«Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε ο ιδανικός πατέρας όλων μας. Κάπως έτσι θα θέλαμε να είναι οι πατεράδες μας. Όμορφοι, διασκεδαστικοί, γλεντζέδες, χιουμορίστες. Κι εκείνος ήταν όλα αυτά μαζί, κι ακόμα περισσότερα».
Στον πρόλογο του βιβλίου «Μεγάλοι Έλληνες ηθοποιοί» με τη βιογραφία του Λάμπρου Κωνσταντάρα, ο Μάκης Δελαπόρτας σκιαγραφεί, μεταξύ άλλων, το πορτρέτο του αξέχαστου ηθοποιού:
«Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε ο ιδανικός πατέρας όλων μας. Κάπως έτσι θα θέλαμε να είναι οι πατεράδες μας. Όμορφοι, διασκεδαστικοί, γλεντζέδες, χιουμορίστες. Κι εκείνος ήταν όλα αυτά μαζί, κι ακόμα περισσότερα. Διέθετε μια ιδιαίτερη ευφορία, που δημιούργησε το προσωπικό του στίγμα ως ηθοποιού. Ακριβώς του εξωστρεφούς ανθρώπου, με μια ακτινοβολία που του έδωσε το δικαίωμα να παίξει, σε ώριμη ηλικία μάλιστα, τον εραστή. Και ήταν εραστής».
«Ο Λάμπρος γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913, στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι, Πίστευε λοιπόν, ότι το 13 ήταν το τυχερό του νούμερο, αλλά μέσα του τον ενοχλούσε αυτή η αλληλουχία, γιατί κατά βάθος ήταν πολύ προληπτικός, αν και δεν το έδειχνε. Πάντα έκανε τον σταυρό του πριν βγει στη σκηνή, χτυπούσε ξύλο πριν από κάθε παράσταση κι έφτυνε συχνά στον κόρφο του» αναφέρεται στο κεφάλαιο με τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Όσον αφορά στο επίθετο «Κωνσταντάρας», αυτό «ήταν το παρατσούκλι του προπάππου του, που τον έλεγαν Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, είχε μια φωνή δυνατή σαν «αντάρα» και όλοι τον φώναζαν «Κώστας ο Αντάρας», δηλαδή Κωνσταντάρας».
Από το μυαλό του, νεαρού τότε, Λάμπρου Κωνσταντάρα, δεν φαίνεται να περνούσε το θέατρο, «αν και όλοι οι φίλοι του έλεγαν ότι θα μπορούσε να γίνει σταρ του σινεμά, αφού ήταν τόσο όμορφος. Εκείνος γελούσε και προσπερνούσε τα σχόλια».
«Το μεγάλο πάθος της ζωής του Λάμπρου ήταν το ποδόσφαιρο. Σε ηλικία 15 ετών, το 1928 , έπαιζε ως τερματοφύλακας στην ΑΕΚ. Από τότε δεν έχανε αγώνα της ομάδας του. Έγινε φανατικός Αεκτζής».
Το ντεμπούτο του, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας το έκανε στο Θέατρο Ανδρεάδη, δίπλα στην κυρία Κατερίνα σε ένα μονόπρακτο του Τζέιμς Μπάρι με τίτλο Τα παράσημα της γριούλας.
Οσον αφορά στον κινηματογράφο, «η καριέρα του Λάμπρου Κωνσταντάρα, χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τις ταινίες που έπαιξε ως ζεν πρεμιέ. Η δεύτερη όσες υποδυόταν τους ρόλους του πατέρα και η τρίτη τις δικές του ταινίες ως κωμικού πια πρωταγωνιστή».
Στην βιογραφία του αναφέρεται επίσης: «Τη δεκαετία του ’40 ο Λάμπρος έπαιξε σε μια σειρά από ταινίες σε ρόλους πρωταγωνιστικούς, αλλά καθόλου κωμικούς. Δεν είχε ακόμη ανακαλύψει, ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και κάποιος σκηνοθέτης ή παραγωγός, πως ήταν γεννημένος κωμικός. Τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της καριέρας του έπαιξε ρόλους ζεν πρεμιέ, και ζεν κομίκ. Μέχρι να ασχοληθεί με την κωμωδία και να τον καθιερώσει στις καρδιές όλων των Ελλήνων ως τον πλέον δημοφιλή και κοσμοαγάπητο «Λαμπρούκο», έπαιξε σε πάνω από 100 παραστάσεις του κλασικού ρεπερτορίου και περίπου σε 25 ταινίες με δραματικούς ρόλους».
Το «Υπάρχει και Φιλότιμο», μια από τις κλασσικότερες κωμωδίες του ’60, ήταν η «έφοδος» του Κωνσταντάρα στην κωμωδία, όπως αναφέρεται στο βιβλίο.
Περιγράφεται μάλιστα και πώς, το «Υπάρχει και Φιλότιμο», «γεννήθηκε» μέσα στο Brazilian, το ιστορικό μπαράκι της εποχής, στην οδό Σταδίου:
«Ήταν τότε που ζήτησε από τον παιδικό του φίλος Αλέκο Σακελλάριο να του γράψει ένα έργο επίκαιρο, μια και η πολική κατάσταση της εποχής εκείνης ήταν οξυμένη».
