Ένα πέρασμα από την Καβάλα, μία παρολίγον συμμετοχή στο Champions League και πλέον η επιτυχημένη καριέρα ως μάνατζερ, συνθέτουν την ζωή του Γκρεγκ Αξελρόντ, ο οποίος μίλησε στο «10» για αυτή του την πορεία.
Το 2002 κάνει πρεμιέρα στο Γουέστγουντ της Αμερικής, η ταινία «Πιάσε με αν μπορείς». Η υπόθεση εξελισσόταν γύρω από έναν απατεώνα, ο οποίος επί έξι χρόνια άλλαζε συνεχώς ταυτότητες και υπεξαιρούσε χιλιάδες δολάρια, χάρη στη γοητεία του και το υποκριτικό του ταλέντο.
Εννέα χιλιάδες χλμ. μακριά από την περιοχή του Λος Άντζελες, ο Γκρεγκ Ακσελρόντ γινόταν ο πρωταγωνιστής σε ένα ποδοσφαιρικό σίκουελ. Με ένα ψεύτικο βιογραφικό και μία πλαστή φωτογραφία που τον παρουσίαζε ως παίκτη της Παρί Σεν Ζερμέν, ο συγκεκριμένος Γάλλος κατάφερε να πείσει ομάδες να τον κάνουν δικό τους. Έφτασε μάλιστα κοντά στο να αγωνιστεί μέχρι και στο Champions League με την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, ενώ παράλληλα βρέθηκε μία ανάσα από την Καβάλα. Όλα αυτά έγιναν βεβαίως με έναν και μοναδικό σκοπό! Να πραγματοποιήσει ένα όνειρο, που του είχε απαγορεύσει ο μπαμπάς του όταν ήταν παιδί.
Μιλώντας στο «10», ο Γκρεγκ εξήγησε τους λόγους που έφτασε στο σημείο να πράξει κάτι τέτοιο, περιέγραψε κάποια από τα συναισθήματα που βίωσε στις ομάδες που βρέθηκε, ενώ αναφέρθηκε και στο σύντομο πέρασμα του από την Ελλάδα.
Πως ένιωσες όταν ο πατέρας σου, αποφάσισε να μην σε ξαναφήσει να παίξεις ποδόσφαιρο;
«Μεγάλωσα σε μία πλούσια οικογένεια, με μεγάλο σπίτι, μεγάλο κήπο κ.ο.κ., όμως οι γονείς μου μίλαγαν συνέχεια για επιχειρήσεις και χρήματα. Εγώ ήμουν συνεχώς στεναχωρημένος και μοναδική μου διαφυγή αποτελούσε το ποδόσφαιρο. Όταν έβγαινα και έπαιζα με την μπάλα, ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές της ημέρας μου. Παράλληλα αγωνιζόμουν σε ένα μικρό κλαμπ με τους φίλους μου, όπου περνούσα πολύ καλά όταν βρισκόμασταν. Μία μέρα, λοιπόν, ο πατέρας μου αποφάσισε να έρθει να με παρακολουθήσει σε ένα παιχνίδι. Μετά το τέλος του αγώνα μου είπε πως δεν ήθελε να με ξαναδεί να αγωνίζομαι ποτέ, κάτι που δεν κατάλαβα ποτέ. Διότι δεν μου έκοψε μόνο το ποδόσφαιρο, αλλά μου απαγόρεψε να ξαναδώ
μέχρι και τους φίλους μου. Ήταν κάτι που με πλήγωσε βαθιά, διότι έχασα και το αγαπημένο μου χόμπι και τους κολλητούς μου».
Πώς έβγαλες την φωτογραφία της Παρί Σεν Ζερμέν που είχες στο βιογραφικό σου;
«Είχα έναν καλό μου φίλο που δούλευε στο Park de Prens, μέσα στο κατάστημα το οποίο πουλούσε φανέλες της Παρί. Μία μέρα που δεν ήμουν καλά και ήθελα με κάποιον να μιλήσω, του ζήτησα να βγούμε. Βλέποντας με στεναχωρημένο μου είπε αν θέλω να πάμε στο γήπεδο, καθώς είχε ένα πάσο που του έδινε πρόσβαση παντού. Πριν πάμε λοιπόν αγόρασα μία εμφάνιση, με τυπωμένο το επίθετο μου. Βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες με πρόσχημα ότι τις θέλω δήθεν για τον αδερφό μου, ενώ η αλήθεια ήταν πως προορίζονταν για το βιογραφικό μου».
