Η Cavana Spirituality μοιάζει με μέρος μαγικό όχι μόνο λόγω της εκλεκτής αφθονίας, αλλά κυρίως γιατί το κάθε μπουκάλι από τα περίπου 3.500 που βρίσκονται στα ράφια της κουβαλάει τη δική του μικρή ή μεγάλη ιστορία, το δικό του μυστικό.
Η σχέση αγάπης με το κρασί χρονολογείται εδώ και εκατοντάδες χρόνια, καθώς οι αρχαιολόγοι έχουν βρει στοιχεία για την οινοποίηση που προϋπήρχαν των γραπτών αρχείων. Είναι ασφαλές να πούμε ότι από τη στιγμή που η ανθρωπότητα ανακάλυψε το γλυκό, ζυμωμένο νέκταρ του αμπελώνα, οι άνθρωποι και το κρασί θα ήταν άρρηκτα συνυφασμένοι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Ενώ το κρασί αρχικά φτιάχτηκε για τη στιγμή, για να καταναλώνεται σε γιορτές, με τα γεύματα και για να παρέχει ένα ποτό όταν τα νερά ήταν ακατάλληλα για πόση, τελικά αναπτύχθηκε ένα εμπόριο γύρω από την πώληση του. Έτσι, η ιστορία των κάβων κρασιού είναι στην πραγματικότητα αρκετά συναρπαστική.
Μόλις οι πολιτισμοί άρχισαν να εκτιμούν το κρασί αρκετά ώστε να του αποδίδουν χρηματική αξία, αναπτύχθηκαν τεχνικές αποθήκευσης κρασιού για την προστασία των εμπορευμάτων. Το πρώτο γνωστό κελάρι κρασιού αποκαλύφθηκε στην πρώην Χαναανιτική πόλη Tel Kabri, η οποία καταστράφηκε πριν από 3.600 χρόνια.
Αν και απέχουν πολύ από τον καλύτερο σχεδιασμό κελιών κρασιού της σύγχρονης εποχής, αυτά τα υποτυπώδη κελάρια κρασιού είχαν σκοπό να διατηρούν τα κρασιά δροσερά και προστατευμένα από τον ήλιο. Τώρα, ο σχεδιασμός των καβών έχει εξελιχθεί σε μια μορφή τέχνης, όπου το κελάρι δεν προστατεύει απλώς το κρασί, αλλά μπορεί να είναι ένα όχημα για την παρουσίαση μιας συλλογής ή ακόμη και για την ψυχαγωγία των ρεκτών του είδους.
«Μέχρι το 1998 είχα νυχτερινά μαγαζιά. Τότε κάνω ένα ταξίδι στην Αμερική και βρίσκομαι σε ένα σπίτι που κάνουμε πάρτι μπροστά σε μία παραλία, χτυπάει το κουδούνι κι έρχεται ένας τύπος και ξεφορτώνει ποτά, πάγο, παγοθήκες και λοιπά. Τι είναι αυτός, ρωτάω. Η κάβα, μου απαντάνε, κάνει ντελίβερι» ξεκινάει ο Ευθύμιος Λαουρδέκης, ο ιδιοκτήτης της κάβας την αφήγησή του.
«Κάβα, ντελίβερι, 1998. Κάτι ουτοπικό για την Ελλάδα. Γυρίζω, συναντάω τον προμηθευτή μου, του λέω αυτό κι αυτό. Ξεκινάμε το 2000» συνεχίζει.
«Ήθελα πάντα να κάνουμε ένα μαγαζί που να βρίσκει ο άλλος ό,τι ψάχνει. Πώς μπαίνει κάποιος σε ένα υφασματάδικο και λέει θέλω ένα ύφασμα σε τέτοιο χρώμα, με αυτό το σχέδιο και του λέει ο καταστηματάρχης το ’χω! Ε, αυτό το έχουμε καταφέρει στο 95%. Αυτό έχει μεγάλο κόστος επένδυσης αλλά το έχουμε καταφέρει. Πολλούς πελάτες τους στέλνουν άλλες κάβες, τους λένε πήγαινε σε αυτόν θα το ’χει.
»Έχουμε τεράστια γκάμα, 2.500 ετικέτες σε κρασιά και άλλες 1.500 ετικέτες σε αποστάγματα και ποτά στα ράφια».
«Έχετε το respect της πιάτσας» συμπληρώνω.
