Στη φετινή απονομή οι άνδρες κάθισαν σιωπηλοί στη θέση του συνοδηγού και οι μαυροφορεμένες κυρίες ξεσπάθωσαν, προσπαθώντας να καλύψουν το χαμένο έδαφος δεκαετιών
Oι δύο σημαντικότεροι λόγοι στην 75η και επετειακή τελετή που διοργάνωσαν οι ανταποκριτές ξένου τύπου στο Λος Άντζελες προσφέρθηκαν από δύο γυναίκες με εξίσου δυνατή προσωπικότητα, διαφορετικές μεταξύ τους όσο δεν πάει και, συμπτωματικά, όχι ακριβώς καθαρόαιμα μέλη της κινηματογραφικής βιομηχανίας, την Όπρα Γουίνφρι, που παρέλαβε το βραβείο Σέσιλ Ντε Μίλ για την καριέρα της, και την Φράνσις Μακντόρμαντ, που κέρδισε δίκαια στην κατηγορία πρώτου γυναικείου ρόλου για δραματική ταινία, τις Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ του Μισούρι.
Φυσικά, και οι δύο έχουν κάνει σινεμά, ειδικά η Μακντόρμαντ, με ένα Όσκαρ στο ενεργητικό της για το Φάργκο — και με μια υποψηφιότητα για το Πορφυρό Χρώμα, για την υπερδιάσημη παρουσιάστρια. Ωστόσο, η σύζυγος του «αδελφού Κοέν» δεν θορυβεί, δεν διασκεδάζει, δεν φαίνεται ιδιαίτερα, δεν δίνει καν συνεντεύξεις, πέρα από τις απολύτως απαραίτητες συνεντεύξεις τύπου, αποκλείοντας συνειδητά τον εαυτό της από τον ανταγωνισμό και τις καμπάνιες για τα βραβεία.
Όσο για την Όπρα, αναμφισβήτητα τη γνωστότερη και επιδραστικότερη Αμερικανιδα, παρά τις παραγωγές που έχει υπογράψει, τις εμφανίσεις της σε ταινίες και την αυξανόμενη εμπλοκή της στο σινεμά μετά το πέρας των καθημερινών της υποχρεώσεων με την εκπομπή της, τα επιτεύγματα της εκπορεύονται από την τηλεόραση. Από την τηλεόραση ξεκίνησε φουριόζα, εκεί «ανδρώθηκε», και από τη μικρή οθόνη εξελίχθηκε σε εξουσία, μεταμορφώνοντας τις αφανείς τηλεθεάτριες σε ηρωίδες της καθημερινότητας τους, πείθοντάς τις πως αξίζουν κάτι καλύτερο σε αυτή την παλιοζωή, αφού πρώτα εκμυστηρεύθηκε με περισσή πειθώ όλα τα δικά της βάσανα.
Αυτό ακριβώς το σπάνιο εργαλείο, της αμεσότητας και της μεταδοτικότητας, που καλλιέργησε στην τριβή της με σταρ και ανώνυμους πρωταγωνιστές, χρησιμοποίησε στο μάξιμουμ στις Χρυσές Σφαίρες, ανακαλώντας την παιδική της ανάμνηση από την πρώτη, περίλαμπρη «μαύρη» βράβευση, του Σίντνεϊ Πουατιέ, για να περάσει σε ένα περιστατικό βιασμού στα ’40s που ανακίνησε και ερεύνησε η εμβληματική Ρόζα Παρκς και να κηρύξει στεντόρια το ευαγγέλιο της «ορθής» ορθότητας, και όχι απλώς της ήπιας πολιτικής γραμμής θεωρητικής, χαμογελαστής συμπόρευσης με το ρεύμα, που είναι το δικής της επινόησης, αρμονικό ανακάτεμα του συναισθήματος με τη δράση, της ελπίδας με τον ακτιβισμό, του ονείρου για ένα καλύτερο αύριο με την ανάγκη να σπάσει η κουλτούρα της σιωπής και της απόκρυψης.
Και κάπου εκεί, κέρδισε τους συνδαιτυμόνες του σινεμά, του διπλανού, όχι και τόσο μακρινού χώρου, μια και όλοι οι διάσημοι νιώθουν οικεία μεταξύ τους, ειδικά σε τέτοιο επίπεδο φήμης.
Η Όπρα είναι κάτι παραπάνω από τους υπόλοιπους: μια celebrity με απευθείας έρεισμα στη μάζα, που δεν χρειάστηκε ρόλους για να κάνει το πλατύ κοινό να ταυτιστεί μαζί της, αλλά πάσαρε τη γήινη φιλοδοξία της ως παράδειγμα προς μίμηση και κάλεσε τους πάντες να τη μοιραστούν μαζί της.