Ποιά ήταν τα συναισθήματα σου όταν η Σουίντον Τάουν σε κάλεσε για το πρώτο σου δοκιμαστικό εκτός Γαλλίας;
«Δεν πίστευα ότι θα με καλούσαν στις δοκιμές της ομάδας, αφού στο κάτω κάτω ήμουν 20 χρονών και είχα να αγωνιστώ κανονικά 10 ολόκληρα χρόνια. Τα βιογραφικά λοιπόν που έστελνα στους συλλόγους, ήταν κάτι μεταξύ ενός αστείου και μίας εκπλήρωσης του ονείρου μου. Βρήκα τις διευθύνσεις των ομάδων και είπα “γιατί όχι, δεν έχω τίποτα να χάσω”. Όταν λοιπόν έλαβα την πρώτη απάντηση από την Σουίντον, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όπως καταλαβαίνεις, τότε δεν υπήρχαν στατιστικά, η transfermarkt κλπ., οπότε κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ποιός. Βέβαια χρειάστηκα μεγάλη δόση τύχης, αφού από τα 50 γράμματα που έστειλα, αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που πήρα».
Με αυτή την ομάδα σκόραρες και δύο φορές. Πως το βίωσες όλο αυτό;
«Ήταν ένα παιχνίδι σε δοκιμαστικό της Σουίντον, το οποίο όμως προβαλόταν από το Sky Sport. Μαζί υπήρχαν και άλλα μέσα και εγώ το θεώρησα ως μεγάλη ευκαιρία για προβολή. Μπορώ να σου πω ότι απλά ήμουν συγκεντρωμένος στο παιχνίδι, γιατί το μόνο που ήθελα
ήταν να κερδίσω μία συμφωνία με την ομάδα. Έχοντας σκοράρει δύο γκολ (και παραλίγο τρία) σε συνδυασμό με το ότι το 81% του κόσμου με ψήφισε για MVP, θεώρησα ότι θα τα καταφερω. Εν τέλη, ο προπονητής, μου είπε πως δεν με θέλει στην ομάδα και αντ’ αυτού πήρε τον γιό του, ο οποίος ήταν επίσης επιθετικός».
Όταν έφτασες στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας, θεώρησες πως αυτή ήταν η στιγμή σου…
«Μόλις έμαθα από τον ατζέντη μου πως ο προπονητής με ήθελε στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας και ότι η ομάδα ετοιμαζόταν να με ανακοινώσει μέσω της επίσημης ιστοσελίδας, είπα από μέσα μου “επιτέλους”. Το να παίξω στο Champions League η γενικά σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή διοργάνωση ήταν πολύ σημαντικό, καθώς θα αντιμετώπιζα τους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο».
Τι συνέβη όταν σε ανακάλυψαν;
«Κάποια στιγμή ένας οπαδός ειδοποίησε την ΤΣΣΚΑ πως δεν ήμουν πραγματικός παίκτης. Τότε η ομάδα κάλεσε την Παρί Σεν Ζερμέν και απο κει της είπαν πως πρόκειται για απάτη. Όταν ξύπνησα λοιπόν μια Δευτέρα πρωί, πηγαίνοντας στο πρωινό της ομάδας πριν την προπόνηση, είδα το πρόσωπό μου σε ένα πρωτοσέλιδο. Εκφώνησα από μέσα μου ένα “ουάου”, διότι ήταν κάτι το εξωπραγματικό. Σκέφτηκα επομένως δύο πράγματα. Είτε ότι νόμιζαν πως πήραν τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, είτε ότι τα είχαν καταλάβει όλα. Στο πρωινό με τους συμπαίκτες και το επιτελείο δεν μου μίλησε κανένας, ενώ η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ηλεκτρισμένη. Φτάνοντας μετά στην προπόνηση, μου είπαν “Θα σου πληρώσουμε το ταξί και εσύ θα γυρίσεις στο Παρίσι”. Βρέθηκα λοιπόν από την απόλυτη χαρά, στην απόλυτη στεναχώρια».
