναι το καλύτερο για μένα».
Για το αν το πρωτάθλημα της Ολλανδίας, είναι καλό για τους τερματοφύλακες: «Όλα είναι διαφορετικά εδώ. Για παράδειγμα στην ΑΕΚ δεν τρώγαμε πολλές φάσεις. Εδώ μοιάζει το πρωτάθλημα με το… ΝΒΑ. Όσα βάλουμε και όσα φάμε. Βλέπεις ματς να λήγουν 5-5, 4-3. Ακόμα και 3-0 να κερδίζει μία ομάδα δεν ξέρεις πόσο θα λήξει ο αγώνας. Αυτό για μένα με βάση όσα είχα μάθει είναι κάτι αφύσικο. Είναι πολύ επιθετικό πρωτάθλημα και θα το πρότεινα σε κάθε επιθετικό. Για τους τερματοφύλακες δεν είναι και το πιο εύκολο. Εδώ ευχαριστιούνται να βλέπουν πολλά γκολ. Και έτσι μπαίνεις και εσύ σε μία άλλη φιλοσοφία. Για παράδειγμα κερδίζαμε 4-3 και ήταν όλοι χαρούμενοι και εγώ είχα δεχτεί τρία γκολ ας πούμε».
Για το αν είναι σε μία ώριμη φάση της καριέρας του: «Ναι. Έφαγα τη φάπα στη Σκωτία και τώρα εκτιμώ τα πάντα. Μέσα μου είπα πως δεν θέλω να περάσω δύσκολα ξανά. Όχι, ποδοσφαιρικά, σε ανθρώπινο επίπεδο. Εγώ θέλω να βλέπω την οικογένειά μου χαρούμενη, να έχει κάνει πράγματα, να μπορεί να ζει καλά το παιδί μου, σε ωραίο περιβάλλον. Αυτό με ενδιαφέρει και το βρήκα εδώ».
Για το τι ρόλο παίζει στη ζωή του η οικογένειά του: «Τον πιο σημαντικό στη ζωή μου. Δεν το συγκρίνω με τίποτα. Αγαπώ την μπάλα, αλλά η οικογένειά μου, με το παιδί μου και τους γονείς μου είναι ότι καλύτερο υπάρχει. Αυτή η ηρεμία που σου δίνει η οικογένεια, το χαμόγελο του παιδιού σου, είναι το καλύτερο πράγμα. Με έχει αλλάξει πολύ ο ρόλος του πατέρα. Δεν θα το άλλαζα ποτέ. Έχω την γυναίκα μου που με βοηθάει πολύ και είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου».
Για το αν θεωρεί πως τη δεδομένη χρονική στιγμή η Ελλάδα έχει την καλύτερη γενιά τερματοφυλάκων που είχε ποτέ στην ιστορία της: «Ναι, είναι έτσι και αυτό είναι θετικό. Πάντα είχαμε καλούς τερματοφύλακες. Τα προηγούμενα χρόνια δύσκολα όμως έπερναν ευκαιρίες. Τώρα είναι εύκολο να παίξεις, να πάς στο εξωτερικό. Έχουμε και σε άλλες θέσεις όμως πολλούς καλούς παίκτες, όχι μόνο στη δική μου».
Για το αν υπάρχει εμπιστοσύνη στον Έλληνα τερματοφύλακα: «Εγώ ήμουν αρκετά χρόνια στον Ατρόμητο. Μέχρι να πάρω την ευκαιρία πέρασε καιρός. Έπαιξα μετά από έναν τραυματισμό τότε του Γκορμπούνοφ. Με στήριξαν όμως. Μετά ήρθε η ΑΕΚ. Με στήριξε και ο κ. Δέλλας. Ευκαιρίες θα πάρεις, το θέμα είναι να είσαι έτοιμος να δείξεις αυτό που μπορείς. Και είναι στο χέρι σου να αποδείξεις πράγματα. Υπάρχει πίεση στην Ελλάδα, οπότε δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει να είσαι έτοιμος όταν θα έρθει η σειρά σου».
Για το αν είναι στόχος του να επιστρέψει στην Εθνική: «Εννοείται η Εθνική είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή κάθε ποδοσφαιριστή. Είναι θέμα προπονητή όμως. Έχουμε πολλούς καλούς και ισάξιους και είναι επιλογή του το ποιους θα πάρει και κανείς δεν μπορεί να πει αν δεν είναι θα είναι άδικο που δεν κλήθηκε. Αλλά αν συμβεί και επιστρέψω θα είναι μεγάλη τιμή εννοείται».
Για το θέμα της ψυχικής υγείας και αν δοκιμάστηκε όταν ήταν στην Σκωτία:«Εννοείται πως δοκιμάστηκα. Αν και είμαστε ευλογημένοι εμείς οι ποδοσφαιριστές γιατί κάνουμε ουσιαστικά το παιδικό μας παιχνίδι επάγγελμα και συντηρούμε την οικογένειά μας από αυτό γιατί λαμβάνουμε καλά χρήματα. Νιώθω ευλογημένος που το κάνω. Αλλά έφτασα τότε στην Σκωτία σε σημείο να το αντιμετωπίζω σαν δουλειά. Να λέω «δεν θέλω να πάω προπόνηση». Και να λέω γιατί να μου συμβαίνει αυτό; Δεν το απολάμβανα. Κάπου εκεί είπα πως πρέπει να βάλω ένα στόχο. Να αρχίσω και πάλι να το χαίρομαι. Αν δεν είσαι χαρούμενος δεν μπορείς να αποδώσεις».