Τι κι αν έχει δισεκατομμύρια, επαύλεις και γη ικανή να χωρέσει όλους τους άστεγους του ντουνιά: εξακολουθεί να είναι ένα, περιποιημένο πια, underdog, η βασίλισσα του λαού που, όπως είπε και ο παρουσιαστής Σεθ Μέγιερς, μπορεί να βάλει για Πρόεδρος των ΗΠΑ και να βγει. Με αντιπρόεδρο τον Τομ Χανκς…
Η Φράνσις Μακντόρμαντ, από την άλλη, παραμένει μια σεβάσμια outsider, σαν τις αλλοδαπές που αγαπά το Χόλιγουντ, αν και γέννημα θρέμμα του Σικάγο, και σταθερή αξία στα πλατό και τις απονομές, εδώ και 30 και πλέον χρόνια. Ο τρόπος της είναι αξιαγάπητος — μοιάζει πάντα σα να είναι έτοιμη να εξαφανιστεί από την πίσω πόρτα, λες και προσκλήθηκε κατά λάθος, και βραβεύτηκε γιατί οι υπόλοιπες απουσίαζαν.
Η αυθεντική της στάση απέναντι στην κοινότητα, αυτό το λίγο «εγώ είμαι από χωριό, δεν ξέρω απ’ αυτά», λειτούργησε ευεργετικά όταν ακούστηκε το όνομα της, ανέβηκε, και δεν παρέλειψε να χαιρετήσει δια χειραψίας, θερμής και ειλικρινούς, ακόμη και την κοπέλα-γλάστρα, εν προκειμένω, την κόρη του Ντουέιν Τζόνσον, που συνοδεύει τους παρουσιαστές των βραβείων.
Σημείωσε πως οι ανταποκριτές ξένου τύπου έχουν εκλέξει γυναίκα για πρόεδρο (αν και τα Όσκαρ έχουν επίσης γυναίκα στο τιμόνι, και μάλιστα μαύρη), ευχαρίστησε φυσικά τον Μάρτιν Μακντόνα και τους δύο σπουδαίους, στους ρόλους τους, συμπρωταγωνιστές της, τον Γούντι Χάρελσον και τον Σαμ Ρόκγουελ —ο οποίος τιμήθηκε στην κατηγορία του— και, κάνοντας μια εξαίρεση στην πάγια τακτική της να μην γυρίζει την κουβέντα στα πολιτικά, έκλεισε λέγοντας πως οι γυναίκες που βρίσκονται στην αίθουσα δεν ήλθαν να φάνε και να πιούνε τσάμπα, αλλά λόγω της δουλειάς τους.
Με αυτήν την ατάκα, υπονόησε πως the time is up για την δευτεραγωνιστική τοποθέτηση των γυναικών στα μάτια του Χόλιγουντ, που είναι η αιχμή του δόρατος για την εξομοίωση των μισθών και το κλειδί για την εξίσωση των ευκαιριών, πέρα από το μείζον, και κυρίαρχο στη βραδιά, θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης. Κι όλα αυτά, φορώντας μια σκούρα, αλλά όχι μαύρη τουαλέτα, που ήταν το ενδυματολογικό πρόσταγμα για την τελετή.
Εκτός από τις γυναίκες, όλοι οι άνδρες αισθάνθηκαν την υποχρέωση να πουν κάτι καλό για εκείνες, με ένα μισο-απολογητικό ύφος συμπαράστασης σε ένα δοκιμαζόμενο είδος που αγαπάνε, και μπορεί, ο καθένας με τον τρόπο του, να έχει αδικήσει στο παρελθόν.
Ο μόνος που παρεξέκλινε και μίλησε καθαρά κινηματογραφικά και εντελώς προσωπικά ήταν ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ο οποίος βραβεύτηκε για τη σκηνοθεσία του στη Μορφή του Νερού και μακάρισε τα αγαπημένα του τέρατα, αυτά που του έσωσαν τη ζωή και την καριέρα, τον έφεραν στη θέση που είναι τώρα, και τα εμπιστεύτηκε τυφλά για να βρει τον δρόμο και τη φωνή του. Ο Μεξικανός σκηνοθέτης υπενθύμισε πως, πάνω απ’ όλα, είναι ένας καλλιτέχνης και βρέθηκε ανάμεσα σε ομοίους επειδή το έργο του μιλάει από μόνο του.
πηγή: lifo.gr