«Είμαστε πολλά χρόνια, 23 ολόκληρα χρόνια μαγαζί, νομίζω ότι έχουμε κερδίσει τον σεβασμό των συναγωνιστών. Εξελισσόμαστε και βάση των αναγκών της αγοράς. Το 1999, φαντάσου, το Νο1 κρασί ήταν ο Χατζημιχάλης, τώρα είναι το Βιβλία Χώρα και ο Γεροβασιλείου που έχουν μεγάλη ζήτηση εδώ και τόσα χρόνια. Οπότε, αυτό που θέλω να πω είναι το 1999 είχαμε ένα συγκεκριμένο target group που ψώνιζε από κάβες και σήμερα έχουμε ένα διαφορετικό κοινό, το οποίο αναζητά να καλύψει τις ανάγκες του σε αλκοόλ. Εμείς το παρακολουθούμε όλο αυτό και οφείλουμε να εξελισσόμαστε μαζί του και να το ικανοποιούμε».
Τι πίναμε το 1999 και τι πίνουμε σήμερα;
«Ένας νέος άνθρωπος, 23 ετών, το 1999 γεννιόταν. Τι έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα χρόνια, πώς διαμορφώθηκαν οι τάσεις, ποιες είναι οι απαιτήσεις των γευστικών καλύκων του καταναλωτή;» απαντάει με ερώτηση ο Ευθύμιος Λαουρδέκης και συνεχίζει:
«Το 1999 ήταν εξαιρετικά λίγα τα κρασιά εισαγωγής, να ήταν 50 ετικέτες όλες κι όλες… Επίσης, ήταν πολύ μικρότερη η ζήτηση γιατί και ο κόσμος δεν ήταν εκπαιδευμένος. Τώρα με τις εκθέσεις, με τις σχολές, με τα σεμινάρια γευσιγνωσίας και με την υψηλή ποιότητα του φαγητού, το πράγμα έχει αλλάξει.
»Στους διαγωνισμούς μαγειρικής και bar tending έχουμε τρομερές διακρίσεις οι Έλληνες σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπότε, η δικιά μας η δουλειά είναι να το παρακολουθούμε και να μπορούμε να εξελισσόμαστε πίσω από αυτό».
Οι τάσεις που καθορίζουν και τη ζήτηση
«Το ροζέ κρασί έχει κερδίσει μεγάλο μερίδιο τα τελευταία χρόνια, τα λευκά πάντα είχαν το κοινό τους, ενώ τα κόκκινα κρασιά έχουν πέσει λίγο, λόγω υψηλής θερμοκρασίας, είμαστε μια χώρα που το κόκκινο κρασί μπορεί να καταναλωθεί λίγους μήνες τον χρόνο, αλλά και λόγω πολυπλοκότητας στη γεύση» μου εξηγεί ο κ. Λαουρδέκης.
Πώς απέκτησε όλη τη γνώση γύρω από το αντικείμενο; «Ταξίδια, σεμινάρια, σχολές, άπειρες επισκέψεις σε οινοποιία σε ολόκληρη την Ελλάδα. Τι διαφορά έχει ένα κρασί που γίνεται στη Σαντορίνη με ένα που γίνεται στη Νάουσα; Τι ρόλο παίζει το τερουάρ στο αμπέλι;» μου απαντάει και συνεχίζει με τις τάσεις στα ποτά.
«Εννοείται κάποιο δυσάρεστο γεγονός;» τον ρωτάω. «Είτε δυσάρεστο είτε εάν δεν είσαι καλά οικονομικά, πάλι θα πιεις αλλά θα πιεις με μέτρο. Ενώ εάν είσαι καλά θα κάνεις την υπερβολή με κάποιο πιο ακριβό απόσταγμα».
Το μήνυμα είναι στο μπουκάλι
Η κάβα έχει κάτι από το μυστήριο των ανεξερεύνητων τόπων, φταίει το ξύλο και ο ρουστίκ διάκοσμος αλλά και το γεγονός ότι το κάθε μπουκάλι κουβαλάει τη δική του μικρή ή μεγάλη ιστορία, το δικό του μυστικό, το οποίο είναι καλά κλεισμένο και θα αποκαλυφθεί στον μύστη.
Του ζητάω να μου πει κάποια ιστορία από τη σχέση του με τους πελάτες του.
