Το... challenge με τους ποδοσφαιρικούς ήρωες των παιδικών μας χρόνων μας κάνει να ξεχνάμε λίγο την έλλειψη του ποδοσφαίρου. Και να βάζουμε βιντεάκια για να θυμόμαστε και πάλι όλους εκείνους που μας έκαναν να αγαπήσουμε το ποδόσφαιρο. Εναν απ' αυτούς τον αποκαλούσαν φαινόμενο...
Η έλλειψη ποδοσφαίρου μας έχει… χτυπήσει τον εγκέφαλο. Δυστυχώς οι επαναλήψεις στο ποδόσφαιρο δε μοιάζουν σε τίποτα με εκείνες μιας αγαπημένης σου σειράς. Τη σειρά μπορεί να την ξανά δεις και να σου αρέσει το ίδιο, ακόμα και μια ταινία που δε χορταίνεις τα τη βλέπεις (το Netflix έβαλε τον Νονό!). Όμως έναν αγώνα δύσκολα θα τον χαζέψεις από την αρχή μέχρι το τέλος αν τον έχεις δει ξανά.
Στα social media υπάρχουν αρκετές ιδέες για να περάσει ο κόσμος του την ώρα. Ομολογώ πως δεν αντέχω άλλο tik tok. Δεν αντέχω άλλο να βλέπω άλλες φάτσες που έχουν διαφορετική φωνή. Επίσης δεν αντέχω άλλο να βλέπω πόσα γκελάκια μπορεί να κάνει κάποιος με ένα χαρτί υγείας.
Αντίθετα, αυτή η νέα… μόδα, του να επιλέγουμε παλιούς αγαπημένους ποδοσφαιριστές, εκείνους που μας έκαναν να ερωτευτούμε το ποδόσφαιρο, είναι ενδιαφέρουσα. Σε βάζει σε διαδικασία να σκεφτείς ποιοι ήταν εκείνοι οι ποδοσφαιριστές που τους είδες και χάζεψες μαζί τους. Που περίμενες το επόμενο παιχνίδι τους για να καθίσεις και πάλι να τους δεις. Με τα αδέρφια σου, τον πατέρα σου ή μονάχα τον εαυτό σου. Κι απ’ τη στιγμή που προσκαλείς κι άλλους να το κάνουν, βλέπεις και τις δικές τους επιλογές, ακόμα – ακόμα και πως αντιλαμβανόταν ο καθένας το παιχνίδι στο παιδικό του μυαλό.
Λυπάμαι που δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τη δεκαετία του ’80. Υπήρξαν τότε κάποιοι από τους πιο σπουδαίους ποδοσφαιριστές που γέννησε το ποδόσφαιρο. Με πρώτο και καλύτερο τον μεγάλο Ντιέγκο. Όμως και η δεκαετία του ’90 έκρυβε όχι μονάχα διαμάντια, αλλά ποδοσφαιριστές που ο τρόπος με τον οποίο αγωνίζονταν σε έκαναν να θέλεις να βγεις έξω, να πάρεις μια μπάλα και να προσπαθείς να κάνεις όλα όσα εκείνοι μπορούσαν. Όλοι μας στα παιδικά μας χρόνια γίναμε πολλοί απ’ αυτούς. Γίναμε οι Σαραβάκοι της γειτονιές μας, οι Βαζέχα του χωριού μας, οι Ζιντάν του σχολείου μας.
Το δικό μου Top 5 δεν είχε τον Σαραβάκο, διότι δεν τον πρόλαβα σε όλο του το μεγαλείο, αλλά στα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Κι ας είχε σκοράρει στο πρώτο παιχνίδι που είχε πάει στη ζωή μου σε γήπεδο. Ήμουν πολύ μικρός. Είχε όμως τον Βαζέχα, διότι με τα δικά του γκολ μεγάλωνα. Νόμιζα πως έβλεπα τον καλύτερο επιθετικό όλου του κόσμου. Κάθε του άγγιγμα μπορεί να κατέληγε στα δίχτυα. Αν ο Βαζέχα έπαιζε στο σήμερα θα έφευγε έπειτα από ένα χρόνο από την Ελλάδα. Έναντι εκατομμυρίων. Πολλών εκατομμυρίων.