«Ο Λαμπρος Κωνσταντάρας έλεγε συχνά πως στην κωμωδία, ο θεατής είναι σαδιστής: «Οσο πιο πολύ υποφέρει ο ηθοποιός, τόσο πιο πολύ γελάει ο θεατής». Γι’ αυτό και είχε παίξει σκηνές με κλαυσίγελο, που δεν μπορεί να το κάνει ηθοποιός».
Ηταν μάλιστα ο πρώτος κωμικός ηθοποιός που πήρε βραβείο ερμηνείας: «Για την ταινία «Ο μπλοφατζής, ο Λάμπρος πήρε Αργυρούν Βραβείον Καλύτερης Ερμηνείας Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Το ότι δόθηκε σε έναν κωμικό ηθοποιό βραβείο ερμηνείας συνέβαινε για πρώτη φορά. Συνήθως τα βραβεία τα έπαιρναν δραματικοί ηθοποιοί».
Στο βιβλίο περιγράφονται και οι σχέσεις του Λάμπρου Κωνσταντάρα με τις σημαντικότερες συμπρωταγωνίστριές του:
«Στο Σιμούν ο Λάμπρος συνάντησε για πρώτη φορά την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Από την πρώτη στιγμή η Αλίκη ένιωσε τον Λάμπρο σαν πατέρα της. Ηταν ο μοναδικός ηθοποιός που της έβγαζε αυτό το συναίσθημα».
«Τη Ρένα Βλαχοπούλου αν και έπαιξε μαζί της μόνο σε δύο ταινίες, στη Χαρτοπαίχτρα και στο Βίβα Ρένα, τη θαύμαζε απεριόριστα. Τη θεωρούσε κορυφαία κωμικό και πολύ μεγάλο ταλέντο».
Με τη Μάρω Κοντού υπήρξαν ένα από τα πιο εμπορικά και ταιριαστά ζευγάρια του ελληνικού κινηματογράφου. «Τη φώναζε «ψηλή» και του άρεσε να την πειράζει πάνω στη σκηνή ή στα γυρίσματα, με τα σόκιν αστεία του. Και η Μάρω τον λάτρευε».
Ο Λάμπρος από τα νεανικά του χρόνια, υπήρξε αυθεντικός μπον βιβέρ, όπως αναφέρεται στο βιβλίο:
«Ο μπον βιβέρ, έτσι όπως ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, είναι ένας άνθρωπος φιλοσοφημένος. Οι απερίσκεπτοι, βέβαια, τον έβλεπαν με καχυποψία, γιατί θεωρούσαν ρηχή την υλική απόλαυση, Εκείνος όμως δεν σχολίαζε κανέναν, γιατί βαθιά μέσα του ήξερε. «Ο θυρωρός, ο ταξιτζής, ο δημοσιογράφος και ο στοχαστής» όπως έλεγε, «έχουν την απόλυτη πεποίθηση πως η άποψή τους για τη ζωή είναι η μόνη αληθινή. Όμως όταν εκείνοι θα είναι φρουροί έξω από την πόρτα της αλήθειας τους, εγώ θα είμαι ήδη μέσα και θα απολαμβάνω τους καρπούς της». Ετσι κι έγινε».
Στο τελευταίο κεφάλαιο περιγράφονται στιγμές όπως τις διηγήθηκαν άνθρωποι που έζησαν κοντά του στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως, όσα έγραψε λίγες μέρες πριν χαθεί, ένας καλός φίλος του δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος, στο περιοδικό Εικόνες:
«Βρισκόταν ανακαθιστός, στο κρεβάτι του, με φανελίτσα και σλιπάκι. Άντρακλας… Απαράλαχτος όπως πριν 25 χρόνια, τότε που είχαμε κάνει τις ποδοσφαιρικές ομάδες των ηθοποιών και των δημοσιογράφων κι εκείνος ετοιμαζόταν στ’ αποδυτήρια να φορέσει τη στολή του τερματοφύλακα… Θυμήθηκα τις ριψοκίνδυνες αποκρούσεις του, που είχαν ξεσηκώσει τις εξέδρες στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας… «Γεια σου τερματοφύλακα του είπα, έσκυψα και τον φίλησα.
Το βλέμμα του καρφώθηκε σαν μαχαιριά, στα μάτια μου, και τα δικά του καταγάλανα βουρκώσανε… Μα αμέσως, λες και ξαναζούσε τις ιαχές του γηπέδου, πλημμύρισε αγαλλίαση, καθώς του είπα είσαι μεγάλος παιχταράς. Είμαι σίγουρος πως ο Λάμπρος χάρηκε που τον είπα παιχταρά παρά να τον εξυμνούσα σαν ηθοποιοί ή Δον Ζουαν ή σαν ρέκορντμαν ακροαματικότητας στην τηλεόραση, αφού ως Λαμπρούκος είχε πλησιάσει το 100%».
Ένας «μπομπέρ» που βλέπει… Euroleague: Η χρονιά «εκτόξευσης» του Βασίλη Τολιόπουλου (vids)
Πηγή: ellinikoskinimatografos.gr