«Είχα έναν πελάτη, ο οποίος βγήκε πρώτο ραντεβού με μια κοπέλα, ήρθε αγόρασε ένα κρασί και έκτοτε επειδή του πήγε γούρι, όποτε έβγαινε ραντεβού με άλλες κοπέλες ερχόταν και έπαιρνε το ίδιο κρασί. Για πολλά χρόνια αυτή η ιστορία. Του λέω ρε συ παντρέψου να ησυχάσουμε…
»Έρχονται άνθρωποι που τους γνώρισα φοιτητές, για παράδειγμα, μιας και είναι εδώ δίπλα η Πανεπιστημιούπολη, και τώρα τους βλέπω με τις οικογένειές τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους. Είσαι κομμάτι της ζωής μας, μου λένε…
»Η φίλη μου η Βίκυ Καρατζόγλου, η τραγουδίστρια, έμενε εδώ απέναντι και σε μία συνέντευξή της είχε πει ότι είχαμε περάσει πολλά βράδια εδώ στην κάβα κάνοντας brainstorming. Ήταν ο ψυχολόγος μου, λέει…».
Με ένα φαγητό θέλω ένα καλό κρασί, το βράδυ στο σπίτι θέλω ένα ωραίο ουίσκι, αν βγω έξω όμως θα πιω βότκα. Η βότκα σου δίνει μεγαλύτερη διάρκεια και δε σε χαλάει. Σε μια συνάντηση σε ένα φόρουμ στο Λονδίνο, διαπιστώσαμε η Ελλάδα καταναλώνει βότκα όση θα κατανάλωνε μια χώρα 30 εκατομμυρίων κατοίκων. Αν σκεφτείς ότι οι μεγάλες ηλικίες δεν πίνουν και φυσικά ούτε οι μικρές, όλοι οι υπόλοιποι πίνουν βότκα.
Κάπου εκεί η κουβέντα ξέφυγε στην κρίση και στις δυσάρεστες ειδήσεις των τελευταίων χρόνων οπότε μοιραία μιλήσαμε για το ψηφιακό αποτύπωμα της ζωής μας το οποίο εντάθηκε υποχρεωτικά τα τελευταία χρόνια. Μου μιλάει για το wineoutlet.gr, το οποίο όπως λέει «είχε ξεκινήσει σαν ηλεκτρονικό κατάστημα από το 2011 να κάνει τη διαχείριση παλαιών εσοδειών από τα οινοποιία αλλά από το 2016 και μετά που είδαμε ότι υπάρχει ζήτηση βάλαμε κι άλλα προϊόντα μέσα κι αυτή τη στιγμή είναι στο top5 των e-shop του είδους. Το ενδιαφέρον είναι ότι βλέπεις πώς διαμορφώνεται η κατανάλωση μέσα από το ίντερνετ, είναι σαν να έχεις ένα ξεχωριστό μαγαζί. Η πανδημία μας βοήθησε πολύ να μπούμε στον χάρτη. Και να ακολουθήσουμε, φυσικά, τους κανόνες της ηλεκτρονικής πώλησης, όπως για παράδειγμα τα παγωμένα ποτά ώστε να είναι σωστό το booze experience, οπότε φροντίσουμε και για αυτό».
Ο Έλληνας πίνει ροζέ Προβηγκίας, έπινε και πίνει Μαλαγουζιά, είναι η ποικιλία των τελευταίων χρόνων αλλά βλέπουμε ότι αλλάζει κι αυτό, παλιότερα ήταν το Μοσχοφίλερο μετά ήταν το Sauvignon Blanc και τρίτη επιλογή τα ξινόμαυρα.
-Ε, να μην πούμε και ιδανικά δώρα για τις γιορτές;
Όσο φτάνουμε κοντά στην Πρωτοχρονιά η σαμπάνια είναι ένα προϊόν το οποίο παραπέμπει στην γιορτή και στη χαρά και φυσικά υπάρχει πάντα ο συνδυασμός ενός κρασιού με μια κασετίνα σοκολατάκια ή ένα ωραίο ουίσκι. Αυτό που παλιά λέγαμε «καλάθι», τώρα πλέον είναι ένα άλλο πιο χρηστικό και φίνο item.
Δύο έξτρα info:
α) Εδώ θα βρεις τον μοναδικό αυτόματο πωλητή αλκοόλ με μεγάλη ποικιλία
και
β) Εδώ θα βρεις μια σπουδαία επιλογή από πούρα, σύντομα δε, ένα κανονικό humidor room για να δοκιμάζεις με την ησυχία σου.
*Cava Canava
Ευφρονίου 63, Αθήνα
Φηροστεφάνι, Σαντορίνης