Είχε τον Λόταρ Ματέους, γιατί στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που αμυδρά θυμάμαι, εκείνος ήταν ο αρχηγός και ο ηγέτης της Γερμανίας που έφτασε μέχρι την κούπα. Το 1990 αγάπησα την Εθνική ομάδα της Γερμανίας και ο σπουδαίος Ματέους ήταν ένας πολύ σημαντικός λόγο γι’ αυτό.
Είχε τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Ο μεγαλύτερος… φονιάς της δεκαετίας του ’90. Μισή φάση την έκανε γκολ. Με μία επαφή, με το δεξί, με το αριστερό, με το κεφάλι. Όπως του ερχόταν η μπάλα, την έστελνε μέσα. Λάτρευες τον τρόπο που έπαιζε, που σκόραρε, μα πάνω απ’ όλα που πανηγύριζε. Το πάθος που έβγαζε. Πολλοί απ’ όσους γνωρίζω έγιναν Φιορεντίνα λόγω του Μπατιστούτα.
Είχε φυσικά τον Ζινεντίν Ζιντάν. Αρχίσαμε να τον βλέπουμε το 1996, όταν πήγε από την Μπορντό στη Γιουβέντους, αλλά εκείνο το Μουντιάλ του 1998 μας ανέδειξε το μεγαλείο του. Ό,τι καλύτερο έχουν δει τα μάτια μας σε κλασικό… δεκάρι, ένας αληθινός αρτίστας, που πήγε το ποδόσφαιρο σε άλλο επίπεδο. Κανείς μετά απ’ αυτόν δεν έπαιξε τη θέση σαν αυτόν. Κανείς μετά απ’ αυτόν δεν υπήρξε τόσο απαραίτητος και για τον σύλλογο που αγωνιζόταν και για την Εθνική του ομάδα.
Όλοι τους διαφορετικοί, όλοι τους ξεχωριστοί στο δικό μου παιδικό μυαλό, σε εκείνο που κράτησε καλά μέσα τους τις πρώτες εικόνες από το άθλημα που λατρεύουμε. Κανείς, όμως, δεν το επηρέασε τόσο πολύ όσο ο Ρονάλντο. Ο… κανονικός. Ο… χοντρός, όπως τον αποκαλούμε εδώ και μερικά χρόνια, από τότε που άφησε το ποδόσφαιρο και άρχισε να παίρνει κιλά. Αν έχεις να πεις πέντε κουβέντες για τους προηγούμενους τέσσερις, για τον Ρονάλντο τα λόγια μοιάζουν φτωχά. Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις για να περιγράψεις όσα εκείνος μπορούσε να κάνει. Σε όσες ομάδες κι αν αγωνίστηκε. Αϊντχόφεν, Μπαρτσελόνα, Ίντερ, Ρεάλ. Και στα… τελευταία του στη Μίλαν και στην Κορίνθιανς.
Για όσους σήμερα θαυμάζουν τον – κορυφαίο όλων των εποχών κατά τη γνώμη μου – Λιονέλ Μέσι, αλλά δεν πρόλαβαν τον Ρονάλντο, ο Ρονάλντο ήταν ο… Μέσι πριν τον Μέσι. Ήταν εκείνος που του έδινες την μπάλα και μπορούσε να ντριπλάρει 4-5 αντιπάλους μέσα σε έναν… τηλεφωνικό θάλαμο. Εκείνος που το σπριντ του με την μπάλα δε συγκρίνεται με κανενός άλλου. Εκείνος που όχι τυχαία τον αποκάλεσαν… Φαινόμενο. Ένα φορ που μπορούσες να τον βάλεις σε οποιαδήποτε θέση από τη μέση και μπροστά και να σου κάνει την ίδια δουλειά.
Ο Ρονάλντο ήταν ο ήρωας των παιδικών χρόνων πολλών ανθρώπων ανά τον κόσμο. Μοιάζει με χαρακτήρα που κάποιος σκαρφίστηκε σε ποδοσφαιρικό παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Ρονάλντο. Και σαν αυτόν δεν ήταν κανείς… Ήταν το Φαινόμενο…