Ο Ολυμπιακός βάζει στα ταμεία του από την πώληση του Νικολάου, όσα ο Παναθηναϊκός πήρε μαζί για το «αντίο» του Μάρκους Μπεργκ και του Νίκου Καρέλη. Τα λόγια είναι… περιττά.
Ανακοινώθηκε μεσοβδόμαδα, αλλά σίγουρα δεν συζητήθηκε όσο θα του άξιζε. Γιατί μέσα στην τούρλα των μεταγραφικών αναζητήσεων πόσο στα αλήθεια να εκτιμήσεις την πληροφορία ότι για πρώτη φορά μια ελληνική ομάδα, ο Ολυμπιακός, διαθέτει ένα πολύ μεγάλο μπάτζετ ώστε να στείλει για προετοιμασία στο εξωτερικό την Κ-19 της. Και μάλιστα όχι όπου και όπου, αλλά στην Αγγλία. Εκεί που θα μπορεί να δοκιμάσει τις δυνάμεις της σε μια σειρά φιλικών αγώνων με κάποιες από τις καλύτερες της Ευρώπης. Θα παίξει με την Σίτι, την Έβερτον κλπ.
Μια ακόμη καινοτομία του Ολυμπιακού στον δρόμο για την επίτευξη ενός ακόμη στόχου. Να ανεβάσει την παραγωγική του διαδικασία στο υψηλότερο επίπεδο. Και αν κάποιοι επικαλεστούν την παρουσία του Βαγγέλη Μαρινάκη στην ηγεσία της Νότιγχαμ και θεωρήσουν τέλος πάντων πως δεν ήταν και τόσο δύσκολο να βρεθεί η κ-19 στο προπονητικό κέντρο της Φόρεστ για δύο εβδομάδες; Ας εκτιμήσει λιγάκι περισσότερο τους αριθμούς.
Κάπου 2,5 εκατ ευρώ προϋπολογίζεται το κόστος της ακαδημίας για τη σεζόν 2019-20. Ένα ποσό που… βάζει κάτω τη μισή Σούπερ Λιγκ. Εκτός αν κάποιος πιστεύει στα αλήθεια ότι θα κοστίσει παραπάνω το ρόστερ του Αχιλλέα Μπέου στον Βόλο. Ή ακόμη και ο Πανιώνιος, η Λαμία, η ΑΕΛ κλπ. Είναι εξωπραγματικό το νούμερο για τα ελληνικά δεδομένα.
Είναι όμως πια και εκτός ελληνικής πραγματικότητας αυτό που συμβαίνει με συνέπεια εδώ και χρόνια. Ο τρόπος που ο Ολυμπιακός «παράγει» ποδοσφαιριστές ικανούς να σταθούν σε κάποια από τα καλύτερα πρωταθλήματα της Ευρώπης. Πριν από λίγο έγινε γνωστό ότι η Έμπολι –παρότι υποβιβάστηκε από την Serie A- αποφάσισε να κάνει χρήση της οψιόν αγοράς για τον Δημήτρη Νικολάου. Μια μεταγραφή της τάξης των 4 εκατ ευρώ για τον αριστεροπόδαρο στόπερ. Τον κολλητό του Παναγιώτη Ρέτσου που η μετακίνηση του στη Λεβερκούζεν πριν από περίπου δύο χρόνια έφερε 22 εκατ ευρώ στα ταμεία.
Στο μεταξύ κάνει καριέρα εδώ και χρόνια στο εξωτερικό ο Χαράλαμπος Λυκογιάννης (Κάλιαρι). Κάνει ακόμη μεγαλύτερα πράγματα ο Κυριάκος Παπαδόπουλος (Αμβούργο). Βρέθηκε στο εξωτερικό και άλλαξε τη ζωή του ο Γιάννης Φετφατζίδης. Πήγε και γύρισε έτοιμος για τον Ολυμπιακό ο Κώστας Τσιμίκας. Είναι στην Ολλανδία «δανεικός» ο Μάριο Βρουσάι και δύσκολα θα επιστρέψει. Ο Νίκος Ιωαννίδης είναι στο ρόστερ της Μαριτίμο στη Πορτογαλία. Ο Σιώπης και ο Βαλεριάνος έφτασαν στην εθνική ομάδα και έπαιξαν προ ημερών στην Πόλη, στο φιλικό κόντρα στην Τουρκία. Και τόσοι άλλοι: Που μπήκαν στον Ρέντη μικρά παιδιά, και σήμερα είναι επαγγελματίες.
Κάποτε ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο –και δικαίως- μιλούσε για το θαύμα της Παιανίας. Για τον τρόπο ανάδειξης που είχε κάνει δικό του, ο Παναθηναϊκός. Πλέον ο Ολυμπιακός το προχωρά ακόμη περισσότερο. Επενδύοντας διαρκώς στις επόμενες γενιές. Εξελίσσοντας το σχέδιο του, που επί της ουσίας μπήκε σε πραγματική λειτουργία από το καλοκαίρι του 2010 και έπειτα όταν μίλησε για αυτό ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Είναι πολύ μεγάλο πράγμα για ένα κλαμπ πρωταθλητισμού, να μπορεί να παράγει ποδοσφαιριστές από την ακαδημία του. Να έρχονται οι σκάουτ των ευρωπαϊκών συλλόγων στη χώρα μας για ένα Σαββατοκύριακο και να ξεκινούν την περιπλάνηση τους στα γήπεδα, από το αθλητικό κέντρο του Ρέντη. Και όταν την Κυριακή παίρνουν θέση στο Καραϊσκάκη να γνωρίζουν ότι ο «αρχηγός» της ομάδας, Κώστας Φορτούνης, ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έχει μείνει εντός των συνόρων είναι και αυτός παιδί της παραγωγικής διαδικασίας των Ερυθρόλευκων.
Παράλληλα είναι μια απόδειξη του πόσο ισχυρό πια είναι το brand των Πειραιωτών στην αγορά όταν ένα δικό τους παιδί 20 χρονών, που δεν χώρεσε στο ρόστερ τους, τελικά πωλείται στην Ιταλία για 4 εκατ ευρώ. Όταν πχ ο αιώνιος αντίπαλος Παναθηναϊκός πήρε για τον Μάρκους Μπεργκ από την Αλ Αΐν 1,8 εκατ ευρώ. Και για τον 23άχρονο Νίκο Καρέλη έπειτα από σεζόν με 20 γκολ και 7 ασίστ μόλις 2,2 εκατ ευρώ. Ο Ολυμπιακός δηλαδή βάζει στο ταμείο του από την πώληση του Νικολάου όσα ο Παναθηναϊκός μαζί για τους δύο καλύτερους σκόρερ του, την τελευταία δεκαετία! Κάθε άλλη σύγκριση είναι μάλλον περιττή.