Ακούστηκε ότι έκανες και πέρασμα από την Ελλάδα. Ισχύει αυτό;
«Στην αρχή με βρήκε ένας ατζέντης με το όνομα Κώστας, και μου ζήτησε να κάνω δοκιμή με μία ομάδα της Β’ Εθνικής. Ο σύλλογος έμεινε ενθουσιασμένος με το δοκιμαστικό μου και ο μάνατζερ μου είπε πως θέλουν να μου προσφέρουν συμβόλαιο. Ωστόσο μου πρότεινε και μία δεύτερη εναλλακτική, λέγοντας μου πως μπορούσε να επικοινωνήσει με την Καβάλα η οποία τότε βρισκόταν στην Α’ Εθνική. Για μένα το να αγωνιστώ σε πρώτη κατηγορία ήταν κάτι φοβερό και έτσι δέχτηκα αμέσως. Σκέφτηκα ότι αφού κατάφερα να πείσω την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, γιατί να μην μπορώ να πείσω την Καβάλα. Πήγα στην προπόνηση της ομάδας, όμως τραυματίστηκα σκληρά και δεν ξαναπροσπάθησα».
Δεν φοβήθηκες ποτέ ότι θα σε πιάσουν να πραγματοποιείς «απάτη»;
«Πολλοί ποδοσφαιριστές παραποιούν βίντεο και παρουσιάζουν τον εαυτό τους σε παιχνίδια που δεν έπαιξαν ποτέ. Άλλοι αλλάζουν την ηλικία τους και από 28, “γίνονται” ξαφνικά 23. Για μένα αυτοί διαπράττουν την πραγματική απάτη. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να βρεθώ σε ένα χορτάρι, σε μία προπόνηση, σε μία ομάδα και με έναν προπονητή που θα μου έλεγε “Γκρέγκ, μ’ αρέσεις και θέλω να σε έχω στο κλαμπ”. Δεν ήθελα να υπογράψω απευθείας επαγγελματικό συμβόλαιο, παρόλο που είχα προσφορές από ομάδες του Λουξεμβούργου και της Κύπρου. Αυτό που πραγματικά επιθυμούσα, ήταν να μπω στο γήπεδο και να δείξω στον προπονητή μου ότι αξίζω».
Τελικά κατάφερες να γίνεις ένας επιτυχημένος μάνατζερ. Πως αποφάσισες να κάνεις αυτή την δουλειά;
«Η αλήθεια είναι πως δεν επιδίωξα να γίνω ατζέντης παικτών. Όταν εγκατέλειψα το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκα για δύο χρόνια με τον τομέα του motosport. Κάποια στιγμή συνάντησα έναν παλιό μου προπονητή στο Παρίσι. Μου είπε “Γκρέγκ, έχεις παίξει επαγγελματικά, έχεις κάνει τόσα δοκιμαστικά, έχεις γυρίσει τόσες χώρες, μπορείς να έρθεις να δεις ένα δεκαπεντάχρονο παιδί. Έχει χάσει τον πατέρα του και η μητέρα δυσκολεύεται πολύ”.
Εγώ του απάντησα πως δεν ενδιαφέρομαι να δουλέψω στο κομμάτι του ποδοσφαίρου, αρνούμενος να πάω. Δύο μέρες αργότερα επέμεινε τόσο που δεν μπόρεσα να πω όχι και πηγαίνοντας τελικά, είδα έναν παίκτη με αρκετές δυνατότητες. Μετά τον αγώνα τον έπιασα και του υποσχέθηκα πως θα τον έστελνα για δοκιμαστικό στην Λίβερπουλ. Τελικά το κατόρθωσα και μετά την προσπάθεια του στην αγγλική ομάδα, μου ήρθε μία ειδοποίηση στο Facebook. Ο νεαρός είχε ανεβάσει δύο φωτογραφίες, στις οποίες είχε συμπεριλάβει με ταγκ το όνομα μου. Γυρνώντας λοιπόν στην Γαλλία, με περίμεναν άλλα 15 παιδιά τα οποία μου ζήτησαν να τα αναλάβω. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, έφτασα στο σημείο να γίνω μάνατζερ».
Επιμέλεια: Τζιοβάνι Ζάκαρη