Ο πλανήτης γνώρισε για πρώτη φορά την προσέγγιση του false 9 στο ματς Αγγλία – Ουγγαρία το 1953.
Οι φίλοι του Ολυμπιακού το πρωτοείδαν στη Βαρκελώνη: ενδεκάδα χωρίς κλασικό φορ, ούτε καν περιφερειακό επιθετικό. Τότε ήταν ο Οφόε που πάλευε μόνος του με τα θηρία και που διαπίστωνε πως όσες κούρσες και όσες ντρίμπλες κι αν έκανε, οι προσπάθειές του δεν είχαν αντίκρισμα. Και πώς να έχουν δηλαδή, όταν το βασικό μέλημα των Καρσελά και Ανδρούτσου ήταν είτε να συγκλίνουν στον άξονα, είτε να ντουμπλάρουν τα μπακ πίσω τους…
Στον επαναληπτικό με την Μπαρτσελόνα ο Λεμονής το ξανάκανε, αυτή τη φορά με τον Φορτούνη στο ρόλο του false 9. Το τελικό 0-0 σχεδόν αποθεώθηκε από τον ελληνικό Τύπο και εννοείται πως κανείς δεν παραπονέθηκε για την απουσία καθαρόαιμου επιθετικού. Τι άλλαξε λοιπόν ώστε στο αμέσως επόμενο ευρωπαϊκό παιχνίδι να χρεώνεται ο Τάκης με «φοβικότητα» αλλά και με κακή έμπνευση σχετικά με την εκ νέου χρησιμοποίηση του Φορτούνη σε αυτόν τον ρόλο;
Ο προπονητής κρίνεται μόνο από το αποτέλεσμα
Η απάντηση είναι απλούστατη. Αν το αποτέλεσμα – του ημιχρόνου, έστω – δεν ήταν 2-0 αλλά 0-0, η κριτική θα ήταν σαφώς ηπιότερη, ό,τι κι αν γινόταν στο β’. Αν δε, έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του και πήγαινε ο Θρύλο με 0-1 στα αποδυτήρια (μόνο με… ατύχημα του Βελζεβούλ έτσι κι αλλιώς υπήρχε ελπίδα για προβάδισμα), τότε ο «Σερ Τάκης» θα είχε ήδη ανακηρυχτεί μάγος από την ανάπαυλα κιόλας. Η αλήθεια είναι πως το 0-0 δεν ήταν δα και τόσο ανέφικτο όπως κύλησε το πρώτο 40λεπτο, παρ’ όλα αυτά ο Ολυμπιακός δεν έπειθε σε κανένα σημείο του ματς πως θέλει να νικήσει και όχι απλώς να μη χάσει…
Αυτή τη φορά, ο Φορτούνης δεν είχε τον Οφόε πίσω του (όπως κόντρα στην Μπαρτσελόνα), δηλαδή έναν παίκτη με ξεκάθαρες επιθετικές αρετές, αλλά τρεις κόφτες. Αργοί – γρήγοροι δεν έχει και τόση σημασία. Ήδη, οι πιθανότητες για κάτι καλό έμοιαζαν μηδαμινές. Με τον Καρσελά να είναι στον κόσμο του και τον Πάρντο να πασχίζει αλλά χωρίς αντίκρισμα, ο Ολυμπιακός ήταν καταδικασμένος ποδοσφαιρικά. Η εξήγηση γι’ αυτό έρχεται από την απαρχή της εφαρμογής του false 9 και βέβαια, συζητάμε για μια εποχή που ο Γκουαρντιόλα (ο υποτιθέμενος σύγχρονος «πατέρας» της τακτικής αυτής) ήταν αγέννητος και ο μέντοράς του, Γιόχαν Κρόιφ, δεν είχε καν περπατήσει…
Τσάο, Μπέλα
Ο πλανήτης γνώρισε για πρώτη φορά την προσέγγιση του false 9 στο «ματς που σόκαρε ένα ολόκληρο έθνος», όπως περιέγραψε ο αγγλικός Τύπος το Αγγλία – Ουγγαρία 3-6 του 1953. Αν και δεν είχε ακόμη επινοηθεί ο όρος του «ψευτοεννιαριού», ο Χιντεγκούτι ήταν εκείνος που σμπαράλιασε τους απονήρευτους Άγγλους, οι οποίοι «τσίμπησαν» όταν είδαν το «9» στην πλάτη του. Τοποθετημένος θεωρητικά στην κορυφή της επίθεσης, έφτανε σχεδόν ως τη μεσαία γραμμή για να κάνει επαφή με την μπάλα, τραβώντας τους κεντρικούς αμυντικούς μακριά από το πεδίο δράσης τους και δημιουργώντας χώρους στους συμπαίκτες του αλλά και στον ίδιο. Τελικά, ο Χιντεγκούτι έκανε χατ τρικ και οι Άγγλοι χρειάστηκαν 13 ολόκληρα χρόνια μέχρι να ξεπεράσουν το κόμπλεξ κατωτερότητας που κονόμησαν εκείνη τη μέρα…
Η αλήθεια είναι πως η ιδέα για μια τέτοια τακτική προσέγγιση δεν ήταν του τότε ομοσπονδιακού τεχνικού, Γκούσταβ Σέμπες. Μια εξαετία νωρίτερα (1947), στη μια και μοναδική του σεζόν ως προπονητής της Χόνβεντ (που ακόμη λεγόταν Κίσπεστ), ο θρυλικός Μπέλα Γκούτμαν είδε τον βασικό του σέντερ φορ να σπάει το πόδι του και κάπου εκεί πήρε την απόφαση να αυτοσχεδιάσει: πήρε έναν τσουπωτό πιτσιρικά που λεγόταν Φέρεντς Πούσκας και από εσωτερικό μέσο τον έχρισε «επιτελικό φορ», όρος που δεν ήταν και τόσο αδόκιμος για όσους πρόλαβαν αγωνιζόμενο τον «καλπάζοντα συνταγματάρχη».
Με το «10» στην πλάτη, o Πούσκας έγραψε ιστορία σε Χόνβεντ, εθνική Ουγγαρίας και εντέλει στη Ρεάλ Μαδρίτης. Εκεί όπου αντάμωσε με τον Ντι Στέφανο και η συχνά αντίθετη κίνηση των δυο έσπερνε τον τρόμο στις αντίπαλες άμυνες. Όσο για τον Γκουαρντιόλα, η λογική λέει πως το falso nueve με τον Μέσι το εμπνεύστηκε βλέποντας τη Ρόμα του Σπαλέτι, η τακτική του οποίου ήταν κομμένη και ραμμένη για τον μεγάλο Φραντσέσκο Τότι. Ο Σερ Άλεξ έκανε αντίστοιχο με τον Ρούνεϊ και τον Τέβες, ενώ η ίδια αιτία που παρακίνησε εξαρχής τον Γκούτμαν για κάτι τέτοιο (ο τραυματισμός του Μίλικ πέρυσι), οδήγησε τον Μαουρίτσιο Σάρι στο εντυπωσιακό «εφεύρημα» που λέγεται Ντρις Μέρτενς…